Περιοδικό Πολιτικής και Πολιτισμικής Παρέμβασης


Σε εποχές που βασιλεύει το ψέμα, η διάδοση της αλήθειας είναι πράξη επαναστατική

» Διεθνή Θέματα
» Πολιτική-οικονομία
» Εθνικό-Mεταναστευτικό
» Τρομοκρατία
» Ορθοδοξία και κοινωνία
» ΜΜΕ
» Ιστορία
» Φιλοσοφία
» Παιδεία
» Τέχνες και γράμματα
» Ιδεολογικά ζητήματα


Τελευταίες Δημοσιεύσεις

Γιατί η Ελλάδα υποκύπτει εύκολα στην Πολιτική Ορθότητα και σ
Γενικές Συζητήσεις

Οι ακροδεξιοί Έγκελς, Μαρξ, Άρης Βελουχιώτης απαντούν στην Ι
Πολιτική - Oικονομία

Το ελληνικό πολιτικό τοπίο «θέλει το Γερμανό του»;
Πολιτική - Oικονομία

κύρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης_ Η γλυκοφιλούσα-εξοχική λαμπρή-
Ορθοδοξία - Κοινωνία

Η πολιτική ορθότητα εναντίον Πολάκη, η ανδροφοβία/μισανδρισμ
Πολιτική - Oικονομία

Ολυμπιακοί και Νέα Αριστερά
Γενικές Συζητήσεις

Τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών, η χρεωκοπία της «Αριστεράς
Πολιτική - Oικονομία

Προεόρτια και Παρελκόμενα εισαγωγής τηςακυρωτικής κουλτούρας
Πολιτισμός-Παιδεία-Γλώσσα

Στην Ελλάδα καλλιεργείται ένας ψυχωτικού τύπου αντιρωσισμός
MME - Τρομοκρατία - Μ.Κ.Ο.

Στην Ελλάδα καλλιεργείται ένας ψυχωτικού τύπου αντιρωσισμός
Καταγγελίες

Μαρία Καρυστιανού: Στηρίζεται και επιβραβεύεται η διαφθορά
Καταγγελίες

Εξ όνυχος τον Λέοντα
Χιούμορ - Σάτιρα

Το έγκλημα των αιώνων- Μπορεί να γίνει έναυσμα για πυρηνικό
Γεωπολιτική - Επιστήμη

Σταύρος Λυγερός - Το τριπλό χαστούκι των ψηφοφόρων στο πολιτ
Πολιτική - Oικονομία

Οι καλοί, οι κακοί και τα άσχημα της Ευρώπης που δεν θέλουμε
Γεωπολιτική - Επιστήμη

Στην Ελλάδα καλλιεργείται ένας ψυχωτικού τύπου αντιρωσισμός
MME - Τρομοκρατία - Μ.Κ.Ο.

H ελπίδα που τρεμοσβήνει, η Ελλάδα που παριστάνει την Μαρία
Πολιτική - Oικονομία

Trans to Trash: Ένα σκουπίδι δρόμος...
Πολιτισμός-Παιδεία-Γλώσσα

Ο Γεραπετρίτης έριξε το σύνθημα για τις Πρέσπες του Αιγαίου:
Εθνικό - Μεταναστευτικό

Ο Πούτιν, για την υποταγή της ΕΕ στις ΗΠΑ...
Γεωπολιτική - Επιστήμη

ΕΠΕΤΕΙΟΣ! Η Γενοκτονία των Ποντίων...
Ιστορία - Φιλοσοφία

Ειρήνη Μαρούπα: Η απόφαση για το Μάτι, επιτομή της θεσμικής
Καταγγελίες

Γάμους ομοφυλόφιλων η απαίτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Πολιτική - Oικονομία

Η αποκρουστικά αμφιλεγόμενη όψη της Ελλην. Διπλωματίας
Γεωπολιτική - Επιστήμη

Όταν ο κυρ-Παντελής ψάχνει πολιτικά τον εαυτό του...
Ορθοδοξία - Κοινωνία

Η διαφαινόμενη ήττα της Ουκρανίας γίνεται ήττα της Δύσης
Γεωπολιτική - Επιστήμη

Η άθλια στάση της Ελληνικής Κυβέρνησης απέναντι στη Ρωσία
Πολιτική - Oικονομία

1821... στην κλίνη της παραχάραξης & αφυδάτωσης...
Καταγγελίες

Η Επανάσταση του ΄21 υπό διωγμό και η αποδόμηση της Ιστορίας
Ιστορία - Φιλοσοφία

"Ξεπλένουμε" την Τουρκία! Κανονικά πια...
Εθνικό - Μεταναστευτικό

«Woke culture»: Αφύπνιση; Ή ο πλήρης εκφασισμός;
Πολιτισμός-Παιδεία-Γλώσσα

Διαμαρτυρία για την Αφίσα διαφήμισης Ντοκιμαντέρ
Ορθοδοξία - Κοινωνία

Η αντι/Ρωσική υστερία προετοιμάζει τον Πυρηνικό όλεθρο
Γεωπολιτική - Επιστήμη

Μαρίνος Αντύπας: Ο Χριστιανός επαναστάτης της αγάπης
Ιστορία - Φιλοσοφία

Δήμος Μούτσης: Θα σου πάρω βιολιά κι ένα ντέφι γλυκό να σου
Πολιτισμός-Παιδεία-Γλώσσα

Tέμπη ένας χρόνος μετά, το δεύτερο έγκλημα! Παναγιώτης Γερογ
Καταγγελίες

Τα Τέμπη ως οδηγός συνειδητοποίησης
Πολιτική - Oικονομία

«Γάμος» Ομοφυλόφιλων, μία προσέγγιση στο θέμα
Ορθοδοξία - Κοινωνία

Κοιμήθηκε ο αγωνιστής π. Βασίλειος Βολουδάκης
Ορθοδοξία - Κοινωνία

H Ευρωπαϊκή Αγροτική Εξέγερση
Πολιτική - Oικονομία

ΠΕΡΙ ΣΙΩΝΙΣΤΩΝ ΝΕΟ-ΝΑΖΙ
Καταγγελίες

ΟΙ ΑΓΡΟΤΕΣ ΣΤΑ ΜΠΛΟΚΑ - ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΓΙΑ ΝΕΟ ΚΙΛΕΛΕΡ
Καταγγελίες

Ο συβαριτισμός της φτώχειας και η στρατηγική της Ελίτ
Πολιτική - Oικονομία

Fatih Terim: Γιατί Ήρθε στην Ελλάδα ο Αδαής Νταής των Γηπέδω
Γενικές Συζητήσεις

Η ιδιωτικοποίηση της Παιδείας τμήμα του σχεδίου της Υπερεθνι
Πολιτισμός-Παιδεία-Γλώσσα

Μακαριστός π. Ιωάννης Ρωμανίδης*: Η σοδομιτική αμαρτία ήταν
Ορθοδοξία - Κοινωνία

Καμιά νομιμοποίηση του "δικαιωματισμού"
Πολιτική - Oικονομία

Οι Στόχοι της γενικής επίθεσης της Υπερεθνικής Ελίτ
Γεωπολιτική - Επιστήμη

Πούτιν: «Ήμουν αφελής σχετικά με τη Δύση»
Γεωπολιτική - Επιστήμη

Ο αυτοχειριασμός του 41% - Ελληνική δυστοπία,κατατονία
Πολιτική - Oικονομία

[Το βιβλίο της ΣΤ΄ Δημοτικού]

Γράφει: Η Δώρα Μόσχου

Με αφορμή το νέο βιβλίο ιστορίας της ΣΤ` Δημοτικού έχει εγερθεί, το τελευταίο διάστημα, μια μεγάλη συζήτηση σχετικά με το πώς πρέπει να γράφεται και να διδάσκεται η ιστορία. Η συζήτηση αυτή έχει διευρυνθεί – λόγω και των γενικευμένων αντιδράσεων απέναντι στο βιβλίο – και έχει συμπεριλάβει και άλλα ζητήματα, όπως, για παράδειγμα, ποιος έχει το δικαίωμα να ασχολείται με την ιστορία, να μαθαίνει την ιστορία, ακόμα και να κρίνει την ιστορία.

Εάν μείνει κανείς σε μια επιφανειακή ανάγνωση της διαμάχης (κάτι περισσότερο, κατά τη γνώμη μας: της διαπάλης) που έχει ξεσπάσει το τελευταίο διάστημα γύρω από το εν λόγω πόνημα ρεκτών ιστορικών, θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για ένα προοδευτικό βιβλίο, ένα βιβλίο που προάγει με τρόπο απλό και εύληπτο από δωδεκάχρονα παιδιά την ιστορική γνώση σε βάθος – τη γνώση της ιστορίας των δομών – και ότι απέναντί του έχει συσπειρωθεί ό,τι αντιδραστικότερο διαθέτει η ελληνική κοινωνία[1]. Μία όμως δεύτερη, προσεκτικότερη ανάγνωση τόσο του ίδιου του βιβλίου, όσο και της απολογητικής ρητορείας των συγγραφέων και υποστηρικτών του, θα αποκαλύψει μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα.

Να το πούμε από την αρχή: το βιβλίο της ιστορίας της ΣΤ` Δημοτικού είναι ένα κακό βιβλίο. Είναι ένα κακό βιβλίο όχι γιατί «καταρρίπτει τα στερεότυπα της εθνικής ιστοριογραφίας» (όπως επαίρονται ότι κάνει οι υποστηρικτές του), αλλά για πολλούς άλλους λόγους τους οποίους, κατ` αρχήν επιγραμματικά, θα παραθέσουμε αμέσως παρακάτω, επιχειρώντας, αμέσως μετά, μια πιο αναλυτική τους προσέγγιση:

1) Το βιβλίο είναι παιδαγωγικά κακό και αμέθοδο: συμπυκνώνει μία τεράστια ιστορική περίοδο (600 περίπου χρόνων, μέσα στα οποία συντελέστηκαν οι μεγαλύτερες, κοσμοϊστορικές αλλαγές της ανθρώπινης ιστορίας) σε 140 περίπου σελίδες, με αποτέλεσμα να δίνει πληροφορίες ελλιπείς, ή τόσο συμπυκνωμένες ώστε τελικά να εμπεριέχει σοβαρά λάθη – αν τελικά μπορούν να θεωρηθούν ως τέτοια.

2) Από πολλούς θεωρείται ως μεγάλο του προσόν η πλούσια (όντως) εικονογράφηση και η παράθεση αποσπασμάτων από πηγές, καθώς και οι ασκήσεις που θέτει στους μαθητές. Ωστόσο, αν ανοίξει κανείς το βιβλίο σε μια τυχαία σελίδα του, θα κουραστεί από τη διάσπαση της ύλης – και θα δει ότι, με την κατανομή αυτή, δεν διευκολύνεται ο μαθητής να συγκροτήσει συνεχή, αφηγηματικό λόγο.

3) Σαφώς σημαντικότερο πρόβλημα είναι η ιστορική μεθοδολογία που έχουν ακολουθήσει οι συγγραφείς και, συνακόλουθα, ο ιδεολογικός τους προσανατολισμός (κι ας ορκίζονται στο όνομα της … καθαρής επιστήμης). Σε αυτό το ζήτημα θα αναφερθώ αναλυτικά αμέσως παρακάτω.

4) Σύμφωνα με τη μεθοδολογία και την ιδεολογία των ρεκτών συντακτών του, το βιβλίο πάσχει από … επιλεκτική μνήμη: θυμάται και … ξεχνά γεγονότα, δομές, πρόσωπα, κινήματα, ενίοτε και … ολόκληρες χώρες, κατά το δοκούν.

Σε πρόσφατο αφιέρωμα της εφημερίδας «το Βήμα» στο εν λόγω βιβλίο, η φανατική υποστηρίκτριά του, ιστορικός κυρία Χριστίνα Κουλούρη, επιχειρεί να απαντήσει – με ορισμένη μετριοπάθεια, είναι αλήθεια – σε μία από τις βασικότερες αιτιάσεις που έχουν απευθύνει εναντίον του πολλοί κύκλοι, διαφορετικών πολιτικών και ιδεολογικών προσανατολισμών: στο γεγονός ότι το βιβλίο υποβαθμίζει ποικιλοτρόπως τη μεγάλη επανάσταση των ελλήνων του 1821, ενώ περιγράφει με ήπιους χαρακτηρισμούς και όρους «πολιτικής ορθότητας» τα δεινά των ελλήνων της Σμύρνης, κατά τη Μικρασιατική καταστροφή. Η κα Κουλούρη λοιπόν – συμπυκνώνουμε την κεντρική ιδέα των λόγων της – ισχυρίζεται ότι υπάρχουν δύο τάσεις στη σύγχρονη σχολική ιστοριογραφία και ότι το βιβλίο προσπάθησε να κινηθεί ανάμεσά τους. Η μία τάση – κατά την κα Κουλούρη πάντα – είναι η παραδοσιακή, η «συντηρητική», εκείνη η οποία δίνει ιδιαίτερο βάρος στα πολεμικά γεγονότα, στις συγκρούσεις μεταξύ των εθνών και των εθνών – κρατών. Πρόκειται – σύμφωνα πάντα με την άποψη της συγγραφέως – για μια ιστοριογραφία που αναπαράγει το μίσος και τις συγκρούσεις ανάμεσα στους λαούς. Γι` αυτόν ακριβώς το λόγο – μαθαίνουμε από το άρθρο – η UNESCO έδωσε κατευθύνσεις, σύμφωνα με τις οποίες τα σχολικά βιβλία θα πρέπει να ασχολούνται περισσότερο με το πεδίο της οικονομίας, των κοινωνικών δομών, ή της καθημερινής ζωής του παρελθόντος, ώστε να μην αναπαράγονται τα «εθνικά στερεότυπα» και να μη «συντηρείται το μίσος». Η κα Κουλούρη αποδέχεται τη μέση οδό: ούτε μία ιστορία πλήρως «καθαρμένη» από πολεμικά ή εν γένει βίαια γεγονότα, ούτε όμως και μία ιστοριογραφία που οι σελίδες της να «στάζουν αίμα». Καταλήγει μάλιστα με την αποστροφή ότι τα βιβλία πολλών δυτικοευρωπαϊκών χωρών (φέρνει ως παράδειγμα τη Γαλλία και τη Γερμανία) «δεν στάζουν πια αίμα», «χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι Γάλλοι ή οι Γερμανοί αγαπούν λιγώτερο την πατρίδα τους».

