< Επισκόπηση προηγούμενης Θ.Ενότητας | Επισκόπηση επόμενης Θ.Ενότητας > |
ΓΙΑΝΝΗΣΜ
Ένταξη: 03 Ιούλ 2006 Δημοσιεύσεις: 463
|
Δημοσιεύθηκε: Δευ Ιούλ 16, 2007 7:12 am Θέμα δημοσίευσης: |
|
|
|
ΔΙΕΥΚΡΙΝΗΣΗ
Στο κεφάλαιο Δ' της πραγματείας του Αριστοτέλους, που κατα κεφάλαιο δημοσιεύω, παρέλειψα να διαγράψω κατα την επεξεργασία του κειμένου, τους αριθμούς,οι οποίοι αφορούν σε παραπομπές του μεταφραστή, που δεν παραθέτω λόγω χώρου. Ζητώ συγγνώμη από τους αναγνώστες του παρόντος θέματος. Συγκεκριμένα οι αριθμοί από το 66-83, που εμφανίζονται στο κείμενο, αφορούν αυτές τις σημειώσεις. Δεν επηρεάζουν την μελέτη του κειμένου, οπότε ας αγνοηθούν από τους φίλους.
Ευχαριστώ.
Υ.Γ.: Δεν θα επαναληφθεί το λάθος αυτό.  _________________ "Εάν δεν αφαιρέσεις από την αστική ηγεσία την υπεράσπιση του εθνισμού και την περάσεις στα χέρια της Αριστεράς, είσαι τελείως χαμένος σε οποιοδήποτε επαναστατικό σου παιχνίδι." Μιχάλης "Πάμπλο" Ράπτης.
|
|
Επιστροφή στην κορυφή |
|
|
ΓΙΑΝΝΗΣΜ
Ένταξη: 03 Ιούλ 2006 Δημοσιεύσεις: 463
|
Δημοσιεύθηκε: Τετ Ιούλ 18, 2007 6:35 am Θέμα δημοσίευσης: |
|
|
|
ΜΙΚΡΑ ΦΥΣΙΚΑ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ
ΠΕΡΙ ΑΙΣΘΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΩΝ
Μετάφραση Π. Γρατσιάτου (εκδόσεις Φέξη 1912)
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'.
Περί οσμών και οσφρήσεως. Αναφοραί οσμών καί χυμών. Δόξα Ηρακλείτου. Δύο αρχικά είδη οσμών. Οσμαί καλαί ή κακαί, αμέσως ή εμμέσως. Σχέσις οσμών καί εγκεφάλου. Όσφρησις ιχθύων καί εντόμων. Η όσφρησις εν μέσω αφ' ενός της αφής και γεύσεως, αφ' ετέρου της όψεως και ακοής. Δόξα Πυθαγορείων. Η οσμή συντελεί εις υγιείαν, αλλ' όχι εις θρέψιν.
1. Κατά τον αυτόν δε τρόπον πρέπει να πραγματευθώμεν και περί των οσμών. Διότι εκείνο όπερ ενεργεί εις το υγρόν το ξηρόν, το έγχυμον υγρόν ενεργεί τούτο ομοίως εις άλλο γένος (των οσμών) εν τω αέρι καί τω ύδατι. Τώρα περί των οσμών λέγομεν ότι το διαφανές είναι κοινή ιδιότης των δύο τούτων στοιχείων. Είναι δε το διαφανές στοιχείον αισθητόν υπό της οσφρήσεως (οσφραντόν), ουχί καθό διαφανές, αλλά καθ' όσον δύναται να μεταδίδη και να εκχέη την έγχυμον ξηρότητα .
2. Διότι η όσφρησις γίνεται ου μόνον εν τω αέρι, αλλά καί εν τω ύδατι· φανερόν δε είναι τούτο επί των ιχθύων και των οστρακόδερμων, διότι φαίνονται ότι οσφραίνονται, αν και δεν υπάρχη αήρ εν τω ύδατι, διότι όταν εισέλθη αήρ εις το ύδωρ αναβαίνει εις την επιφάνειαν, και διότι τα ζώα ταύτα δεν αναπνέουσιν.Εάν λοιπόν υποθέση τις, ότι καί ο αήρ καί το ύδωρ είναι αμφότερα υγρά, η φύσις του εγχύμου υγρού εν τω ύδατι θα είναι η οσμή, και το σώμα το έχον τοιαύτας ιδιότητας θα είναι το οσφραντόν.