Πολλά θα είχε να αντιτείνει κανείς σε αυτούς τους συλλογισμούς. Κατ` αρχήν, δεν μπορούμε να μπούμε στη λογική της επιλογής ανάμεσα στη «μία ή την άλλη» ιστορία. Η κινητήρια δύναμη της ιστορίας, σύμφωνα με τον ιστορικό υλισμό, είναι η πάλη των τάξεων, η οποία διεξάγεται στο πεδίο των μεταβολών της οικονομικής βάσης κάθε κοινωνίας – της βάσης η οποία συγκροτείται από τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής – τις σχέσεις ιδιοκτησίας. Τα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα αποτελούν το τελικό αποκρυστάλλωμα, την τελική συμπύκνωση της εξέλιξης των οικονομικών δομών/ Αλλά και – σε τελευταία ανάλυση, όπως προσφυώς αναφέρει ο Ένγκελς – το αίτιο κάθε πολιτικού ή στρατιωτικού γεγονότος είναι οικονομικό – ανάγεται ακριβώς στη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και στις σχέσεις παραγωγής. Πώς λοιπόν μπορούμε να αποσπάσουμε τη «μια» από την «άλλη» ιστορία και να επιλέξουμε ποιάς τη διδασκαλία θα προκρίνουμε στο δημόσιο σχολείο;

Υπάρχουν ωστόσο σε αυτή την τοποθέτηση και άλλες, εξαιρετικά σοβαρές πλευρές. Πάντα σύμφωνα με τον ιστορικό υλισμό, «η βία είναι η μαμή της ιστορίας». Δεν υπάρχει, στην ιστορία της ανθρωπότητας, κίνημα εθνικοαπελευθερωτικό ή ταξικό – κοινωνικό, που να έχει τελεσφορήσει, που να έχει επιφέρει τη ρήξη με το παλιό και την οικοδόμηση του καινούργιου, χωρίς τη χρήση βίας. Ακόμη περισσότερο: δεν υπάρχει ιστορική περίπτωση κατά την οποία η κυρίαρχη τάξη – ή ο επικυρίαρχος ενός έθνους υπό κατοχή – να μην έχει ασκήσει βία για να διαιωνίσει την εξουσία του. Από αυτή την άποψη, δεν είναι τα βιβλία ιστορίας που «στάζουν αίμα» και που παράγουν το μίσος: είναι οι ίδιες οι υλικές, ιστορικές συνθήκες κάθε εποχής και κάθε σύγκρουσης. Και για να τελειώνουμε με αυτή την επιχειρηματολογία: είναι άραγε ίδια η πολεμική ιστορία της Γαλλίας ή της Γερμανίας (χωρών με πρωτεύουσα θέση στο σύστημα του ιμπεριαλισμού, παλαιές αποικιακές δυνάμεις, η δεύτερη από τις οποίες έχει εξαπολύσει δύο παγκοσμίους πολέμους), με την αντίστοιχη της Ελλάδας; Ενός έθνους – κράτους που δημιουργήθηκε μετά από μία μεγάλη επανάσταση και που, σε κάθε περίπτωση, πληρώνει την ενδιάμεση και εξαρτημένη θέση της στο σύστημα;

Αλλά και ο έτερος των υποστηρικτών του βιβλίου, πανεπιστημιακός κος Αντώνης Λιάκος, καθώς και η υπεύθυνη της συγγραφικής ομάδας, κα Μαρία Ρεπούση, συμμετέχουν με άρθρα τους στο αφιέρωμα της καλής εφημερίδας. Το άρθρο του κυρίου Λιάκου, κοσμείται με φωτογραφία καλογραιών που διαδηλώνουν για το θέμα των ταυτοτήτων (εντελώς άσχετη με το θέμα, που επιχειρεί απλώς να υποδηλώσει ότι όλοι οι επικριτές του βιβλίου είναι του … ιδίου φυράματος), ενώ ο κύριος καθηγητής, με ατράνταχτη επιστημονική επιχειρηματολογία και τακτ που προσιδιάζει σε προοδευτικό λόγιο χαρακτηρίζει ψυχωσικούς όλους όσους έχουν εκφράσει τις αντιρρήσεις τους για το εν λόγω πόνημα. Από τα δύο άρθρα, μαθαίνουμε επίσης ότι «η ιστορία είναι η γνωριμία με το ξένο, το διαφορετικό» αλλά και «οι πολλαπλές προσλήψεις της πραγματικότητας». Πρόκειται για τη μεταμοντέρνα αντίληψη της ιστορίας (η οποία, στην πραγματικότητα, είναι εντελώς ιδεαλιστική και μεταφυσική, άρα αντιδραστική) σύμφωνα με την οποία η ιστορία δεν είναι επιστήμη και δεν διέπεται από νομοτέλειες: είναι αφήγηση και, όσες επί μέρους αφηγήσεις υπάρχουν για ένα ιστορικό συμβάν, τόσες είναι και οι ιστορικές πραγματικότητες! Ήτοι, αντικειμενική πραγματικότητα, περιγράψιμη από τον ιστορικό δεν υπάρχει!

Πέρα από το θεωρητικό μέρος, πιστεύουμε ότι είναι χρήσιμο να περάσουμε σε παραδείγματα μέσα από το ίδιο το βιβλίο, που θα μας βοηθήσουν να αντιληφθούμε πώς ακριβώς μεταφράζονται σε ιστορική αφήγηση οι «πολλαπλές προσλήψεις της πραγματικότητας». Το βιβλίο ξεκινά με το κεφάλαιο «Η γένεση των νεώτερων χρόνων», στο οποίο κατορθώνει να συμπυκνώσει σε μισή περίπου σελίδα την Αναγέννηση και τη θρησκευτική Μεταρρύθμιση. Ορίζει ως Αναγέννηση την καλλιτεχνική και πνευματική κίνηση που ξεκινά από την Ιταλία το 14ο αιώνα και, μέχρι το 16ο, εξαπλώνεται σε όλη την Ευρώπη. Αυτή όμως η κίνηση είχε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό φορέα, την ανερχόμενη αστική τάξη και τις αναπτυσσόμενες καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής: αυτή η πλευρά της Αναγέννησης (η ουσιαστική, κατά τη γνώμη μας) είναι απολύτως εξαφανισμένη από το βιβλίο. Δεν μπορούμε ακόμα να αφήσουμε ασχολίαστη την ακόλουθη πρόταση: «Μέσα σε μια ατμόσφαιρα χαράς, δημιουργούν σπουδαία έργα ζωγραφικής, γλυπτικής, αρχιτεκτονικής και λογοτεχνίας».Όποιος βέβαια έχει διαβάσει τη Θεία Κωμωδία του Δάντη (και ιδιαίτερα τη ζοφερή Κόλαση) όπου, μεταξύ άλλων, αποτυπώνεται η διαπάλη ανάμεσα στις ιταλικές πόλεις, αλλά και οι σκληρές πολιτικές έριδες στην πατρίδα του, Φλωρεντία, αντιλαμβάνεται ότι αυτή η χαρά δεν είναι τόσο γενικευμένη. Για να μην αναφερθούμε στο Δεκαήμερο του Βοκκάκιου, όπου τις πραγματικά σκαμπρόζικες ιστορίες υποτίθεται ότι αφηγείται μία παρέα που έχει καταφύγει στην εξοχή, για να γλιτώσει από το μιασματικό αέρα της πανωλόβλητης Φλωρεντίας …

Οξεία ταξική και πολιτική διαπάλη ανάμεσα στην αριστοκρατία και την αστική τάξη – οπωσδήποτε προοδευτική την εποχή αυτή. Πόλεμοι και κατακτήσεις των νέων χωρών που διεξάγονται με αγριότητα όχι λιγώτερη από αυτή του Μεσαίωνα: γενικευμένες επιδημίες: ληστρικές μέθοδοι συσσώρευσης, που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, και την πειρατεία. Η Αναγέννηση, όπως κάθε τι καινούργιο, φέρνει οπωσδήποτε μαζί της ένα νέο, προοδευτικό, φιλελεύθερο σε σχέση με τα μεσαιωνικά χρόνια πνεύμα, αλλά φέρνει μαζί της και όλα τα παραπάνω, όπως, σε τελευταία ανάλυση, κάθε εποχή μετάβασης από τον ένα κοινωνικό – οικονομικό σχηματισμό στον επόμενο. Δεν ισχυριζόμαστε ότι με αυτήν ακριβώς την ορολογία θα πρέπει να διδάσκεται η ιστορία της περιόδου σε δωδεκάχρονα παιδιά, Αλλά και αυτή η «ατμόσφαιρα χαράς» και η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στις κοινωνικές δομές και στον ταξικό φορέα της Αναγέννησης, μάλλον δεν ανταποκρίνεται στην επιστημονικότητα του πονήματος για την οποία κόπτονται οι ρέκτες συντάκτες του…

Στην επόμενη σελίδα του βιβλίου (σελ. 3), όπου παρατίθενται οι πηγές, παρατίθεται απόσπασμα από έργο του καρδινάλιου Βησσαρίωνα, για τον οποίο και διαβάζουμε παραπλεύρως τα ακόλουθα: «Βυζαντινός λόγιος, Επίσκοπος Νίκαιας. Μαθητής του φιλόσοφου Πλήθωνα Γεμιστού.[2] Συμμετέχει στη Σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας (1438) και είναι υποστηρικτής της ένωσης των δύο εκκλησιών. Πριν από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης εγκαθίσταται στην Ιταλία. Εργάζεται για την οργάνωση Σταυροφοριών εναντίον των Οθωμανών. Συμβάλλει στη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού στη Δύση, κάνοντας γνωστούς τους αρχαίους έλληνες συγγραφείς. Προσφέρει τη βιβλιοθήκη του, που περιέχει σημαντικά βιβλία και χειρόγραφα, στην πόλη της Βενετίας».

Λαμπρά. Μόνο που, εκτός όλων αυτών, ο Βησσαρίων έγινε και κάτι άλλο: καθολικός και μάλιστα αναδείχτηκε σε καρδινάλιο της καθολικής εκκλησίας (και δύο φορές υποψήφιος Πάπας). Για κάποιο λόγο, μη άμεσα κατανοητό σε μας, το γεγονός δεν αναφέρεται ποτέ …

Στη σελίδα 8 (και αφού γίνεται προηγουμένως εκτεταμένη αναφορά στις Ανακαλύψεις) το βιβλίο αναφέρεται στον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό. Όπως και στην περίπτωση της Αναγέννησης, απουσιάζει και εδώ επιδεικτικά ο κοινωνικός φορέας του Διαφωτισμού – η ώριμη πια αστική τάξη που διεκδικεί και την πολιτική εξουσία από τους ευγενείς. Στο ίδιο κεφάλαιο, στο «γλωσσάριο», που ακολουθεί κάθε φορά το κυρίως κείμενο, μαθαίνουμε ότι «φιλόσοφοι» ονομάζονται οι «φορείς του Διαφωτισμού», ωσάν να μην υπήρξαν πριν και μετά φιλόσοφοι, στην ιστορία της ανθρωπότητας, από τον Ηράκλειτο, μέχρι το Μαρξ και τους σύγχρονους …

Στη σελίδα 11, περνάμε στη μεγάλη Γαλλική Επανάσταση του 1789. Και βέβαια απουσιάζει και εδώ ο φορέας της: η αστική τάξη. Στο βιβλίο παρατίθεται η παραδοσιακή, θεσμοθετημένη διαίρεση των τάξεων («Ευγενείς», «κλήρος», «Τρίτη Τάξη») η οποία δεν είναι επιστημονικά έγκυρη, χωρίς να διευκρινίζεται η ιστορικότητά της.[3] Η ερμηνεία που δίνεται στο «γλωσσάριο» για την Τρίτη Τάξη είναι η ακόλουθη: «Η μεγάλη πλειοψηφία του γαλλικού λαού που δεν είναι ευγενείς ή κληρικοί». Αποσιωπάται δηλαδή το γεγονός ότι, στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα μπλοκ κοινωνικών δυνάμεων (αστοί, μικροαστικά στρώματα, υπό διαμόρφωση προλεταριάτο) που έχουν αντιφατικά συμφέροντα μεταξύ τους, αλλά τις ενώνει το μίσος για το λεγόμενο «Παλαιό Καθεστώς», για τούτο και ενώνονται υπό τη σημαία της αστικής τάξης. Στο ίδιο κεφάλαιο, μαθαίνουμε ότι δημιουργείται «μια δικαιότερη εποχή, όχι όμως για όλους. Μεγάλες ομάδες ανθρώπων, όπως είναι οι γυναίκες, αποκλείονται από τα ίσα δικαιώματα». Και τα πληβειακά στρώματα, τα οποία, στο κάτω – κάτω σήκωσαν και το βάρος των θυσιών της επανάστασης και έδωσαν τη δική τους, ιστορικά πρόωρη μάχη, το 1793 – 1794, κατά τη διάρκεια της λαϊκής, επαναστατικής δικτατορίας των Γιακωβίνων; Τι γίνεται με αυτούς; Τι γίνεται με την εγγενή αντίθεση ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη; Αλλά ήδη έχει διαπιστωθεί ότι η λέξη «τάξη» προκαλεί ορισμένη αλλεργία στους συντάκτες του εγχειριδίου μας.