3. Ότι δε το πάθος τούτο σώματός τινος προέρχεται εξ εγχύμου στοιχείου αυτού είναι φανερόν εκ των πραγμάτων, τα οποία έχουσιν οσμήν καί εξ εκείνων τα οποία δεν έχουσι. Τω οντι, τα στοιχεία, ήτοι το πυρ, ο αήρ, το ύδωρ, η γη, είναι άοσμα, διότι και τα ξηρά καί τα υγρά μέρη αυτών είναι άχυμα, εκτός εάν ανάμιξίς τις τα κάμνη να έχωσι χυμόν. Διό καί η θάλασσα έχει οσμήν, διότι έχει χυμόν καί ξηρότητα. Και τα άλατα έχουσι περισσότερον οσμήν παρά το νίτρον, ως αποδεικνύει το εξ αυτών εξαγόμενον δι' αποξηράνσεως έλαιον. Το δε νίτρον έχει οσμήν μάλλον της γης. Προσέτι ο μεν λίθος είναι άοσμος διότι είναι άχυμος, αλλά τα ξύλα έχουσιν οσμήν διότι έχουσι χυμόν (έγχυμα), καί εκ τούτων ολιγωτέραν έχουσιν οσμήν τα υδατώδη. Προσέτι εκ των μετάλλων ο χρυσός είναι άοσμος καθό άχυμος, αλλ' ο χαλκός καί ο σίδηρος είναι οσμώδη. Όταν δε το υγρόν στοιχείον των μετάλλων εκκαυθή, τότε αι σκωρίαι γίνονται αοσμότεραι πάντων. Ο δε άργυρος και ο κασσίτερος έχουσιν οσμήν περισσότερον ή ολιγωτέραν· άλλων μετάλλων, διότι είναι υδατώδη.
4. Νομίζουσι δε τινες ότι η οσμή είναι η καπνώδης αναθυμίασις, ήτις είναι κοινή εις την γην καί τον αέρα. Και πάντες οι περί της οσμής πραγματευθέντες μεταπίπτουσιν εις την εξήγησιν ταύτην. Διά ταύτα και ο Ηράκλειτος είπεν ότι, εάv πάντα τα όντα ήθελεν γίνει καπνός, διά των ρινών θα εγινώσκομεν πάντα. Πάντες δε οι αποκλίνοντες προς τοιαύτην εξήγησιν της οσμής θεωρούσιν αυτήν άλλοι μεν ως ατμόν, άλλοι δε ως αναθυμίασιν, άλλοι δε και το εν και το άλλο. Και ο μεν ατμός είναι είδος υγρότητος, η δε καπνώδης αναθυμίασις, ως είπομεν, είναι κοινή εις τον αέρα και την γην, και εξ εκείνου μεν αποτελείται το ύδωρ, εκ ταύτης δε είδος τι γης. Αλλ' η οσμή φαίνεται ότι δεν είναι ούτε το έν ούτε το άλλο, διότι ο μεν ατμός είναι εξ ύδατος, η δε καπνώδης αναθυμίασις αδύνατον είναι να σχηματίζηται εν τω ύδατι. Και όμως τα ζώντα εν τω ύδατι αισθάνονται, ως προείπομεν, την οσμήν. Προσέτι αι αναθυμιάσεις κατ' αυτούς έχουσι την αυτήν και αι απόρροιαι σημασίαν, καί αν η υπόθεσις αύτη περί της όψεως δεν είναι ορθή, ουδ' αύτη η θεωρία περί της οσμής είναι ορθή.
5. Είναι λοιπόν φανερόν, ότι το υγρόν, το οποίον υπάρχει εις τον αέρα (διότι και ο αήρ είναι φύσει υγρός) καί εις το ύδωρ, δύναται να δεχθή τι εκ του ξηρού στοιχείον, όπερ έχει χυμόν, και να πάθη τι υπ' αυτού. Προσέτι, εάν το ξηρόν στοιχείον, όταν τρόπον τίνα υγραίνηται, ενεργή εις τα υγρά ομοίως, όπως και εις τον αέρα, προδήλως αι οσμαί πρέπει να είναι ανάλογοι προς τους χυμούς. Και ακριβώς η αναλογία αύτη υπάρχει είς τινας οσμάς και χυμούς. Διότι υπάρχουσιν οσμαί δριμείαι και γλυκείαι και αυστηραί και στρυφναί και λιπαραί, και δύναταί τις να είπη ότι αι σαπραί οσμαί αναλογούσι προς τους πικρούς χυμούς. Διά τούτο, όπως δυσκόλως καταπίνει τις τους χυμούς εκείνους, ούτω δυσκόλως αναπνέει τας σαπράς οσμάς. Φανερόν είναι λοιπόν ότι η ποιότης, ήτις είναι ο χυμός εν τω ύδατι. αύτη είναι η οσμή εν τω αέρι και τω ύδατι. Και ένεκα τούτου το ψύχος και ο παγετός εξασθενίζουσι τους χυμούς και μηδενίζουσι τας οσμάς, διότι η ψύξις και η πήξις μηδενίζουσι την θερμότητα, ήτις είναι η κινητική και ποιητική αρχή των χυμών και οσμών.