Επιπροσθέτως: τα παιδιά δεν μαθαίνουν απολύτως κανένα από τους μεγάλους γάλλους επαναστάτες. Θα ήταν υπερβολικό, σε μια τέτοια θεώρηση της ιστορίας, να απαιτήσουμε την παράθεση του ονόματος τουλάχιστον του Μαξιμιλιανού Ροβεσπιέρου, αυτού του δάσκαλου της επανάστασης. Το μόνο όνομα που ανθολογείται είναι της Ολυμπίας ντε Γκουζ, που συνέταξε τη «Διακήρυξη των Δικαιωμάτων της Γυναίκας και της Πολίτισσας». Το κείμενο του εγχειριδίου υπαινίσσεται ότι αυτή της η ενέργεια την οδήγησε στη λαιμητόμο το 1793 – και όχι η ιστορικά πιστοποιημένη φιλομοναρχική, αντεπαναστατική της δράση! Και όμως, αν όντως το εγχειρίδιο είχε την πρόθεση να τιμήσει τη συμβολή των γυναικών στη Γαλλική Επανάσταση, θα μπορούσε να αναφερθεί στις λαϊκές γυναίκες του Παρισιού που μαζικά και μαχητικά ανάγκασαν τη βασιλική οικογένεια να εγκαταλείψει τις Βερσαλλίες και, γενικά, έφεραν σε πέρας πολλή από τη «βρώμικη δουλειά» της επανάστασης. Φαίνεται όμως ότι, εκτός από τη λέξη «τάξη» και η έννοια της μαζικής δράσης προκαλεί αλλεργία στους συγγραφείς μας …

Από τη σελίδα 16 και μετά, το βιβλίο ξεκινά την αφήγηση των ξενικών κυριαρχιών στον ελλαδικό χώρο. Ως κυριάρχους ορίζει τους Λατίνους και τους Οθωμανούς. Στο «γλωσσάριο» μαθαίνουμε ότι «Λατίνοι» είναι οι «Φράγκοι, Γενουάτες, Βενετοί». Γεγονός είναι ότι σήμερα επικρατεί στην ιστοριογραφία ο όρος «λατινοκρατία», για να περιγραφεί η κυριαρχία των παραπάνω στον ελλαδικό χώρο. Γιατί όμως «λατίνοι»; Στο γυμνάσιο και στο λύκειο, τα παιδιά θα ακούσουν να γίνεται λόγος για τα «λατινικά», ως γλώσσα της κλασικής Ρώμης, θα μάθουν για το Λάτιο, την ιστορική ευρύτερη περιοχή της σημερινής ιταλικής πρωτεύουσας. Το όνομα «λατίνος» όμως στο μεσαίωνα και στην πρώιμη Αναγέννηση, δίνεται από το Βυζαντινό κόσμο στους καθολικούς. Το δόγμα των κυριάρχων εξαφανίζεται εντελώς από το εγχειρίδιο – όπως και, λίγες σελίδες προηγουμένως, το γεγονός ότι το ασπάστηκε ο Βησσαρίων. Να υποθέσουμε ότι λόγοι πολιτικής ορθότητας – συνδεόμενης και με τον κακόηχο και έωλο όρο «πολυπολιτισμικότητα» - επιβάλλουν αυτή την εξαφάνιση; Πρέπει άραγε να είμαστε συμβατοί με τους – κατά μεγάλο μέρος καθολικούς – ευρωπαίους εταίρους μας; Και στο όνομα αυτής της συμβατότητας, πέρα από θεολογικές έριδες που καθόλου δεν μας αφορούν, να λησμονήσουμε ότι η καθολική εκκλησία και οι ιεραπόστολοι της propaganda fide[4] υπήρξαν βασικοί φορείς της οριστικής φεουδαρχοποίησης του ελλαδικού χώρου και συντέλεσαν τα μέγιστα στην όξυνση της καταπίεσης των ντόπιων πληθυσμών.

Στο ίδιο κεφάλαιο, γίνεται αναφορά στις κοινωνικές τάξεις των βενετοκρατούμενων ελληνικών περιοχών, με την ορολογία όμως που χρησιμοποιείται και στο κεφάλαιο για τη γαλλική επανάσταση. Ακόμα, στο «γλωσσάριο», διαβάζουμε τα ακόλουθα για την «αριστοκρατία»: «ομάδα ανώτερης κοινωνικής προέλευσης που κατέχει πλούτο και εξουσία». Εδώ θα είχαμε να παρατηρήσουμε πολλά: Τι σημαίνει, κατ` αρχήν, «ανώτερη κοινωνική προέλευση»; Η προέλευση είναι δεδομένη και καθορισμένη; Από ποιόν άραγε; Από τον … Ύψιστο; Κάτι ανάλογο με τη μοναρχία «ελέω θεού»; Η πραγματικότητα είναι διαφορετική: κοινωνική προέλευση (ταξική, για να είμαστε ακριβείς) μπορεί να έχει ένα άτομο, ανάλογα με την ταξική καταγωγή των γονιών του. Μία κοινωνική τάξη έχει κοινωνική θέση, ανώτερη ή κατώτερη, που καθορίζεται από τη σχέση της με τα μέσα παραγωγής. Εν προκειμένω, η αριστοκρατία καθορίζεται από την κατοχή μεγάλης γαιοκτησίας και την απόληψη του υπερπροϊόντος των εξαρτημένων καλλιεργητών. Στην περίπτωση ειδικώς της Βενετίας, η αριστοκρατία δεν καθορίζεται από την κατοχή γης και το ίδιο σύστημα επιβάλλεται και στις κτήσεις της. Ενδεχομένως βέβαια, όλα αυτά να είναι λεπτομέρειες που δεν έχει νόημα να διδαχθούν τα παιδιά του δημοτικού. Όμως, και ο ορισμός που δίνεται για την αριστοκρατία και τον οποίο παραθέσαμε προηγουμένως δεν είναι απλουστευτικός: είναι πέρα για πέρα και από κάθε άποψη λάθος.

Η περιγραφή της οθωμανικής κυριαρχίας στον ελλαδικό χώρο καταλαμβάνει αρκετές σελίδες του βιβλίου. Ωστόσο, αντικειμενικά ο χώρος δεν επαρκεί για να αναπτυχθούν οι αντιθέσεις και οι συγκρούσεις που διαμορφώνονται στο πλαίσιο της κυριαρχίας αυτής – και, βέβαια δεν λείπουν οι αβλεψίες και τα «λάθη». Εντοπίσαμε αρκετά – ενδεικτικά, κατά τη γνώμη μας – όχι τόσο στο κυρίως σώμα του κειμένου, αλλά στο γλωσσάριο, στις πηγές και τις ασκήσεις. Αποδελτιώνω ορισμένα εξ αυτών:

- Στη σελίδα 18, μαθαίνουμε ότι στη συνοικία Φανάρι της Κωνσταντινούπολης «δημιουργείται σταδιακά ισχυρή ελληνική συνοικία», δεν μαθαίνουμε όμως ποτέ ότι οι Φαναριώτες (τους οποίους το γλωσσάριο ορίζει ως έλληνες κατοίκους της συγκεκριμένης συνοικίας) ασχολούνται με δύο κυρίως πράγματα: τη διοίκηση και το εμπόριο. Στο γλωσσάριο εξ άλλου μαθαίνουμε ότι οι «Πρόκριτοι» αποτελούν την ανώτερη τάξη των ραγιάδων. Σύμφωνα με ποιόν ορισμό της τάξης; Τι δουλειά κάνουν οι πρόκριτοι;[5] Αλλά και ο ορισμός του πασά που δίνεται στην ίδια σελίδα είναι λάθος. Ως πασάδες ορίζονται «ανώτεροι αξιωματικοί του οθωμανικού στρατού». Ωστόσο, ο τίτλος του πασά δεν είναι μόνο στρατιωτικός αλλά και διοικητικός τίτλος και το πασαλίκι αποτελεί ταυτόχρονα διοικητική και στρατιωτική περιφέρεια.

Στη σελίδα 20, το γλωσσάριο της ενότητας «οικονομία και επαγγέλματα» βρίθει παραλείψεων και σφαλμάτων. Ο ορισμός που δίνεται για τους κολίγους είναι ο ακόλουθος: «γεωργοί στην υπηρεσία των τσιφλικάδων». Τίνι τρόπω άραγε τους υπηρετούν; Συγυρίζοντας τα σπίτια τους; Η σχέση παραγωγής που «δένει» τον καλλιεργητή με το χωροδεσπότη ή την καλλιεργούμενη γη απουσιάζει παντελώς. Τα τσιφλίκια, σύμφωνα με το βιβλίο, είναι «μεγάλες αγροτικές εκτάσεις». Σε ποιόν ανήκουν; Ποιοι τις καλλιεργούν, ποιοι νέμονται το προϊόν τους και πως αυτό διοχετεύεται στην παγκόσμια αγορά; Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι αυτές είναι εξειδικευμένες γνώσεις που δεν μπορούν να αφομοιωθούν από παιδιά της 6ης δημοτικού. Ωστόσο, υπάρχουν απλουστευμένες διατυπώσεις που θα μπορούσαν να καταστήσουν εύληπτες αυτές τις έννοιες στη συγκεκριμένη ηλικία. Αλλιώς, τι νόημα έχει η εξιστόρηση των δομών, όταν οι δομές αυτές εμφανίζονται μόνο ως ορολογία και όχι ως ουσία; Στην ίδια πάντα σελίδα, οι συντεχνίες είναι «οργανωμένα επαγγελματικά σωματεία». Με αυτό τον ορισμό, τα παιδιά θα θεωρήσουν ότι «συντεχνίες» είναι και τα σημερινά εργατικά συνδικάτα …

Στη σελίδα 18 του βιβλίου, διαβάζουμε τα ακόλουθα: «Σύμφωνα με τον Ισλαμικό Νόμο οι ορθόδοξοι χριστιανοί των κατακτημένων περιοχών αποτελούν αναγνωρισμένη πολιτική ομάδα. Ηγέτης τους είναι ο Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης και έχει ειδικά προνόμια». Αυτό είναι σωστό. Στη σελίδα 30 όμως, στο κεφάλαιο 8 («Η Οθωμανική αυτοκρατορία: ακμή και παρακμή»), διαβάζουμε, μεταξύ άλλων: «Οι Οθωμανοί με τον Ιερό Πόλεμο που διεξάγουν έχουν ως στόχο την εξάπλωση της ισλαμικής θρησκείας».

Μάλιστα. Τι συμβαίνει από τα δύο τελικά; Οι οθωμανοί σέβονται και αναγνωρίζουν τις άλλες, πλην μουσουλμανισμού, θρησκείες, ή προσπαθούν, με το Ιερό Πόλεμο, να εξαπλώσουν το Ισλάμ; Να αποδώσουμε την αντίφαση σε τρικυμία εν κρανίω των συντακτών του βιβλίου; Ή να γίνουμε κακοί και – με τον κίνδυνο να θεωρηθεί ότι διατυπώνουμε και ακολουθούμε θεωρίες συνωμοσίας – να υποπτευθούμε πολιτικές προθέσεις; Η ιστορική πραγματικότητα είναι ότι οι οθωμανοί υπήρξαν όντως ανεκτικοί απέναντι στις άλλες θρησκείες. Ο αντιδραστικός χαρακτήρας του καθεστώτος τους – που γίνεται όντως ασφυκτικός μετά το τέλος των κατακτήσεων – οφείλεται στο ότι οικοδομούν τη φεουδαρχία όταν ο υπόλοιπος κόσμος περνά στον καπιταλισμό, βρίσκονται δηλαδή ένα ιστορικό βήμα πίσω από τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτό αποτυπώνεται και στην ίδια τη διοίκηση που ασκείται με τρόπο απολυταρχικό και δεσποτικό. Πέρα από αυτό, οι κατακτήσεις και η επέκταση των οθωμανών γίνεται χωρίς τη χρήση του ιδεολογικού εργαλείου του «Ιερού Πολέμου», με τον ίδιο τουλάχιστον τρόπο που αυτό χρησιμοποιήθηκε από τους Άραβες κατά τον 7ο και 8ο αιώνα. Ενώ λοιπόν, σε γενικές γραμμές, το βιβλίο παρουσιάζει την οθωμανική κυριαρχία ως μάλλον ήπια, αποδίδει στους οθωμανούς ένα στοιχείο που δεν το είχαν. Κατά σύμπτωση, φορείς αυτού του στοιχείου σήμερα (και ανεξάρτητα από τη θέση που μπορεί να έχει κανείς απέναντί τους) αποτελούν βασικούς και δηλωμένους στόχους των κυρίαρχων δυνάμεων του ιμπεριαλιστικού συστήματος …

Στη σελίδα 32, αφιερωμένη στις «μορφές αντίστασης», αναφέρεται για πρώτη φορά η δράση των κλεφτών. Έχει ήδη γίνει αρκετή συζήτηση για την ακόλουθη φράση: «Μορφή ένοπλης αντίστασης θεωρείται και η δράση των κλεφτών», ειδικά για τη χρήση του ρήματος «θεωρείται». Θα συμφωνήσουμε απόλυτα με τους επικριτές αυτής της διατύπωσης. Η δράση των κλεφτών δεν «θεωρείται» αλλά είναι μορφή ένοπλης αντίστασης. Είναι άλλο πράγμα ο βαθμός συνειδητότητας των κλεφτών πριν από το 19ο αιώνα και την ωρίμανση της εθνικής συνείδησης. Εξ άλλου, το «συνειδητό» και το «αυθόρμητο» είναι τα δύο επίπεδα ανάπτυξης κάθε επαναστατικού κινήματος. Το «αυθόρμητο» αποτελεί το πρώτο επίπεδο εκδήλωσης της επαναστατικότητας των μαζών, εμπεριέχει το στοιχείο της αγανάκτησης και της οργής, αλλά όχι ακόμη της οργανωμένης και στοχοπροσηλωμένης πάλης. Για τούτο και εκφράζεται κάποτε ακόμα και με μεθόδους που δεν θα τις χαρακτηρίζαμε πολιτικές. Κατά τον ίδιο τρόπο, στο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, το φαινόμενο της ληστείας, ιδιαίτερα διαδομένο κατά το 19ο αιώνα, αποτελεί μια μορφή αντίστασης της – ένοπλης ακόμα, από τα χρόνια της επανάστασης – μικρής αγροτιάς, στη βίαιη προσπάθεια εξαστισμού της ελληνικής οικονομίας, που επιχειρείται από τους βαυαρούς. Όσον αφορά τους κλέφτες, σαφώς και η δράση τους αποτελεί αντίσταση κατά των δομών του οθωμανικού κράτους – και με την ωρίμανση της εθνικής συνείδησης στρέφεται ευθέως κατά της οθωμανικής κυριαρχίας και αποτελεί τη δύναμη κρούσης της επανάστασης. Και πάντως, η δυναμική που αναπτύσσουν οι κλέφτικες ομάδες, στην κατεύθυνση της αποσύνθεσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας γίνεται αντιληπτή αρκετά νωρίς και εκτός των συνόρων της: δεν είναι τυχαία η αναφορά του Μεγάλου Πέτρου, του Τσάρου της Ρωσίας, στους ηρωισμούς των κλεφτών.