7. Είδη δε οσφραντών αντικειμένων είναι δύο, και κακώς λέγουσί τινες ότι δεν υπάρχουσι διάφορα είδη οσφραντών. Υπάρχουσιν· αλλά πρέπει να διορισθή κατά ποίον σημασίαν είναι τούτο αληθές και κατά ποίαν ψευδές. Τινά μεν αυτών, ως είπομεν, αντιστοιχούσι προς τους χυμούς και περιέχουσι το ευάρεστον και δυσάρεστον κατά συμβεβηκός (εμμέσως). Διότι, επειδή οι χυμοί είναι πάθη της θρεπτικής δυνάμεως ημών, αι οσμαί αυτών είναι ευάρεστοι εις εκείνους, οίτινες επιθυμούσι, δυσάρεστοι δε εις εκείνους, οίτινες είναι κεκορεσμένοι και ουδεμίαν έχουσιν επιθυμίαν· ούτε πάλιν είναι ευάρεστος η οσμή εις εκείνους, εις ους η τροφή, ήτις έχει την ευάρεστον οσμήν, είναι δυσάρεστος. Ώστε αύται αι οσμαί δεν προξενούσιν, ως είπομεν, ηδονήν και λύπην ειμή κατά συμβεβηκός (εμμέσως), και διά τούτο είναι κοιναί εις πάντα τα ζώα. Άλλαι όμως εκ των οσμών είναι ευάρεστοι καθ' εαυτάς, λ. χ. αι οσμαί των ανθέων. Διότι ούτε περισσότερον ούτε ολιγώτερον παρακινούσιν αύται το ζώον εις την τροφήν, ουδέ συντελούσιν εις την επιθυμίαν αυτής, αλλά μάλλον το εναντίον. Διότι είναι αληθές εκείνο, όπερ είπεν ο Στράττις, σκώπτων τον Ευριπίδην: “Όταν βράζετε φακήν, να μη επιχύνετε μύρον”. Όσοι δε σήμερον αναμιγνύουσιν εις τα ποτά τοιαύτας ουσίας βιάζουσι την ηδονήν κατά την συνήθειάν των, πιστεύοντες ότι η προερχομένη εκ των δύο αισθήσεων ηδονή παράγεται εκ μιας μόνης αισθήσεως. 8. Το είδος τούτο λοιπόν της οσφρήσεως είναι ίδιον εις μόνους τους ανθρώπους, το δε συνδεόμενον με τους χυμούς είναι κοινόν και των άλλων ζώων, ως προείπομεν. Και επειδή αύται αι οσμαί είναι κατά συμβεβηκός ευάρεστοι, τα είδη αυτών κατατάσσονται σχετικώς προς τους χυμούς, αι άλλαι όμως όχι πλέον, διότι είναι φύσει καθ' εαυτάς ευάρεστοι ή δυσάρεστοι. Αίτιον δε του να είναι ιδιάζουσα εις τον άνθρωπον η τοιαύτη οσμή, είναι η κατάστασις (ήτις επικρατεί) πέριξ του εγκεφάλου. Τω όντι, επειδή ο εγκέφαλος είναι φύσει ψυχρός, το δε αίμα των πέριξ αυτού φλεβών είναι μεν λεπτόν και καθαρόν, αλλά ψύχεται ευκόλως, (και διά τούτο η αναθυμίασις της τροφής ψυχομένη εις το μέρος τούτο γεννά τας ρευματικός νόσους), το τοιούτον είδος της οσφρήσεως ανεπτύχθη εις τους ανθρώπους, ίνα βοηθή την υγιείαν. Διότι ουδέν άλλο έργον έχει αύτη η οσμή παρά τούτο, και προδήλως τούτο το έργον εκτελεί. 9. Διότι η μεν τροφή, αν και είναι ευάρεστος, και η ξηρά και η υγρά, πολλάκις γεννά νόσον· αλλ' η εξερχόμενη εκ τροφής ευώδους οσμή δεικνύει ό,τι είναι απολύτως ούτως ειπείν και πάντοτε ωφέλιμον εις ημάς οπωσδήποτε και αν είμεθα διατεθειμένοι. 10. Και διά τούτο η όσφρησις γίνεται διά της αναπνοής, ουχί μεν εις πάντα τα ζώα, αλλ' εις τους ανθρώπους, και εκ των εχόντων αίμα εις τα τετράποδα και εις όσα έχουσι μείζον μέρος εις την χρήσιν του αέρος. Τω όντι, επειδή αι οσμαί φέρονται άνω προς τον εγκέφαλον διά την ελαφρότητα της θερμότατος ην έχουσι, τα πέριξ του οργάνου τούτου μέρη είναι υγιεινότερα. Διότι η δύναμις της οσμής είναι φύσει θερμή. Η φύσις μεταχειρίζεται την αναπνοήν προς δύο σκοπούς, κυρίως μεν προς βοήθειαν (των ενεργειών) του στήθους, παρέργως δε προς μετάδοσιν της οσμής. Διότι όταν το ζώον αναπνέη, εκτελεί ως εν παρόδω την διά των μυκτήρων κίνησιν. 11. Είναι δε ίδιον εις την φύσιν του ανθρώπου το είδος τούτο της οσφρήσεως, διότι ούτος, σχετικώς προς το μέγεθος του, έχει τον μέγιστον και υγρότατον εγκέφαλον εξ όλων των ζώων. Δια τούτο και μόνος, ούτως ειπείν, ο άνθρωπος εξ όλων των ζώων αισθάνεται μετά χαράς τας οσμάς των ανθέων και τας ομοίας με ταύτας. Διότι η θερμότης και η κίνησις των οσμών αυτών είναι σύμμετρος με την υπερβολήν της εν τω εγκεφάλω υγρότητος και ψυχρότητος. 