Από τη σελίδα 42 μέχρι και τη σελίδα 59 (συμπεριλαμβανομένων των σελίδων που είναι αφιερωμένες στις πηγές) το βιβλίο αναφέρεται στη μεγάλη επανάσταση των ελλήνων του 1821. Οι σελίδες δεν είναι λίγες: ωστόσο, η διάταξη της ύλης γίνεται με τρόπο που, κατά τη γνώμη μας, δεν βοηθά το παιδί αυτής της ηλικίας να συγκροτήσει ενιαίο αφηγηματικό λόγο. Τα γεγονότα της επανάστασης εκτίθενται κατά κεφάλαιο όχι με βάση τη χρονολογική τους σειρά, αλλά με βάση τη θεματική τους συνάφεια (πχ. «Η στρατιωτική οργάνωση του Αγώνα», ή «Η πολιτική οργάνωση του αγώνα». Το αποτέλεσμα της τέτοιας διάταξης της ύλης είναι να εκτίθενται τα γεγονότα συμπυκνωμένα και αφαιρετικά, σε βαθμό υποβάθμισης. Και, βέβαια, και εδώ επικρατεί μία εντελώς επιλεκτική παρουσίασή τους, από κοινού με «αβλεψίες» και «λάθη». Ορισμένα παραδείγματα θα εκθέσω αμέσως παρακάτω.

Στη σελίδα 42 (στην ενότητα «Η στρατιωτική οργάνωση του αγώνα») προβληματισμό και αμηχανία δημιουργεί η ακόλουθη διατύπωση: «Τα σώματα των ατάκτων ακολουθούν τους οπλαρχηγούς στις στρατιωτικές επιχειρήσεις στη στεριά». Ως «σώματα ατάκτων» το γλωσσάριο ορίζει «ένοπλες ομάδες που δεν ελέγχονται από την κεντρική στρατιωτική διοίκηση». Η όλη διατύπωση δημιουργεί την εντύπωση ότι πρόκειται για ομάδες πλιατσικολόγων και όχι για κανονικό αντάρτικο στρατό. Στην επόμενη ενότητα («Πολεμικές επιχειρήσεις 1821 – 1824») ένα κομβικό, για την έκβαση της επανάστασης, γεγονός, η άλωση της Τριπολιτσάς, εμφανίζεται με πολύ μικρά γράμματα και εκτός κυρίως κειμένου, στο τέλος της σελίδας. Τα τελευταία χρόνια, έχει αναπτυχθεί ευρύτερα μια ορισμένη φιλολογία γύρω από το αν η άλωση της Τριπολιτσάς μπορεί να θεωρηθεί ως … έγκλημα πολέμου (!) από την πλευρά των επαναστατημένων ελλήνων. Αναμφισβήτητα, οι πορθητές της Τριπολιτσάς (έδρας, μέχρι το 1821, του Μόρα Βαλεσί, του οθωμανού διοικητή του Μοριά) δεν φέρθηκαν με το γάντι στους πολιορκημένους μετά την κατάληψη της πόλης. Ωστόσο, πίσω από όλη αυτή τη φιλολογία, κρύβεται, κατά τη γνώμη μας, ένα κεντρικό ερώτημα που απασχολεί, όχι μόνο την ιστοριογραφία, αλλά και τις πολιτικές εκτιμήσεις και κρίσεις για το σήμερα και για το αύριο της ανθρωπότητας: ο κυριαρχούμενος, η εθνικά ή και κοινωνικά υπόδουλος έχει δικαίωμα στην άσκηση βίας απέναντι στον κυρίαρχο; Και, ιστορικά και πολιτικά, μπορούμε να βάλουμε το ίδιο πρόσημο στη βία του κυριάρχου και στη βία του κυριαρχούμενου; Τελικά, μήπως το διακύβευμα όλης αυτής της συζήτησης (που, εν προκειμένω, την πληρώνει ο … Κολοκοτρώνης) είναι το δικαίωμα στην άσκηση επαναστατικής βίας;

Στη σελίδα 46, (ενότητα: «Οι πολεμικές επιχειρήσεις: 1825 – 1827»), γίνεται αναφορά στα δύσκολα χρόνια της επανάστασης, μετά την εισβολή του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο και την τραγική έκβαση της πολιορκίας του Μεσολογγίου. Σε αυτό το κεφάλαιο, πέρα από την πολυσυζητημένη «ήπια» περιγραφή της πολιορκίας και της Εξόδου, θα είχαμε να προσθέσουμε δύο παρατηρήσεις. Μία από τις σημαντικότερες μορφές της ελληνικής επανάστασης, ο μακράν ικανότερος περί τα στρατιωτικά ηγέτης της και εκπρόσωπος των πιο πληβειακών στρωμάτων που συμμετείχαν σε αυτή, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, έχει μία μάλλον υποβαθμισμένη θέση στο βιβλίο. Επίσης, αποσιωπούνται οι συνθήκες και τα αίτια του θανάτου του, που συνδέονται άρρηκτα με την παρουσία των άγγλων στρατιωτικών (Τσωρτς και Κόχραν) ως «οργανωτών» των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων και με την αντιπαράθεσή του μαζί τους. Αλλά και ένα άλλο, σημαντικότατο γεγονός που υποδηλώνει τη δυναμική της επαναστατικής βίας αποσιωπάται: η τακτική του «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους» που ακολούθησε ο Κολοκοτρώνης, μετά την επέμβαση του Ιμπραήμ, στα προσκυνημένα χωριά της Πελοποννήσου. Αυτή εξ άλλου η τακτική βοήθησε ώστε να διατηρηθούν στην Πελοπόννησο κάποιες εστίες αντίστασης, όπως και το ίδιο το βιβλίο παραδέχεται.

Θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς ότι μία τέτοια πληροφορία είναι ίσως πολύ σκληρή για δωδεκάχρονα παιδιά. Ωστόσο, δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στον παλιό συγγραφέα παιδικής λογοτεχνίας Τάκη Λάππα (απόγονο αγωνιστών του `21 και, όπως πρόσφατα πληροφορηθήκαμε, εξ αγχιστείας συγγενή της Σοφίας Μαυροειδή – Παπαδάκη, της στιχουργού του ύμνου του ΕΛΑΣ) που έχει συγγράψει πλήθος βιογραφιών των ηρώων του `21 για παιδιά και που δεν αποκρύπτει καθόλου το γεγονός, αλλά το παρουσιάζει με εύληπτο, αφηγηματικό τρόπο, χωρίς να σοκάρει το παιδί – αναγνώστη, αλλά, αντίθετα, βοηθώντας το να γνωρίσει και να στοχαστεί πάνω σε ορισμένες λιγώτερο «ελκυστικές» πλευρές της μεγάλης επανάστασης των ελλήνων.

Οι σελίδες 50 και 51 είναι αφιερωμένες στις μορφές της επανάστασης. Σε αυτό το κεφάλαιο θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε πολλά και, κατά τη γνώμη μας, σημαντικά.

Τα ονόματα των οπλαρχηγών και των πολιτικών παρατίθενται το ένα δίπλα στο άλλο, χωρίς ιεράρχηση και ανάλυση. Δίπλα στο γλωσσάριο, παρατίθενται, σε ίση θέση, δύο πολύ μικρά βιογραφικά σημειώματα για τον Κολοκοτρώνη (ως εκπρόσωπο των στρατιωτικών μορφών της επανάστασης) και τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο (ως εκπρόσωπο των πολιτικών). Αξίζει, κατά τη γνώμη μας, να παρατεθούν τα δύο βιογραφικά, όπως ακριβώς έχουν:

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
(1770 -1843)

Ο Γέρος του Μοριά, η σημαντικότερη στρατιωτική φυσιογνωμία του Αγώνα. Συμμετέχει σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις και ανακηρύσσεται Αρχιστράτηγος του Μοριά. Ηγείται, από το 1822, του σώματος των οπλαρχηγών και συμμετέχει και στην πολιτική οργάνωση του Αγώνα.

Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος
(1781 – 1866)

Φαναριώτης πολιτικός και αγωνιστής που συμμετέχει ενεργά στην πολιτική οργάνωση του Αγώνα. Συμμετέχει στη σύνταξη του Συντάγματος της Επιδαύρου και καταλαμβάνει σημαντικές θέσεις στην κεντρική εξουσία.

Μετά από την παράθεση των παραπάνω στοιχείων, οι μαθητές καλούνται να συζητήσουν για τη συμβολή στον Αγώνα των δύο βιογραφουμένων. Τι είδους άραγε πληροφορίες έχουν όμως δοθεί στα παιδιά από αυτά τα εξαιρετικά σύντομα σημειώματα και τι είδους κριτήρια έχουν διαμορφώσει; Η παρουσίαση αυτή οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η συμβολή και των δύο ανδρών ήταν εξ ίσου σημαντική και ποιοτικά παρεμφερής, απλώς ο ένας πολεμούσε και ο δεύτερος διοικούσε. Είναι όμως έτσι; Οι δύο άνδρες εκφράζουν, μέσα στο μπλοκ των επαναστατικών δυνάμεων, τα ίδια κοινωνικοταξικά συμφέροντα; Ουδείς αμφισβητεί τις πολιτικές ικανότητες του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου. Ο Νίκος Σβορώνος, μάλιστα, τον αποκαλεί «επιφανέστερο πολιτικό της επανάστασης». Ουδείς ωστόσο επίσης αμφισβητεί τον φιλοαγγλικό προσανατολισμό της πολιτικής του (αντανάκλαση, σε επίπεδο προσώπων, των συμμαχικών επιλογών της καθοδηγητικής δύναμης της επανάστασης, της υπό διαμόρφωση αστικής τάξης, η οποία ήδη τελούσε σε μία ετεροβαρή και πολύ στενή σχέση με το αγγλικό κεφάλαιο), καθώς και τις μηχανορραφίες του και τη διαρκή διαπάλη του με τους αγωνιστές, τους εκπροσώπους της αγροτιάς και των άλλων πληβειακών στρωμάτων. Όσον αφορά δε το Γέρο του Μοριά, πουθενά, σε ολόκληρο το βιβλίο, δεν μαθαίνουμε επί μέρους αλλά όχι ασήμαντες πλευρές της στρατιωτικής και πολιτικής του δράσης, που συνεχίζεται και μετά τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους. Ούτε και γίνεται αργότερα, στην πολύ σύντομη εξιστόρηση της βασιλείας του Όθωνα και της βαυαροκρατίας, ότι ο Κολοκοτρώνης καταδικάστηκε σε θάνατο από τη βαυαρική διοίκηση και ότι πήρε χάρη από τον Όθωνα, που φοβήθηκε τη λαϊκή κατακραυγή…

Στην επόμενη σελίδα, στην ενότητα «Μαθητεία στην Ιστορία», που συνοδεύει κάθε κεφάλαιο, οι συγγραφείς έχουν προχωρήσει στην παρουσίαση δύο γυναικείων προσωπικοτήτων της επανάστασης, διευκρινίζοντας ότι επιχειρούν μία «αναβάθμιση» της παρουσίας της γυναίκας στην ιστοριογραφία. Πώς εννοούν αυτή την «αναβάθμιση»; Παραθέτουν τα σύντομα βιογραφικά της Μαντώς Μαυρογένους και της Δόμνας Βισβίζη. Κατά καιρούς, οι ρέκτες συγγραφείς έχουν μάλιστα διατυπώσει την άποψη ότι περιορίστηκε η παρουσία άλλων οπλαρχηγών, ακριβώς για να αναδειχτεί ο ρόλος των γυναικών. Ουδείς αντιλέγει για την αξία αυτών των μορφών: ιδιαίτερα η καπετάνισσα Μαντώ Μαυρογένους υπήρξε μια από τις πιο έντιμες, μαχητικές και ριζοσπαστικές μορφές του καιρού της, ακόμα και στο πεδίο της προσωπικής ζωής. Ωστόσο, η ανάδειξη του ρόλου και της θέσης της γυναίκας (πέρα από την παραδειγματική θέση που μπορούν να κατέχουν, ιδιαίτερα για τις μικρές ηλικίες, οι συγκεκριμένες περιπτώσεις) δεν μπορεί να γίνεται μέσα από την αντιπαράθεση ανδρών ηρώων – γυναικών ηρωίδων. Για να αναδειχτεί η κορυφαία θυσία της Ηλέκτρας θα πρέπει να υποβαθμιστεί, στα σχολεία του μέλλοντος, η παλληκαριά και η ακεραιότητα του Σουκατζίδη; Και, εν πάση περιπτώσει, είναι άλλο πράγμα η γυναίκα που κατορθώνει, σε ατομικό επίπεδο, να σπάσει τους φραγμούς που θέτει στο φύλο της η κάθε ιστορική εποχή και άλλο πράγμα η συνολική θέση του φύλου. Επί πλέον, αν ο πραγματικός στόχος ήταν η ανάδειξη του ρόλου της γυναίκας στον αγώνα (εξ άλλου, ο μαθητής καλείται να συζητήσει για το θέμα και να βγάλει συμπεράσματα) γιατί να μην προβληθεί και η μαζική δράση των γυναικών του Δηρού Λακωνίας που, με τα δρεπάνια του θερισμού, πρώτες αντιμετώπισαν την εισβολή του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο; Έχουμε ωστόσο ήδη διαπιστώσει την ορισμένη αποστροφή που αισθάνονται οι συντάκτες του βιβλίου για τη λαϊκή, μαζική δράση …

«Έμποροι, προεστοί και κοτζαμπάσηδες, λόγιοι, κληρικοί, κλέφτες, αρματολοί και ναυτικοί, συντάσσονται στον κοινό αγώνα …», αναφέρει το βιβλίο στη σελίδα 50. Είναι γεγονός αναντίρρητο ότι η επανάσταση διεξάγεται από ένα μπλοκ κοινωνικών δυνάμεων, με καθοδηγητική δύναμη την αστική τάξη, πρωτοπόρα δύναμη του καιρού της, και με ραχοκοκκαλιά τη μικρή και ακτήμονα αγροτιά (καθώς και άλλα πληβειακά στρώματα) που υφίσταται τη μεγαλύτερη καταπίεση, που δίνει το περισσότερο αίμα και που εκφράζεται πολιτικά μέσα από τους οπλαρχηγούς. Ωστόσο, κάθε μία από τις κοινωνικές αυτές δυνάμεις συμμετέχει στην επανάσταση διατυπώνοντας τα δικά της κοινωνικά και πολιτικά αιτήματα, κάτι που οδηγεί στην όξυνση των αντιθέσεων και στην έκρηξη των εμφυλίων πολέμων. Αυτή η πλευρά της επανάστασης δεν γίνεται κατανοητή ούτε στο κεφάλαιο για τις μορφές της, ούτε και στο επόμενο (Κεφ. 8, «Οι εμφύλιες συγκρούσεις», σελ. 52). Στο ίδιο κεφάλαιο, οι οπλαρχηγοί αποκαλούνται με τη μάλλον κακόηχη ονομασία «οι άνθρωποι των όπλων», ενώ αναφέρεται ότι «προβάλλουν τους εαυτούς τους ως φυσικούς αρχηγούς του Αγώνα για την ανεξαρτησία, επειδή αυτοί πολεμούν, οπότε δικαιούνται και την εξουσία, ή τουλάχιστον τη συμμετοχή τους σ` αυτήν». Με τη διατύπωση αυτή, φαίνεται ότι η διεκδίκηση της εξουσίας από μία πολιτική ή κοινωνική ομάδα είναι ηθικού χαρακτήρα δικαίωμα, χωρίς καμμία αναφορά στην υλική, οικονομικοκοινωνική βάση του δικαιώματος αυτού. Εν προκειμένω, οι οπλαρχηγοί είναι οι εκφραστές της αγροτιάς και των λοιπών πληβειακών στρωμάτων της επανάστασης και, από αυτή τη θέση, διεκδικούν την εξουσία. Είναι άλλο θέμα το γεγονός ότι, σε καμμία ιστορική περίοδο, η αγροτιά δεν μπορεί να δημιουργήσει δικό της κράτος και λειτουργεί συμπληρωματικά σε σχέση με την κάθε φορά πρωτοπόρα κοινωνική τάξη, αφού η ίδια έχει, ως τάξη, ιστορικά προσδιορισμένο τέλος.

Το επόμενο κεφάλαιο (σελ. 54 και 56) είναι αφιερωμένο στις σχέσεις με την Ευρώπη και το φιλελληνισμό. Εδώ παρουσιάζεται ένα σύμπτωμα που, ωστόσο, δεν είναι αποκλειστικό «προνόμιο» του εν λόγω βιβλίου, αλλά κυριαρχεί στο σύνολο της ελληνικής εκπαίδευσης. Ως κίνητρο των φιλελλήνων αναφέρεται κατά μείζονα, έως και αποκλειστικό, λόγο, ο θαυμασμός των ευρωπαίων για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, ο οποίος αναγεννάται και διευρύνεται από την εποχή ακόμα της Αναγέννησης. Δεν μπορούμε να αρνηθούμε αυτή την, πολύ σημαντική πλευρά: από την άλλη όμως, δεν μπορούμε και δεν πρέπει (και για διαπαιδαγωγητικούς λόγους) να υποτιμήσουμε την πολιτική – επαναστατική διάσταση του φιλελληνισμού: μια επανάσταση που ξεσπά σε συνθήκες γενικευμένης νίκης της αντεπανάστασης, είναι φυσικό να γεννήσει θαυμασμό και προσδοκίες στα προοδευτικά πνεύματα του καιρού που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σπεύδουν να τη συντρέξουν. Και, ενώ η αστική τάξη είναι, την εποχή τουλάχιστον της συγκρότησης των εθνών – κρατών, εθνοκεντρική, δεν μπορούμε να μη δούμε τη διάσταση ενός πρωτόλειου διεθνισμού που εμπεριέχει η δράση, αλλά και η θυσία, πολλές φορές, των φιλελλήνων.

Όσον αφορά την παράθεση των ονομάτων διαπρεπών φιλελλήνων από τους ρέκτες συγγραφείς, θα είχαμε να κάνουμε ορισμένες παρατηρήσεις. Παρατίθενται μόνο τέσσερα ονόματα. Τα παρουσιάζουμε με τη σειρά που βρίσκονται στο βιβλίο: Λόρδος Μπάϊρον, Σοφία ντε Μαρμπουά, Φαβιέρος, Σανταρόζα». Φαίνεται ότι λόγοι … πολιτικής ορθότητας (να συμπεριληφθεί οπωσδήποτε μία γυναίκα) επέβαλαν ως δεύτερο όνομα τη … Δούκισσα της Πλακεντίας (αυτή είναι η Σοφία ντε Μαρμπουά), ωσάν να ήταν η ίδια η συμβολή της, η συμμετοχή της, ακόμη και η πολιτική της εμβέλεια με των υπολοίπων που αναφέρονται. Όσο για το λόρδο Μπάϊρον, τον άγγλο εστέτ που βρήκε το νόημα της ζωής και του αγώνα πριν τον βρει ο θάνατος στο πολιορκημένο Μεσολόγγι, διαβάζουμε τα ακόλουθα στο γλωσσάριο: «Λόρδος Μπάϊρον: (1788 – 1824) Άγγλος ποιητής, μέλος της Βουλής των Λόρδων». Να υποθέσουμε ότι η συμβολή του στην επανάσταση ήταν η κατάθεση επερωτήσεων στην εν λόγω Βουλή; Το Μεσολόγγι, για τους συντάκτες του βιβλίου, έχει βουλιάξει στη λιμνοθάλασσά του …

Στο επόμενο κεφάλαιο (κεφ. 10, «Η έκβαση του αγώνα») γίνεται λόγος για το ρόλο («συμβολή», προτιμούν να γράφουν οι συγγραφείς, ωσάν να πρόκειται για κάτι ντε φάκτο θετικό) των Μεγάλων Δυνάμεων στην επανάσταση και στην εξέλιξή της. Εδώ, αλιεύουμε, από το γλωσσάριο, ένα διαμαντάκι που το αφιερώνουμε σε όλους όσους κόπτονται για την «προοδευτικότητα» αλλά και για την επιστημονική ακρίβεια του βιβλίου. Διαβάζουμε, λοιπόν, στο γλωσσάριο, τα ακόλουθα, για την Ιερά Συμμαχία:

«Ιερά Συμμαχία: Συμμαχία που δημιουργείται το 1814, μεταξύ της Αυστρίας, Ρωσίας, Πρωσίας, Αγγλίας και Γαλλίας, με στόχο τη διατήρηση της τάξης και των συνόρων μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών».

Από πού να πρωτοξεκινήσει κανείς να σχολιάζει το αριστούργημα; Κατ` αρχήν, η Ιερά Συμμαχία δεν ιδρύθηκε το 1814, αλλά το 1815, μετά την ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλώ και ήταν τριμερής (Ρωσία, Αυστρία και Πρωσία). Αν είχε ιδρυθεί το 1814, θα αντιμετωπίζαμε το παράλογο να συμμετέχει σε μια συμμαχία μια χώρα (η Γαλλία) που βρισκόταν σε … εμπόλεμη κατάσταση με τους … συμμάχους της. Αργότερα, διευρύνεται με τη συμμετοχή των άλλων δύο χωρών, της Αγγλίας και της Γαλλίας της Παλινόρθωσης. Αλλά ας είμαστε καλοί και ας αποδώσουμε το πραγματολογικό σφάλμα σε αβλεψία. Τι να πει κανείς για το ιδεολογικό μέρος; Βάσει ποιάς προοδευτικής λογικής απαλείφεται εντελώς ο καταφανώς αντιδραστικός, αντεπαναστατικός χαρακτήρας του συνασπισμού; «Διατήρηση της τάξης και των συνόρων» είναι η πολιτική μιας συμμαχίας που θεωρεί οποιοδήποτε επαναστατικό κίνημα, κοινωνικό ή εθνικοαπελευθερωτικό «εκπορευόμενο από το Σατανά» και που κρατά για τον εαυτό της το δικαίωμα να επεμβαίνει ένοπλα σε κάθε εστία αντίστασης στη νικηφόρα, την εποχή εκείνη, αντεπανάσταση και να πνίγει τους λαούς στο αίμα;

Όσον αφορά, τώρα, την ίδια τη θέση των Δυνάμεων απέναντι στην Επανάσταση, είναι εντελώς ασαφής ο ρόλος που έπαιξε κάθε μία χωριστά, καθώς και τα συμφέροντα που τον υπαγόρευσαν, ενώ το πρόσημο που μπαίνει στη δράση τους είναι, συνολικά θετικό, ενώ, στη σελίδα 64, αρκετά απρόσωπα αναφέρεται ότι ορίζονται «Εγγυήτριες δυνάμεις» για το νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Βέβαια, το τι σημαίνει η ύπαρξη εγγυητριών δυνάμεων για ένα ανεξάρτητο κράτος, το έχει ζήσει και εξακολουθεί να το ζει η Κυπριακή Δημοκρατία. Και, βέβαια, το καλό μας εγχειρίδιο δεν βοηθά το παιδί να κατανοήσει τι σήμανε, ιστορικά, για την ανάπτυξη, σε όλα τα επίπεδα, του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, η ύπαρξη αυτής της τριπλής εγγύησης, με δεδομένη μάλιστα την πάγια, εντελώς ετεροβαρή, σύνδεση της ελληνικής αστικής τάξης με τη Μεγάλη Βρεττανία …[6]

Αν μπορούσαμε, εν τέλει, να κάνουμε μία συνολικότερη παρατήρηση για το πώς παρουσιάζεται η επανάσταση του 1821 από το εν λόγω εγχειρίδιο, θα συνοψίζαμε ως εξής:

Το βιβλίο έχει μία γενικότερη φοβία απέναντι σε ένα πολύ υπαρκτό ιστορικό φαινόμενο: την άσκηση βίας, είτε από την πλευρά του κυριάρχου, είτε από την πλευρά του επαναστάτη. Έτσι, πολλά σημαντικά γεγονότα και σημαντικές πλευρές της επανάστασης παρουσιάζονται υποβαθμισμένα, ή δεν παρουσιάζονται καθόλου.

Αλλά και η κοινωνική προέλευση και τα κοινωνικά και πολιτικά αιτήματα που διατυπώνουν οι δυνάμεις που συμμετέχουν στην επανάσταση παρουσιάζονται υποβαθμισμένα και ασαφέστατα, ενώ ελλιπής είναι και η παρουσίαση της μαζικής, λαϊκής δράσης.

Μάλλον θετική εμφανίζεται η δράση των Μεγάλων Δυνάμεων απέναντι στο 1821, χωρίς να παρέχονται επαρκή στοιχεία για το πώς, κάθε μία από αυτές (κυρίως η Μεγάλη Βρεττανία) προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν τους όρους με τους οποίους το υπό σύσταση κράτος θα παρέμενε στη σφαίρα της δικής της επιρροής.

Τέλος, από τα συμπεράσματα απουσιάζει το – κατά τη γνώμη μας, πολύ διαπαιδαγωγητικό για τα νέα παιδιά – δίδαγμα που βγαίνει από τη μεγάλη επανάσταση των ελλήνων: το πώς ένα δίκαιο κίνημα, εθνικοαπελευθερωτικό ή κοινωνικό – ταξικό, μπορεί να νικήσει και να κατακτήσει τους στόχους του, ακόμα και μέσα σε συνθήκες γενικευμένης αντεπανάστασης. Ένα τέτοιο συμπέρασμα θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμο για τους σημερινούς μαθητές που όλοι προσπαθούν να διαπαιδαγωγήσουν στο πνεύμα του συμβιβασμού και της υποταγής στις επιταγές της άρχουσας τάξης και του ιμπεριαλισμού.