12. Εις δε τα άλλα ζώα, όσα έχουσι πνεύμονας, ίνα αναπνέωσιν, η φύσις έδωκε την αίσθησιν άλλου είδους οσμής. διά να μη πλάση δύο αισθητήρια όργανα· είναι αρκετόν εις αυτά, όταν αναπνέωσι, να έχωσι την αίσθησιν μόνον του ενός είδους οσμών, ενώ οι άνθρωποι διακρίνουσι και τα δύο είδη. 13. Ότι δε τα μη αναπνέοντα έχουσι την αίσθησιν της οσμής, είναι φανερόν διότι και οι ιχθύες και όλον το γένος των εντόμων ακριβώς και μακρόθεν αισθάνονται τας οσμάς ένεκα της προς το θρεπτικόν σχέσεως της οσμής· και τοιούτόν τι κάμνουσιν αι μέλισσαι και το γένος των μικρών μυρμήκων, τους οποίους τινές ονομάζουσι σκνίπας. Και εκ των εν τη θαλάσση ζώων ας πορφύραι και πολλά άλλα των τοιούτων ζώων αισθάνονται μετ' οξύτητος την τροφήν των εξ αιτίας της οσμής αυτής. 14. Με ποίον δε όργανον αισθάνονται δεν είναι επίσης φανερόν. Διά τούτο και δύναται τις να ερώτηση με ποίον όργανον αισθάνονται την οσμήν, εάν η όσφρησις γίνεται μόνον, όταν αναπνέωσι. Τούτο, τω όντι, φαίνεται ότι συμβαίνει εις όλα τα αναπνέοντα όντα. Εξ εκείνων όμως των ζώων ουδέν αναπνέει, αλλ' όμως αισθάνεται την οσμήν. Εκτός εάν υπάρχη άλλη τις αίσθησις παρά τας πέντε. Τούτο όμως είναι αδύνατον, διότι η αίσθησις της οσμής είναι η όσφρησις. Εκείνα δε αισθάνονται την οσμήν· ίσως όμως ουχί κατά τον αυτόν τρόπον. Αλλ' εις μεν τα αναπνέοντα η πνοή απομακρύνει ως σκέπασμα επικειμένην μεμβράνην, και δια τούτο, εάν δεν αναπνεύσωσι, δεν αισθάνονται την οσμήν. Εις δε τα μη αναπνέοντα λείπει το σκέπασμα τούτο, όπως συμβαίνει και εις τους οφθαλμούς· άλλα μεν ζώα έχουσι βλέφαρα, και αν ταύτα δεν ανοίξωσι, δεν δύνανται να βλέπωσιν. Όσα δε έχουσι σκληρούς τους οφθαλμούς δεν έχουσι βλέφαρα και διά τούτο δεν έχουσιν ανάγκην να ανυψώσι κάλυμμα, αλλά βλέπουσιν ευθύς άμα δύνανται να βλέπωσιν. 15. Ομοίως και οιονδήποτε των άλλων ζώων ουδέν υφίσταται δυσφορίαν διά οσμήν καθ' εαυτήν αηδή, εκτός εάν τύχη να είναι επιβλαβής. Υπό τούτων δε ενίοτε φονεύονται, όπως και οι άνθρωποι αισθάνονται βάρος εις την κεφαλήν εκ του ατμού των ανθράκων και θανατόνονται πολλάκις· ούτως υπό της δυνάμεως του θείου και των ασφαλτωδών υλών θανατούνται άλλα ζώα και φεύγουσιν αυτάς εξ αιτίας του παθήματος τούτου. Περί της δυσωδίας όμως καθ' εαυτήν αδιαφορούσιν εντελώς, αν και πολλά φυτά έχουσιν αηδείς τας οσμάς, εκτός εάν αύται επηρεάζωσι την γεύσιν ή την τροφήν. 16. Επειδή δε αι αισθήσεις είναι περιτταί κατά τον αριθμόν (πέντε), ο δε περιττός αριθμός έχει μέσον όρον, φαίνεται ότι η αίσθησις της οσφρήσεως είναι και αυτή εν τω μέσω αφ' ενός μεν των δύο αμέσως απτομένων τα αισθητά, δηλαδή της αφής και της γεύσεως, και εξ άλλου των διά τινος διαμέσου αισθανομένων εμμέσως, ήτοι της όψεως και της ακοής. Διά τούτο και η οσμή είναι πάθος (ιδιότης) των τροφών, (διότι αύται ανήκουσιν εις τα απτά αντικείμενα) και προσέτι των ακουστών και των ορατών πραγμάτων, διότι αι οσμαί εν τω αέρι και εν τω ύδατι γίνονται επαισθηταί. Ώστε η οσμή είναι τρόπον τινά κοινή εις τα δύο ταύτα και ευρίσκεται εις το απτόν, το ακουστόν και το διαφανές. Δια τούτο καί ευλόγως παρομοιάζουσι την οσμήν με είδος βαφής και πλύσεως του ξηρού στοιχείου, όπερ είναι εν τω υγρώ και τω ρευστώ (αέρι). 17. Πώς λοιπόν πρέπει να νοώμεν τα είδη των οσμών και πως δεν πρέπει, αρκούσι τα ειρημένα.