Τα πραγματολογικά λάθη και τα μεθοδολογικά προβλήματα δεν σταματούν βέβαια στην εξιστόρηση της επανάστασης του 1821. Στη σελίδα 58, το βιβλίο δίνει ορισμένα στοιχεία για τη διακυβέρνηση Καποδίστρια. Μεταξύ των – ελάχιστων, πάντως – πληροφοριών που δίνει, μαθαίνουμε ότι «διανέμονται εθνικές γαίες». Στην πραγματικότητα, ακριβώς η μη διανομή εθνικών γαιών στέρησε από τον Καποδίστρια το ευρύτατο λαϊκό έρεισμα που είχε, όταν ήρθε στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Τη δε σελίδα των πηγών που συνοδεύουν το κεφάλαιο, κοσμούν δύο γκραβούρες της Άνω Σύρου (από το 1776) και της Ερμούπολης (από το 1841), καθώς και αναφορά στη δημιουργία της Ερμούπολης και της εμπορικής της ανάπτυξης. Ένα ζήτημα που, βέβαια, ουδεμία σχέση έχει με τις συνθήκες ζωής κατά τη διάρκεια της επανάστασης, ούτε και με τη διακυβέρνηση του Καποδίστρια. Αλλά και στην επόμενη σελίδα, στο κεφάλαιο «Η διακυβέρνηση Καποδίστρια», μαθαίνουμε ελάχιστα πράγματα για τον κυβερνήτη και – για ακατανόητους σε μας λόγους – δεν μαθαίνουμε ποιος και γιατί τον δολοφόνησε.

Από τη σελίδα 68 και μετά, το βιβλίο ασχολείται με την ιστορία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Η δόμηση της ύλης του είναι, κατά τη γνώμη μας, ακατάλληλη για την ηλικία των παιδιών της 6ης δημοτικού: η σειρά που ακολουθείται δεν είναι χρονολογική, αλλά θεματική. Έτσι, στη σελίδα 68, το κεφάλαιο τιτλοφορείται «Το πολίτευμα» και αναφέρει ορισμένους σταθμούς στην εξέλιξη του πολιτεύματος από τη βασιλεία του Όθωνα μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα. Σε αυτή την εξαιρετικά συμπυκνωμένη αφήγηση, υποβαθμίζονται σημαντικά γεγονότα και ιστορικές περίοδοι. Για παράδειγμα, η περίοδος της Αντιβασιλείας, οι βίαιες μέθοδοι εξαστισμού του κράτους που ακολούθησαν οι βαυαροί, οι διώξεις των αγωνιστών του `21 (μεταξύ αυτών, και η θανατική καταδίκη του Κολοκοτρώνη) απουσιάζουν παντελώς.

Το ίδιο πρόβλημα, της εξαιρετικά συμπυκνωμένης αφήγησης, κυριαρχεί και στα επόμενα κεφάλαια του βιβλίου. Σημαντικά γεγονότα, όπως ο πόλεμος του 1897 (και, κυρίως, οι συνέπειές του, με σημαντικότερη την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου) αποσιωπούνται. Η σελίδα 86 είναι αφιερωμένη στην «καλλιτεχνική και πνευματική ζωή». Εδώ, αναφέρονται τα ακόλουθα: «Ανάμεσα στους λογοτέχνες του 19ου αιώνα ξεχωρίζει ο Διονύσιος Σολωμός, ο Κωστής Παλαμάς, ο Γεώργιος Βιζυηνός, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, η Ελισάβετ Μαρτινέγκου, η Καλλιρότη Παρρέν».

Τα ονόματα παρατίθενται με αυτήν ακριβώς τη σειρά, χωρίς καμμία χρονολογική ένδειξη, χωρίς να φαίνεται ποιο είδος υπηρετεί ο καθένας από τους αναφερόμενους και με την «πολιτικώς ορθή» προσθήκη δύο γυναικείων ονομάτων, που είναι μεν σπουδαία, ακριβώς γιατί προσπάθησαν να ξεπεράσουν τις κοινωνικές δεσμεύσεις του φύλου, αλλά, από την άλλη πλευρά, το έργο τους, από καθαρά λογοτεχνική σκοπιά, δεν είναι σε καμμία περίπτωση ισάξιο με το έργο, για παράδειγμα του Σολωμού. Ειδικά, όσον αφορά την Καλλιρρόη Παρρέν, δεν είναι πάντως η λογοτεχνική της δεινότητα που την άφησε στην ιστορία, αλλά το γεγονός ότι πρώτη στην Ελλάδα διεκδίκησε ισονομία για τις γυναίκες.[7]

Από τη σελίδα 90 και μετά, περνάμε σε μία ευρύτερη ενότητα, με το γενικό τίτλο «Η Ελλάδα στον 20ο αιώνα». Στο πρώτο κεφάλαιο της ενότητας («Ο εκσυγχρονισμός του κράτους») γίνεται αναφορά, μεταξύ άλλων, και στη διαμόρφωση εργατικής νομοθεσίας. Είναι γεγονός ότι έχει γίνει αναφορά, σε προηγούμενα κεφάλαια, στις εργατικές και αγροτικές διεκδικήσεις του τέλους του 19ου αιώνα. Τι απουσιάζει από το κεφάλαιο (όπως εξ άλλου και από όλα τα επόμενα); Η ίδρυση του παλαιότερου κόμματος της χώρας, του ΚΚΕ. Εξ άλλου, σύμφωνα με την ίδια πάντα λογική της επιλεκτικής παρουσίασης φορέων, προσώπων και γεγονότων, ούτε και στα κεφάλαια που ακολουθούν και που αναφέρονται στον Α` Παγκόσμιο Πόλεμο, στα αίτια και τα αποτελέσματά του, αναφέρεται πουθενά η Οκτωβριανή Επανάσταση ή και η ίδρυση της Σοβιετικής Ένωσης: η χώρα, για το εγχειρίδιο ιστορίας της 6ης Δημοτικού, δεν υπήρξε ποτέ …

Μεγάλη συζήτηση έχει ήδη γίνει για τη διατύπωση της σελίδας 100, σχετικά με τη μικρασιατική καταστροφή, σύμφωνα με την οποία «χιλιάδες έλληνες συνωστίζονταν στο λιμάνι – σσ. της Σμύρνης – προσπαθώντας να μπουν στα πλοία και να φύγουν για την Ελλάδα» και η οποία παραπέμπει μάλλον σε περιγραφή ρεπόρτερ ιδιωτικού, κατά προτίμηση, καναλιού για την έξοδο του Δεκαπενταύγουστου… Πολλά θα είχαμε να παρατηρήσουμε σε αυτό το σημείο: είναι εντελώς άλλο πράγμα η πολιτική και ιστορική εκτίμηση για το χαρακτήρα της εκστρατείας (το ΣΕΚΕ, τότε, είχε αντιταχθεί σε αυτήν από την πρώτη στιγμή) και άλλο πράγμα οι συνθήκες κάτω από τις οποίες το ελληνικό στοιχείο της Σμύρνης εγκατέλειψε τις εστίες του. Και, οπωσδήποτε, οι συνθήκες αυτές δεν ήταν συνθήκες συνωστισμού, αλλά σφαγής. Πέρα δε από αυτό, απουσιάζει προκλητικά οποιαδήποτε αναφορά τόσο στο ρόλο του βρεττανικού ιμπεριαλισμού στην ίδια τη διεξαγωγή της εκστρατείας όσο και εν γένει των «συμμάχων», γάλλων και βρεττανών, κατά τη διάρκεια της καταστροφής, όταν ήδη είχαν αποφασίσει ότι τα συμφέροντά τους στην ευρύτερη περιοχή θα μπορούσαν να υπηρετηθούν καλύτερα μέσα από μια συμμαχία με τον Κεμάλ. Και είναι ιστορικά γνωστό ότι αυτή η στάση μεταφράστηκε, απέναντι στους πρόσφυγες, σε αναλγησία που έφτανε ή και ξεπερνούσε, τα όρια της ωμότητας, εμποδίζοντάς τους με τον πιο βάρβαρο τρόπο να ανέβουν στα πλοία τους που ναυλοχούσαν στο λιμάνι της Σμύρνης…

Στη σελίδα 103, διαβάζουμε τα ακόλουθα στην τελευταία παράγραφο: «Με τον πολιτισμό τους – σσ. των προσφύγων – το μορφωτικό επίπεδό τους και την εργατικότητά τους βοηθούν σημαντικά στην ανάπτυξη του κράτους». Οι πρόσφυγες βέβαια δεν αναπτύσσουν αυτοβούλως την εργατικότητά τους: οι άνθρωποι προσπαθούν να επιβιώσουν και αποτελούν (ιδιαίτερα οι γυναίκες και τα παιδιά) το φτηνό εργατικό δυναμικό που θα χρησιμεύσει στην ανάπτυξη πολλών βιομηχανικών κλάδων (χαρακτηριστική περίπτωση η κλωστοϋφαντουργία) και στο πέρασμα του ελληνικού καπιταλισμού σε νέα ποιοτική φάση. Τελικά, μπαίνει κανείς στον πειρασμό να σκεφτεί ότι η ελληνική αστική τάξη άλλο πράγμα επεδίωκε με τη μικρασιατική εκστρατεία (τη διεύρυνση των συνόρων και την ενσωμάτωση των ακμαίων σμυρνέϊκων κεφαλαίων) και άλλο τελικά πέτυχε: τη μεγάλη συγκέντρωση εργατικού δυναμικού. Το γεγονός ότι αυτό συντελέστηκε με όρους βίαιου ξερριζωμού και με δυσβάσταχτες συνθήκες ζωής, οπωσδήποτε δεν ενδιαφέρει και δεν ενδιέφερε ποτέ ιστορικά καμμία αστική τάξη: πρώτη καύσιμη ύλη για τα εργοστάσια είναι πάντα ο άνθρωπος. Φυσικά, το εγχειρίδιο δεν μπαίνει σε τέτοιου είδους προβληματισμούς…

Η σελίδα 106 είναι αφιερωμένη στο κεφάλαιο «Κοινωνία και κράτος στο Μεσοπόλεμο». Εδώ, συναντάμε την οικονομική ανάπτυξη και την οικονομική κρίση του `29, συναντάμε και τα φασιστικά καθεστώτα (τα οποία περιγράφονται με εντελώς ήπιους όρους) αλλά το βορειοανατολικό τμήμα της Ευρώπης έχει μάλλον συναντηθεί με κάποια διαστημική μαύρη τρύπα, διότι, όπως ήδη έχουμε πει, η Σοβιετική ΄Ενωση απλώς … δεν υπάρχει. Και πώς άραγε, σύμφωνα με το καλό μας βιβλίο, γεννιούνται τα φασιστικά, δικτατορικά καθεστώτα; Ας απολαύσουμε: «Η διεθνής οικονομική κρίση επηρεάζει και την κοινωνία. Μεγάλος αριθμός εργατών και υπαλλήλων μένει άνεργος και οι περισσότεροι πολίτες αντιδρούν με πορείες, διαδηλώσεις και απεργίες. Πολλά δημοκρατικά πολιτεύματα, κάτω από αυτήν την πίεση, σταδιακά καταρρέουν. Τα διαδέχονται δικτατορίες. Στην Ιταλία, το φασιστικό κόμμα και στη Γερμανία, το ναζιστικό κόμμα καταλαμβάνουν την εξουσία». Τι δίδαγμα λοιπόν πρέπει να αντλήσουν τα καλά και συνετά παιδάκια από αυτή την παράγραφο; Μην αγωνίζεστε, μην πορεύεστε, μη διαδηλώνετε! Το δημοκρατικό πολίτευμα θα καταρρεύσει και η δικτατορία ελλοχεύει!

Έτσι λοιπόν, κατά μία νεόκοπη αντίληψη της προοδευτικότητας, τα λαϊκά κινήματα και οι λαϊκοί αγώνες φταίνε για τη γέννηση του φασισμού και του ναζισμού και τα μονοπώλια των μεγάλων ιμπεριαλιστικών χωρών είναι, φυσικά, αθώα..

Στο ίδιο κεφάλαιο, αποσιωπάται εντελώς άλλο ένα εξαιρετικής σημασίας γεγονός, που αποτέλεσε και την «πρόβα τζενεράλε» του Παγκοσμίου Πολέμου, ο εμφύλιος πόλεμος της Ισπανίας. Αλλά και η δικτατορία Μεταξά στην Ελλάδα αναφέρεται χωρίς να καταδεικνύεται η βιαιότητα με την οποία ασκεί την εξουσία.

Στη σελίδα 109, αφιερωμένη στο Β` Παγκόσμιο Πόλεμο, το εγχειρίδιο μεγαλουργεί. Οι μαθητές λοιπόν μαθαίνουν ότι «(…) με τις Συμμαχικές Αγγλογαλλικές Δυνάμεις συντάσσονται, κατά την εξέλιξη του πολέμου, ην Ρωσία και η ΗΠΑ». Φυσικά, κρατικό μόρφωμα με την ονομασία «Ρωσία» δεν υπάρχει κατά τη διάρκεια του Β` Παγκοσμίου Πολέμου. Ο όρος «Σοβιετική Ένωση» αναφέρεται μόνο σε πηγή (στη σελίδα 111) σχετικά με τον αριθμό των νεκρών ανά χώρα στο Β` Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς και στο χάρτη που παρατίθεται στη σελίδα 109, όπου η Σοβιετική ΄Ενωση σημαδεύεται με το αρκτικόλεξο ΕΣΣΔ. Τουλάχιστον, ο αριθμός των νεκρών είναι σωστός … Μολαταύτα, αυτή είναι και η μόνη αναφορά στην εκ των ων ουκ άνευ συμβολή της χώρας των Σοβιέτ στην αντιφασιστική νίκη (η εποποιία του Στάλινγκραντ απουσιάζει), ενώ δεν διευκρινίζεται, στα αίτια του πολέμου, και ο αντικομμουνιστικός χαρακτήρας του συνασπισμού του Άξονα.

Η … απομάκρυνση (προφανώς με τακτ) των ιταλικών στρατευμάτων από τους έλληνες κατά τον πόλεμο τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 είναι η διακριτική αναφορά του εγχειριδίου σε αυτόν, ενώ, στο τέλος του κεφαλαίου διαβάζουμε: «Η ρίψη της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι και το Ολοκάυτωμα των Εβραίων αποτελούν από τις τραγικότερες στιγμές αυτού του πολέμου». Στο γλωσσάριο, μαθαίνουμε απλώς ότι η Χιροσίμα και το Ναγκασάκι είναι πόλεις της Ιαπωνίας. Φαίνεται ότι οι εν λόγω βόμβες (των οποίων τα εντελώς ειδικά, αποτρόπαια χαρακτηριστικά δεν αναφέρονται) ανέπτυξαν δημιουργικές πρωτοβουλίες και έπεσαν … από μόνες τους, εκμεταλλευόμενες το νόμο της βαρύτητας, δεδομένου ότι δεν αναφέρεται πουθενά ποιος και γιατί τις έρριξε!

Στη σελίδα 112, συμπιέζονται η κατοχή και η αντίσταση στην Ελλάδα και ο εμφύλιος πόλεμος. Αναγνωρίζεται το ΕΑΜ ως η μεγαλύτερη αντιστασιακή οργάνωση, αλλά απουσιάζει ο κύριος φορέας, ραχοκοκκαλιά και καθοδηγητής του, το ΚΚΕ. Η αναφορά στην εποποιία της αντίστασης, μια από τις μεγαλύτερες σε εύρος, βάθος και θυσίες σε ολόκληρη την κατεχόμενη Ευρώπη, περιορίζεται στα εξής: «Οι κατακτητές οργανώνουν αντίποινα στις αντιστασιακές δράσεις. Η τρομοκρατία, το κάψιμο ολόκληρων χωριών και οι μαζικές εκτελέσεις κυριαρχούν κατά τη διάρκεια της κατοχής στην Ελλάδα». Να υποθέσουμε ότι, όπως (κατά τη λογική του εγχειριδίου) οι λαϊκές κινητοποιήσεις στο Μεσοπόλεμο οδήγησαν στην κατάρρευση των δημοκρατικών καθεστώτων, κατά τον ίδιο τρόπο οι «αντιστασιακές δράσεις» (sic) οδήγησαν στην εκδήλωση των αντιποίνων και της τρομοκρατίας από τις αρχές κατοχής; Και που είναι οι κορυφαίες στιγμές της αντίστασης; Από τη δράση των ανταρτών του ΕΛΑΣ, μέχρι τις γιγαντιαίες διαδηλώσεις του λαού της Αθήνας και των άλλων μεγάλων πόλεων, ενάντια στη βουλγαρική κατοχή και στην πολιτική επιστράτευση;[8] Που είναι – η πολύ διαπαιδαγωγητική, για παιδιά αυτής της ηλικίας, αναφορά στη δράση της ΕΠΟΝ; Που είναι τα ολοκαυτώματα στα Καλάβρυτα και το Δίστομο, οι μαζικές θυσίες στην Καισαριανή, στα μπλόκα της Κοκκινιάς και της Καλογρέζας; Που είναι η «μάχη της σοδειάς»; Όλη αυτή η εποποιία, όλο αυτό το αίμα, κι ας μας συγχωρεθεί η λέξη, «τσουβαλιάζεται» μέσα στον κακόηχο όρο «αντιστασιακές δράσεις». Οι μαθητές δε ερωτώνται στην επόμενη σελίδα «ποιες είναι οι μορφές αντίστασης των ελλήνων εναντίον των κατακτητών». Τι θα απαντήσουν; Πότε και πώς τις διδάχτηκαν;

Στο ίδιο κεφάλαιο, διαβάζουμε τα ακόλουθα, τα οποία, κατά τη γνώμη μας, αξίζει να μεταφερθούν αυτούσια:

«Στις αρχές του 1944, ενώ η απελευθέρωση της Ελλάδας πλησιάζει, οι αντιθέσεις ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις μεγαλώνουν. Οι αντιθέσεις αυτές εκφράζονται με συγκρούσεις ανάμεσα στις αντιστασιακές οργανώσεις. Η απελευθέρωση βρίσκει, έτσι, την Ελλάδα χωρισμένη στα δύο. Από τη μια μεριά είναι το ΕΑΜ, το οποίο, από το Μάρτιο του 1944 έχει σχηματίσει την ¨Κυβέρνηση του Βουνού». Από την άλλη, βρίσκεται η εξόριστη ελληνική Κυβέρνηση του βασιλιά, ο ΕΔΕΣ και η ΕΚΚΑ. Η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, η οποία σχηματίζεται από τις δύο παραπάνω κυβερνήσεις, δεν καταφέρνει να αποτρέψει τον Εμφύλιο Πόλεμο, που ξεσπά το 1946, ανάμεσα στο δημοκρατικό στρατό και την κυβέρνηση.

Τον Οκτώβριο του 1949 ο Εμφύλιος πόλεμος ολοκληρώνεται με την ήττα του δημοκρατικού στρατού, πολλές χιλιάδες θύματα και μεγάλες καταστροφές».

Στο απόσπασμα αυτό δεν υπάρχει η παραμικρή μνεία για την ταξική φύση της αντιπαράθεσης και των συγκρούσεων που ξεσπούν στην κατεχόμενη Ελλάδα, κατά τη διάρκεια της Εθνικής Αντίστασης, αλλά και για την ταξική φύση του ίδιου του εμφυλίου πολέμου. Απουσιάζει όμως και κάτι άλλο, εξ ίσου σημαντικό: ο ρόλος του βρετανικού (και, αργότερα, του αμερικάνικου) ιμπεριαλισμού στη στήριξη της ντόπιας αστικής τάξης και στη διασφάλιση των ευρύτερων συμφερόντων του στην περιοχή. Στο παράλληλο σύμπαν του εγχειριδίου της 6ης Δημοτικού, όπου οι βόμβες πέφτουν μόνες τους και η βορειοανατολική Ευρώπη είναι μια τρύπα στο χάρτη της ιστορίας, ποτέ οι βρετανοί δεν υπέθαλψαν τις συγκρούσεις ανάμεσα στις ελληνικές αντιστασιακές οργανώσεις: ποτέ δεν έγινε η βρετανική επέμβαση του Δεκέμβρη του `44, δεν υπήρξε ποτέ η ελληνική «Ματωμένη Κυριακή», βρετανικά πολυβολεία δεν στήθηκαν στην Ακρόπολη και ο λαός της Αθήνας δεν αντιστάθηκε ποτέ στο νέο κατακτητή και στη ντόπια αστική τάξη, που γύρισε με την πρόθεση να «καρπωθεί το αίμα των άλλων»… Ποτέ ο Αιμίλιος Βεάκης δεν έστησε οδοφράγματα στην Κυψέλη και ποτέ ο «Ιερός Λόχος των Φοιτητών», ο «Λόρδος Μπάϊρον», δεν περιφρούρησε την πύλη του Πολυτεχνείου. Ποτέ δεν έπεσαν στα ελληνικά βουνά οι βόμβες ναπάλμ, σε πειραματικό στάδιο ακόμη, ώστε να μπορέσουν να τις χρησιμοποιήσουν βελτιωμένες αργότερα οι ΗΠΑ, σε χώρες όπως για παράδειγμα, το Βιετνάμ…

Στο επόμενο κεφάλαιο, που αφορά τα μεταπολεμικά χρόνια, δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε την έλλειψη οποιασδήποτε αναφοράς στο λαϊκό κίνημα τις εποχής, που, παρά την ήττα της προηγούμενης δεκαετίας, την άγρια καταστολή (ούτε και αυτή επισημαίνεται), τα εσωτερικά προβλήματα, τις συγχύσεις και τη διαπάλη που αναπτύσσεται στο εσωτερικό του, εξακολουθεί να υπάρχει, να δρα, να θέτει αιτήματα και, κάποτε, να έχει ακόμα και επί μέρους κατακτήσεις. Απουσιάζει επίσης οποιαδήποτε αναφορά στη διεθνή θέση της χώρας, στην ένταξή της στον κατεξοχήν ιμπεριαλιστικό συνασπισμό του ΝΑΤΟ και στην «κατοχύρωση» της θέσης της, ως ενδιάμεσης και εξαρτημένης στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα.

«Διαφωτιστική» είναι η αναφορά του εγχειριδίου στα αίτια της στρατιωτικής δικτατορίας της 21ης Απριλίου. Στο οικείο κεφάλαιο, διαβάζουμε τα ακόλουθα: «Την 21η Απριλίου του 1967, μια ομάδα συνταγματαρχών, με αρχηγό το Γεώργιο Παπαδόπουλο, εκμεταλλεύεται την πολιτική αστάθεια και επιβάλλει στην Ελλάδα τη στρατιωτική δικτατορία. Διακόπτει έτσι την πορεία της χώρας προς τον εκδημοκρατισμό, που διαμορφώνεται από την αρχή της δεκαετίας του 1960».

Ας αφήσουμε έξω το ζήτημα του κατά πόσο η χώρα είχε μπει σε πορεία εκδημοκρατισμού από το 1960 (ο Γρηγόρης Λαμπράκης, στον οποίο δεν γίνεται καμμία αναφορά, δολοφονήθηκε το 1963, στην καρδιά της δεκαετίας). Ας αφήσουμε ακόμη ασχολίαστο το γεγονός ότι, σύμφωνα με την παραπάνω διατύπωση η «πορεία εκδημοκρατισμού» ενδέχεται να οδηγεί και σε πολιτική αστάθεια και, τελικά, σε πραξικόπημα. Να θέσουμε το ακόλουθο ερώτημα: η απόφαση των εν λόγω συνταγματαρχών ήταν προσωπική τους υπόθεση; Οφείλεται στον … παλιοχαρακτήρα τους; Κοινωνικά και πολιτικά αίτια δεν υπήρξαν; Αναγκαιότητες της αστικής τάξης δεν υπήρχαν; Ο διεθνής παράγοντας (εντελώς συγκεκριμένα οι ΗΠΑ) δεν έπαιξε κανένα ρόλο; Το Κυπριακό δεν εμπλέκεται στη διαδικασία; Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα «ερμηνείας» ενός ιστορικού γεγονότος, το οποίο, στην πραγματικότητα, μένει ανερμήνευτο, καθώς ανύπαρκτη είναι η οποιαδήποτε αναφορά στα πραγματικά του αίτια και συγκεχυμένη η σύνδεση αιτίας και αποτελέσματος. Αυτό εξ άλλου το πρόβλημα είναι διάχυτο σε ολόκληρο το βιβλίο.

Στη σελίδα 121, το κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στο «Κυπριακό ζήτημα». Εδώ αναφέρεται ότι το 1960 η Κύπρος γίνεται ανεξάρτητη δημοκρατία, αλλά δεν γίνεται καμμία μνεία στο ζήτημα των συμφωνιών της Ζυρίχης, την πραγματική πηγή της κακοδαιμονίας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Με το γνωστό «ήπιο» τρόπο του βιβλίου γίνεται μνεία και στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο και τα αποτελέσματά της. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι, ως δηλωτική της τραγωδίας των προσφύγων, το βιβλίο δημοσιεύει τη φωτογραφία από ένα … εργόχειρο, ένα κέντημα που γράφει επάνω «ΕΓΙΝΑΜΕΝ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ»!

Και μετά το Κυπριακό … η κορωνίδα της Δημιουργίας, ο «καλύτερος δυνατός κόσμος», όπως έλεγε, χλευαστικά, στον καιρό του, ο Βολταίρος: η Ευρωπαϊκή ΄Ενωση και τα εξ αυτής αγαθά. Στο κεφάλαιο 12 της ενότητας «Η Ευρωπαϊκή Ένωση», μαθαίνουμε τα ακόλουθα: «Η ιδέα της ένωσης των ευρωπαϊκών κρατών διατυπώνεται για πρώτη φορά από τον Ρομπέρ Σουμάν, στις 9 Μαϊου 1950, ημέρα που γιορτάζεται από τότε ως «Ημέρα της Ευρώπης».Ουδεμία αναφορά γίνεται βέβαια στο ότι η 9η Μαίου είναι κατοχυρωμένη στη συνείδηση των λαών ως «Ημέρα της Αντιφασιστικής Νίκης». Πέρα όμως από τις επί μέρους παρατηρήσεις που μπορεί να έχει κανείς, πέρα ενδεχομένως και από την άποψη που μπορεί να έχει για το χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, θα θέλαμε να θέσουμε ένα επιστημονικό και μεθοδολογικό ερώτημα: κατά πόσο γεγονότα τόσο πρόσφατα, έως και σημερινά, μπορεί και πρέπει να αποτελούν Ιστορία και να διδάσκονται ως τέτοια; Όπως είναι γνωστό, όλοι οι επίσημοι φορείς (των υπουργείων εξωτερικών συμπεριλαμβανομένων) έχουν θέσει ένα χρονολογικό όριο, μετά το οποίο ανοίγουν τα αρχεία τους. Από εκεί και μετά θα τα παραλάβει ο ιστορικός, θα τα επεξεργαστεί, θα διατυπώσει μία πρώτη άποψη που θα ζυμωθεί στη δημόσια συζήτηση, επιστημονική ή και ευρύτερη και τότε τα γεγονότα θα καταστούν ιστορία. Αλλιώς, η αναφορά σε αυτά μπορεί να θεωρηθεί δύο πράγματα: στην καλύτερη περίπτωση δημοσιογραφία και, στη χειρότερη, ωμή προπαγάνδα (εν προκειμένω του ευρωπαϊκού ιδεώδους).