18. Εκείνο δε το οποίον λέγουσί τινες εκ των Πυθαγορείων, ότι δηλαδή τινά ζώα τρέφονται με οσμάς, δεν είναι ορθόν. Διότι κατά πρώτον βλέπομεν ότι η τροφή είναι σύνθετος, διότι και τα τρεφόμενα όντα δεν είναι απλά. Διά τούτο και γίνεται περίττωμα της τροφής ή εντός των τρεφομένων, ή εκτός, όπως εις τα φυτά (η ρητίνη λ. χ.). Προσέτι ούτε το ύδωρ, εάν είναι μόνον και άμικτον, δύναται να τρέφη· διότι η ύλη, ήτις θα αφομοιωθή, πρέπει να έχη φυσικήν στερεότητα. Προσέτι είναι πολύ ολιγώτερον λογικόν να νομίζωμεν, ότι ο αήρ δύναται να γείνη στερεά ύλη. Και προς τούτοις βλέπομεν, ότι πάντα τα ζώα έχουσιν όργανον δεχόμενον την τροφήν, εκ του οποίου το σώμα μετά την είσοδόν της την αφομοιούται· αλλά της οσμής το αισθητήριον όργανον είναι εν τη κεφαλή, εισέρχεται δε εις αυτό η οσμή μετά αναθυμιάσεως εξ αέρος, και ούτω προχωρεί εις το αναπνευστικόν όργανον.
19. Ότι λοιπόν η οσμή ως οσμή ουδόλως συντελεί εις τροφήν, είναι φανερόν αλλ' όμως και εκ της αισθήσεως και εκ των άνω ειρημένων είναι φανερόν, ότι βοηθεί εις την υγιείαν. Ώστε ό,τι είναι ο χυμός εις το θρεπτικόν όργανον και εις τα τρεφόμενα μέρη, τούτο είναι η οσμή προς την υγιείαν. Περί εκάστου λοιπόν των αισθητηρίων αρκούσιν οι τοιούτοι διορισμοί.
_________________ "Εάν δεν αφαιρέσεις από την αστική ηγεσία την υπεράσπιση του εθνισμού και την περάσεις στα χέρια της Αριστεράς, είσαι τελείως χαμένος σε οποιοδήποτε επαναστατικό σου παιχνίδι." Μιχάλης "Πάμπλο" Ράπτης.
|
|
Επιστροφή στην κορυφή |
|
|
ΓΙΑΝΝΗΣΜ
Ένταξη: 03 Ιούλ 2006 Δημοσιεύσεις: 463
|
Δημοσιεύθηκε: Δευ Ιούλ 23, 2007 6:15 am Θέμα δημοσίευσης: |
|
|
|
ΜΙΚΡΑ ΦΥΣΙΚΑ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ
ΠΕΡΙ ΑΙΣΘΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΩΝ
Μετάφραση Π. Γρατσιάτου (εκδόσεις Φέξη 1912)
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ς'.
Περί αισθητικού. Δύνανται άρά γε τα αισθήματα να διαιρώνται επ' άπειρον, όπως τα αισθητά; Δυνάμει, είναι αισθητά τα απείρως μικρά μέρη των σωμάτων, ενεργεία όμως αισθανόμεθα αυτά μόνον, όταν έχωσι μέγεθος. Η οσμή και ο ήχος ενεργούσι πρότερον επί του διαμέσου στοιχείου και διά τούτου εις την αίσθησιν. Το φως όμως αισθανόμεθα ουχί ομοίως, αλλά εν τω άμα.
1. Δύναταί τις να ερωτήση: Εάν παν σώμα διαιρήται επ' άπειρον, άρά γε επ' άπειρον δύνανται να διαιρώνται αι αισθηταί ποιότητες των σωμάτων, δηλαδή το χρώμα και ο χυμός και η οσμή και ο ήχος και το βάρος, και το ψυχρόν καί το θερμόν, καί το σκληρόν καί το μαλακόν; Ή είναι αδύνατον τούτο; Τω όντι, έκαστον των αισθητών τούτων διεγείρει την αίσθησιν, καί πάντα έλαβον τα οικεία ονόματα, διότι δύνανται να θέτωσιν εις κίνησιν την αίσθησιν. Ώστε αναγκαίως η αίσθησις έπρεπε να διαιρήται επ' άπειρον καί παν μέγεθος να είναι αισθητόν. Διότι αδύνατον να ίδωμεν, ότι αντικείμενόν τι είναι λευκόν, εάν τούτο δεν έχη ποσόν τι (διαστάσεις). 2. Διότι αν άλλως είχε το πράγμα, θα ήτο δυνατόν να υπάρχη σώμα μη έχον μήτε χρώμα, μήτε βάρος, μήτε άλλην ουδεμίαν τοιαύτην ιδιότητα, επομένως ουδόλως θα ήτο αισθητόν, διότι αύται αι ιδιότητες συνιστώσι το αισθητόν και ούτω το αισθητόν θα συνέκειτο εκ μερών ουχί αισθητών. Αλλά σώμα αισθητόν αναγκαίως σύγκειται από αισθητά, διότι βέβαια δεν θα σύγκειται εκ μαθηματικών (αφηρημένων) στοιχείων. 3. Προσέτι με τί θα κρίνωμεν και θα γινώσκωμεν τα αισθητά ταύτα; Άρά γε διά του νου; Αλλά ταύτα δεν είναι νοητά στοιχεία, και ο νους δεν νοεί τα. εξωτερικά πράγματα, εάν μη συνοδεύωνται υπό αισθήσεως. 4. Αλλά συνάμα ταύτα, εάν έχωσιν ούτως (αν τα σώματα σύγκεινται εκ μερών μη αισθητών), φαίνεται ότι συνηγορούσιν υπέρ των δεχομένων αδιαίρετα μεγέθη, διότι ούτω θα ελύετο το ζήτημα· Αλλά ταύτα είναι αδύνατα, περί αυτών δε έγινε λόγος εις τας περί κινήσεως πραγματείας.
5. Εκ της λύσεως όμως τούτων θα γείνη φανερόν και διά τί είναι περιωρισμένα τα είδη των χρωμάτων, του χυμού, καί των φθόγγων καί των άλλων αισθητών. Διότι εις τα σώματα, τα οποία έχουσι πέρατα, πρέπει καί αι εσωτερικαί ιδιότητες να έχωσι πέρατα, άκρα. δε είναι τα εναντία· καί παν ό,τι είναι αισθητόν έχει εναντίωσιν, λ.χ. εις το χρώμα εναντία είναι το λευκόν καί το μέλαν, εις δε τους χυμούς το γλυκύ και το πικρόν· καί εις τα άλλα πάντα τα αισθητά έσχατα πέρατα είναι τα εναντία.
6. Παν λοιπόν σώμα συνεχές δύναται να διαιρήται εις άπειρα μέρη άνισα, εις πεπερασμένα δε τον αριθμόν μέρη, αν ταύτα είναι ίσα. Το δε σώμα, όπερ δεν είναι συνεχές καθ' εαυτό, διαιρείται εις είδη, τα οποία είναι περιωρισμένα. 7. Επειδή λοιπόν πρέπει τα πάθη (αι ιδιότητες) των σωμάτων να θεωρώνται ως είδη καί επειδή η συνέχεια υπάρχει πάντοτε εν αυτοίς, πρέπει να διακρίνωμεν το δυνάμει από του εν ενεργεία. Καί ούτω το μυριοστόν μέρος ενός κόκκου κέγχρου διαφεύγει την αντίληψιν ημών, καίτοι η όψις ημών το διήλθε· καί προσέτι ο ήχος της διέσεως μας λανθάνει, καίτοι ακούομεν όλον το μέρος, όπερ είναι συνεχές. Αλλά το μεταξύ διάστημα από του μέσου προς τα άκρα διαφεύγει την αντίληψιν ημών. Ομοίως δε καί περί των απείρως σμικρών μεταξύ άλλων αισθητών, είναι δηλαδή καί ταύτα δυνάμει ορατά, αλλά ουχί εν ενεργεία καί όταν αποχωρισθώσιν· ούτως η γραμμή ενός ποδός δυνάμει υπάρχει εις την γραμμήν δύο ποδών, αλλ' εν ενεργεία υπάρχει μόνον όταν χωρισθή. Όταν δε χωρίζωνται μεγέθη υπερβολικώς μικρά, ευνόητον είναι ότι διαλύονται εις τα σώματα τα περιέχοντα αυτά, καθώς ελάχιστος χυμός χάνεται όταν χυθή εις την θάλασσαν. Αλλ' όμως, επειδή το υπερβολικώς μικρόν ποσόν λανθάνει την αίσθησιν, δεν είναι αισθητόν καθ' εαυτό, ουδέ όταν είναι χωριστόν, διότι η λίαν μικρά ποσότης ενυπάρχει εις σώμα ακριβέστερον αυτής αισθητόν, ούτε τοιούτον τι αισθητόν δύναται να γείνη αισθητόν ενεργεία αν είναι χωριστόν, αλλ' όμως είναι αισθητόν αντικείμενον, διότι είναι ήδη δυνάμει αισθητόν, καί θα γείνη και ενεργεία όταν προστεθή είς τι.