Η σελίδα 27 είναι αφιερωμένη στο κεφάλαιο «Η καθημερινή ζωή». Σε αυτό, διαβάζουμε τις τελευταίες εξελίξεις της τεχνολογίας και αλιεύουμε άλλο ένα μαργαριτάρι:

«Οι εξελίξεις αυτές (σς. οι τεχνολογικές) έχουν όμως και αρνητικές συνέπειες. Οι άνθρωποι μολύνουν το περιβάλλον, σπαταλούν φυσικούς πόρους και δεν καταφέρνουν να μειώσουν τη φτώχεια, η οποία συνεχίζει να επικρατεί σε πολλές περιοχές του πλανήτη».

Δηλαδή, οι επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις ευθύνονται για τη μόλυνση του περιβάλλοντος και τη σπατάλη φυσικών πόρων! Οι άνθρωποι δε, στο σύνολό τους, δεν κατορθώνουν να μειώσουν τη φτώχεια! Οι όροι δηλαδή μέσα στους οποίους συντελούνται αυτές οι εξελίξεις, το ίδιο το σύστημα του ιμπεριαλισμού, είναι αθώο του αίματος! Και οι άνθρωποι αποτελούν ένα όλον, δεν χωρίζονται σε κοινωνικές τάξεις, εκμεταλλεύτριες και αντικείμενα εκμετάλλευσης! Τι να κάνουμε λοιπόν, που ο «καλύτερος δυνατός κόσμος» έχει τα τρωτά του, αλλά σε αυτό, φταίει «το ζαβό το ριζικό μας και ο θεός που μας μισεί», για να αντιγράψουμε το μεγάλο Κώστα Βάρναλη …

Οι σελίδες που ακολουθούν, μέχρι και το τέλος του βιβλίου, είναι αφιερωμένες στον αθλητισμό και στον πολιτισμό (με αυτή τη σειρά). Παρά το γεγονός ότι δίνονται ορισμένες πληροφορίες για αρκετές τέχνες (πχ. μουσική, θέατρο, κινηματογράφος) απουσιάζει παντελώς η λογοτεχνία: καλώς, κάλλιστα μαθαίνουν τα παιδιά για το Θεοδωράκη και το Χατζιδάκι (αν και το έργο τους παρουσιάζεται αποσπασμένο από τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που το γέννησαν). Τα ονόματα όμως του Βάρναλη, του Σικελιανού, του Καζαντζάκη, του Γιάννη Ρίτσου, του Σεφέρη, του Ελύτη, του Δημήτρη Χατζή, του Τσίρκα, πάρα πολλών άλλων που η μη αναφορά τους στο παρόν κείμενο δεν οφείλεται σε κάποια εκ μέρους μας πρόθεση, απουσιάζουν ολοκληρωτικά. Άλλωστε, το εν λόγω πόνημα (και τα συνοδευτικά του βιβλία του δασκάλου και βιβλίο ασκήσεων του μαθητή) φαίνεται να έχουν μία λίγο ιδιόρρυθμη σχέση με την τέχνη του λόγου. Στο βιβλίο ασκήσεων του μαθητή, ζητάται από τους μαθητές να μεταφράσουν(!) ένα απόσπασμα από το «Θούριο» του Ρήγα στη γλώσσα που μιλάμε σήμερα! Μετάφραση από τα νέα ελληνικά στα νέα ελληνικά είναι η αλήθεια ότι δεν έχουμε ξανακούσει …[9]

Έχουμε τη βεβαιότητα ότι κάθε ανάγνωση που θα επιχειρούμε στο εν λόγω πόνημα, θα μας αποκαλύπτει και άλλα επιστημονικά, μεθοδολογικά άλλα και ιδεολογικά μαργαριτάρια. Αυτά που παραθέσαμε εδώ είναι τα αποτελέσματα μιας πρώτης «αλίευσης» που, ωστόσο, μας επιτρέπει να διατυπώσουμε ορισμένα συμπεράσματα:

Το βιβλίο ιστορίας της ΣΤ` Δημοτικού, κάτω από μία επίφαση προοδευτικότητας είναι ένα βαθειά αντιδραστικό βιβλίο. Και είναι βαθειά αντιδραστικό, γιατί είναι αντιδιαλεκτικό. Δεν αναγνωρίζει (σύμφωνα με τις παραδοχές και των ίδιων των συγγραφέων του) την αντικειμενική ιστορική αλήθεια και τις νομοτέλειες που τη διέπουν.[10] Δεν συνδέει τα αίτια (κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες) με τα αποτελέσματά τους (τα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα και τον πολιτισμό). Επιχειρεί να «στρογγυλέψει» τις αιχμηρότητες της ιστορίας, υποβαθμίζοντας τη σημασία (και την οξύτητα) της ταξικής πάλης και των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων. Προπαγανδίζει τις κεντρικές πολιτικές επιλογές της άρχουσας τάξης και αποφεύγει επιμελέστατα να θίξει τις επεμβάσεις των συμμάχων της στη χώρα μας – αλλά και τα εγκλήματά τους σε παγκόσμιο επίπεδο. Στο όνομα της προώθησης της φιλίας των λαών (που αντιμετωπίζεται όμως με τους όρους που επιβάλλει ο κοσμοπολιτισμός) παρουσιάζει επιλεκτικά τα ιστορικά γεγονότα. Ουδείς βέβαια προοδευτικός άνθρωπος μπορεί να έχει αντίρρηση για τη φιλία ανάμεσα στους λαούς: αυτή όμως δεν οικοδομείται μέσα από τις συμφωνίες των αρχουσών τάξεων που συντονίζουν τα συμφέροντά για την εξυπηρέτηση των δικών τους και των γενικώτερων συμφερόντων του συστήματος. Οικοδομείται με τον κοινό αγώνα της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων, ενάντια στα συμφέροντα αυτά. Και για να το πούμε με ένα παράδειγμα: η φιλία ανάμεσα στους λαούς της Ελλάδας και της Τουρκίας δεν διδάσκεται με τον εξωραϊσμό της Οθωμανικής κυριαρχίας ή με τις ήπιες περιγραφές της ελληνικής επανάστασης, της μικρασιατικής καταστροφής και της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο. Διδάσκεται με την καρδιά του Ναζίμ Χικμέτ που «κάθε αυγή με τα χαράματα στην Ελλάδα τουφεκίζεται» και με τη φιλία του μεγάλου τούρκου κομμουνιστή ποιητή με το Γιάννη Ρίτσο – έκφραση η ζωή και το έργο και των δυό της εργατικής τάξης των πατρίδων τους – μια κι ο κομμουνιστής δεν μπορεί παρά να είναι ταυτόχρονα πατριώτης και διεθνιστής. Και τα δύο ονόματα όμως απουσιάζουν από το εν λόγω πόνημα…

Το συγκεκριμένο βιβλίο είναι επίσης ένα από τα ακραία συμπτώματα μιας τάσης που έχει παρουσιαστεί τα τελευταία χρόνια και που είναι γνωστή σαν «αναθεώρηση της ιστορίας». Σύμφωνα με την τάση αυτή, εξισώνεται η βία του κυρίαρχου με τη βία του κυριαρχούμενου και, υπό αυτό το πρίσμα, εξετάζονται και αξιολογούνται γεγονότα όπως η εαμική εθνική αντίσταση (τα τελευταία χρόνια έχει ξεσπάσει οξεία διαπάλη πάνω στο ζήτημα), ή η Οκτωβριανή Επανάσταση. Η τέτοιου είδους αντιμετώπιση περιλαμβάνει πλέον και παλαιότερα σημαντικά γεγονότα της ελληνικής ή της παγκόσμιας ιστορίας, όπως η ελληνική και η γαλλική επανάσταση. Η εμμονή, εξ άλλου, της υπουργού Παιδείας να το υποστηρίξει (καθώς και η «απροσδόκητη» στήριξή της από τον πρόεδρο του Συνασπισμού, σε μία εποχή κατά την οποία το συγκεκριμένο κόμμα – από τους βασικούς φορείς του κοσμοπολιτισμού στην ελληνική πολιτική ζωή – θέλει να δείχνει ότι είναι στα «χαρακώματα» με την κυβέρνηση) φανερώνει ότι η τέτοια θεώρηση και διδασκαλία της ιστορίας είναι κεντρική επιλογή της άρχουσας τάξης. Είναι στο χέρι των ιστορικών επιστημόνων αλλά και του εκπαιδευτικού κινήματος να μελετήσουν καλύτερα το εν λόγω πόνημα και να οξύνουν την κριτική τους σε αυτό: δεν διακυβεύεται μόνο η ιστορική μνήμη: διακυβεύεται και η δυνατότητα της αυριανής βάρδιας της εργατικής τάξης, την οποία θα αποτελέσει η συντριπτική πλειοψηφία των σημερινών μαθητών του δημοτικού - να γνωρίσει τις νομοτέλειες της ιστορίας και να μπορέσει να τις αξιοποιήσει προς όφελός της.-

Μάρτιος 2007

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

________________________________________

[1] Εξ άλλου, αυτή ακριβώς η μερίδα των αντιτιθέμενων στο βιβλίο καλείται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ώστε να τονωθεί αυτή η εντύπωση και να μεταφερθεί η διαμάχη σ` ένα μη πραγματικό πεδίο.

[2] Το «Πλήθων Γεμιστός» δεν είναι οναματεπώνυμο, όπως εύκολα – και λανθασμένα – θα συμπεράνει ο μαθητής. Ο φιλόσοφος λεγόταν Γεώργιος Γεμιστός και μετέτρεψε το επίθετό του σε «Πλήθων», μεταφράζοντάς το επί το αρχαιοπρεπέστερον.

[3] Το γεγονός δηλαδή ότι είναι η διαίρεση που αναγνώριζαν τα φεουδαρχικά καθεστώτα.

[4] Τους οποίους ωστόσο, για δικούς τους λόγους, περιόρισαν οι Βενετοί, στις δικές τους κτήσεις.

[5] Οι οποίοι, αναμφίβολα, αποτελούν ένα στρώμα με υψηλή κοινωνική θέση, ωστόσο υπολείπονται σαφώς της διοικητικής αριστοκρατίας που απαρτίζεται από τους Φαναριώτες.

[6] Σημαντικότατη επίσης έλλειψη είναι η μη αναφορά στην ίδρυση των τριών πρώτων ελληνικών κομμάτων που έφεραν τα ονόματα των τριών «προστάτιδων» δυνάμεων (Αγγλικό, Γαλλικό, Ρωσικό) και, στην πραγματικότητα, πρακτόρευαν τα αντίστοιχα συμφέροντα, πέρα και από τις συγκεκριμένες κοινωνικοταξικές τους αναφορές στον ελλαδικό χώρο (πχ. το Αγγλικό κόμμα είναι το στενότερα δεμένο με τα συμφέροντα του αγγλικού κεφαλαίου, ενώ το Ρωσικό συγκεντρώνει, γενικά, τα λαϊκώτερα στοιχεία).

[7] Και, εν πάση περιπτώσει, γιατί, κατά την ίδια λογική της «πολιτικής ορθότητας» δεν εμφανίζεται πουθενά, σε σχέση με τη λογοτεχνία του 20ου αιώνα, το όνομα της κομμουνίστριας διανοούμενης και αγωνίστριας για τα δικαιώματα των γυναικών, της Γαλάτειας Καζαντζάκη;

[8] Πολλώ δε μάλλον που οι τεράστιες αυτές διαδηλώσεις είχαν και αποτέλεσμα: κανένας έλληνας δεν μεταφέρθηκε στη Γερμανία για να δουλέψει στην πολεμική βιομηχανία του κατακτητή, κανένας έλληνας δεν οδηγήθηκε στο ανατολικό μέτωπο για να πολεμήσει εναντίον του σοβιετικού λαού που, εκείνη την εποχή, έγραφε τη δική του εποποιία.

[9] Γνωστός δημοσιογραφικός οργανισμός ο οποίος στηρίζει αναφανδόν το εν λόγω βιβλίο και δίνει συχνά βήμα στους συγγραφείς του, στα πλαίσια διανομής στους αναγνώστες των εντύπων του κειμένων της νέας ελληνικής λογοτεχνίας, έχει διαπράξει τελευταία τα ακόλουθα: έχει μεταφράσει (!) τη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη, την «Πάπισσα Ιωάννα» του Ροϊδη και τη «Γυναίκα της Ζάκυθος» του Σολωμού. Ακύρωσε έτσι το προσωπικό ύφος του πρώτου, την οξύτατη σάτιρα του δεύτερου και την ιστορικότητα του ιδιώματος που χρησιμοποιεί ο τρίτος. Αυτός δε ο τρίτος – όχι βέβαια ιεραρχικά – συνεπής και φανατικός υποστηρικτής, στον καιρό του, της λαϊκής γλώσσας – αν μάθαινε αυτή την παρέμβαση των σύγχρονων «σοφολογιώτατων»΄στο κείμενό του, θα το είχε πάθει το εγκεφαλικό πολύ νωρίτερα…

[10] Στο βιβλίο του δασκάλου, αναφέρεται ότι το παρελθόν είναι χαοτικό και άμορφο και ότι δουλειά του ιστορικού είναι να το ανασυγκροτήσει και να του δώσει μορφή. Επομένως, η ανθρώπινη νόηση οργανώνει την αντικειμενική πραγματικότητα . Πρόκειται για καθαρό υποκειμενικό ιδεαλισμό, ξένο προς τις κατακτήσεις της ιστορικής επιστήμης, που αντιμετωπίζει την ιστορία ως μια αντικειμενική διαδικασία, της οποίας τις νομοτέλειες αποτυπώνει.

Powered by Etomite CMS.