8. Είπομεν λοιπόν, ότι μεγέθη τινά καί ιδιότητες σωμάτων διαφεύγουσι την αντίληψιν ημών, καί εδείξαμεν διά τίνα αιτίαν καί προσέτι κατά ποίαν σημασίαν είναι αισθητά καί κατά ποίαν ουχί. Όταν όμως ήδη ταύτα υπάρχωσιν ούτω προς εαυτά, ώστε να είναι και ενεργεία αισθητά, ουχί μόνον εν τω όλω του σώματος, αλλά και όταν είναι χωριστά, αναγκαίως πρέπει να υπάρχωσι περιωρισμένα κατά τον αριθμόν καί χρώματα καί χυμοί καί ήχοι.
9. Δύναται τις να ερώτηση ακόμη, άρά γε τα αισθητά αντικείμενα ή αι από των αισθητών προερχόμεναι κινήσεις, όπως δήποτε και αν γίνηται η αίσθησις, όταν είναι εκείναι εν ενεργεία, φθάνουσιν (επιδρώσιν) εις το διάμεσον πρώτον, ως φαίνεται ότι συμβαίνει εις την οσμήν καί τον ήχον διότι πρώτος αισθάνεται την οσμήν ο ευρισκόμενος πλησίον, και ο ήχος φθάνει εις το ούς τινος μετά τον κτύπον. Άρα λοιπόν το αυτό συμβαίνει εις το ορατόν αντικείμενον καί το φως; Καθώς λέγει ο Εμπεδοκλής, το φως του ήλιου φθάνει πρώτον εις το μεταξύ στοιχείον πριν ή φθάση εις την όψιν ημών καί επί της γης. Τούτο δε φαίνεται μετά λόγου ότι συμβαίνει. Διότι παν ό,τι κινείται, κινείται έκ τινος τόπου προς άλλον, ώστε πρέπει να παρέλθη εξ ανάγκης χρόνος, καθ' ον κινείται εκ του ενός εις τον άλλον. Αλλ'' ο χρόνος είναι πάντοτε διαιρετός, ώστε υπάρχει χρόνος καθ' ον η ακτίς του ηλίου δεν βλέπεται από ημάς ακόμη, αλλά φέρεται έτι εις το μεταξύ. 10. Αλλά και εάν παν πράγμα συγχρόνως ακούη καί έχη ακούσει, καί αν γενικώς το παρόν αίσθημα συνενούται με το πρότερον αυτού καί δεν υπάρχη γένεσις αυτών διαδοχική, αλλ' όμως δεν έχουσι την πορείαν ταύτην ούτως, όπως και ο ήχος όστις, αφού ήδη έγεινε ο κτύπος, δεν έφθασεν ακόμη εις την ακοήν. Δεικνύει δε τούτο καί ο μετασχηματισμός των γραμμάτων εν τη γλώσση, διότι η κίνησις αυτών συμβαίνει εις το μεταξύ. Τω οντι οι ακούοντες φαίνονται ότι δεν ήκουσαν καλώς τα λεχθέντα, διότι ο αήρ κινούμενος μεταβάλλεται.
11. Ούτω λοιπόν συμβαίνει καί εις το χρώμα καί το φως; Βέβαια ουχί διά προσδιωρισμένην τινά θέσιν η μεν όψις δρα, το δε αντικείμενον οραται, ως να είναι ίσα πράγματα. Διότι τότε δεν ήθελεν είναι ανάγκη να είναι καί το εν καί το άλλο εις ωρισμένον μέρος· διότι εις τα πράγματα τα γενόμενα ίσα είναι αδιάφορον αν είναι πλησίον ή μακράν αλλήλων.
Ή ορθώς λέγεται ότι τούτο (η διαδοχική μετάδοσις) συμβαίνει ως προς τον ήχον και την οσμήν. Διότι όπως ο αήρ καί το ύδωρ, είναι και εκείνα συνεχή, αλλ' όμως η κίνησις και των δύο είναι μεριστή. Διά τούτο και αφ' ενός μεν είναι δυνατόν το αυτό πράγμα να ακούη καί να οσφραίνηται καί ο εγγύτατος καί ο απώτατος, καί αφ' ετέρου δεν είναι δυνατόν. Τινές δε νομίζουσιν ότι υπάρχει δυσκολία καί περί τούτου, δηλαδή λέγουσιν ότι είναι αδύνατον άλλος τις να ακούη ή να ορα και να οσφραίνηται το αυτό πράγμα όπως εις άλλος· διότι δεν είναι δυνατόν πολλοί να ακούωσι καί να οσφραίνωνται ομοίως, όταν είναι χωριστοί, διότι άλλως το πράγμα, όπερ είναι εν, θα ήτο αυτό χωριστόν εαυτού. Ή δυνάμεθα να είπωμεν, ότι πάντες αισθάνονται το πρώτον κινήσαν την αίσθησιν λ. χ. τον κώδωνα ή τον λιβανωτόν ή το πύρ ως το αυτό και εν κατά τον αριθμόν, αλλά κατά τας ιδιότητας αυτού έκαστος, το αισθάνεται ως άλλο αριθμητικώς, το αυτό δε κατ' είδος. Διά τούτο πολλοί συγχρόνως ορώσι το αυτό και ακούουσι καί οσφραίνονται. Ταύτα όμως (ήχος, οσμή) δεν είναι σώματα, αλλά πάθος και κίνησίς της, διότι άλλως δεν θα παρήγετο το φαινόμενον τούτο, αλλά δεν είναι καί χωρίς σώματος.
14. Άλλως όμως συμβαίνει εις το φως· διότι το φως υπάρχει, επειδή είναι ουσία τις, αλλ' ουχί κίνησις. Εν γένει δε ουδέ η μεταβολή είναι ομοία με την κατά τόπον κίνησιν, διότι αι τοπικαί κινήσεις ορθώς λέγεται ότι κατά πρώτον φθάνουσιν εις το μεσολαβούν σώμα· ο ήχος π. χ. φαίνεται ότι είναι κίνησις πράγματος, όπερ μετατοπίζεται. Αλλά δεν συμβαίνει ομοίως και εις όσα μεταβάλλονται· διότι δύνανται να μεταβάλλωνται έκαστον ολόκληρον και ουχί πρώτον κατά το ήμισυ, ως το ύδωρ λ. χ. όπερ δύναται να πήγνυται συγχρόνως όλον. Αλλ' όμως, αν το θερμαινόμενον ή πηγνυόμενον είναι πολύ, δύναται να μεταβάλληται και να πάσχη εν μέρος υπό του μέρους του συνεχόμενου με αυτό, το πρώτον δε μέρος μόνον να μεταβάλληται υπό αυτού του προξενούντος την αλλοίωσιν σώματος. Και ούτω δεν είναι ανάγκη το αλλοιούμενον να αλλοιούται συγχρόνως όλον. Θα ησθανόμεθα δε την γεύσιν χυμού ως αιίσθανόμεθα οσμήν, εάν εζώμεν εντός υγρού στοιχείου και ησθανόμεθα οσμάς μακρότερον, πριν ή θίξωμεν αυτό το σώμα.
15. Ευλόγως λοιπόν αι αισθήσεις αι γινόμεναι διά μεσολαβούντος σώματος, δεν αισθάνονται συγχρόνως (τα αισθητά αντικείμενα), πλην του φωτός, ένεκα των ειρημένων λόγων. Διά την αυτήν αιτίαν εξαιρείται και η όρασις, διότι το φως είναι το ποιούν αυτήν αίτιον. _________________ "Εάν δεν αφαιρέσεις από την αστική ηγεσία την υπεράσπιση του εθνισμού και την περάσεις στα χέρια της Αριστεράς, είσαι τελείως χαμένος σε οποιοδήποτε επαναστατικό σου παιχνίδι." Μιχάλης "Πάμπλο" Ράπτης.
|
|
Επιστροφή στην κορυφή |
|
|
ΓΙΑΝΝΗΣΜ
Ένταξη: 03 Ιούλ 2006 Δημοσιεύσεις: 463
|
Δημοσιεύθηκε: Δευ Ιούλ 23, 2007 6:23 am Θέμα δημοσίευσης: |
|
|
|
ΜΙΚΡΑ ΦΥΣΙΚΑ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ
ΠΕΡΙ ΑΙΣΘΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΤΩΝ
Μετάφραση Π. Γρατσιάτου (εκδόσεις Φέξη 1912)
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'.
Δύναταί τις να αισθάνηται πολλά συγχρόνως; Μίξις κινήσεων. Μίξις πραγμάτων. Αδύνατος η σύγχρονος αίσθησις δύο πραγμάτων ομοειδών ή ετεροειδών. Περί συμφωνίας ήχων. Αισθανόμεθα, τα πράγματα εν τη ολότητι αυτών και ουδέν λανθάνει τας αισθήσεις ημών. Η ψυχή, μία ούσα, αντιλαμβάνεται διαδοχικώς πάντα, αλλά ουχί το αδιαίρετον.
1. Υπάρχει δε και άλλη απορία ως προς την αίσθησιν, η εξής: Άρά γε είναι δυνατόν δύο πράγματα να αισθανώμεθα ομού εις την αυτήν και αδιαίρετον στιγμήν χρόνου ή όχι, εάν είναι αληθές ότι πάντοτε η μεγαλειτέρα κίνησις αφανίζει την μικροτέραν; Διά τούτο όταν τίθεται τι υπό τα όμματα, δεν αισθάνονται αυτό οι άνθρωποι, αν τύχη να συλλογίζονται τι βαθέως ή να φοβώνται ή να ακούωσι μέγαν ήχον. Τούτο λοιπόν έστω ομολογούμενον, και ακόμη, ότι έκαστον πράγμα δυνάμεθα να αισθανώμεθα ευκολώτερον, όταν είναι απλούν, παρά όταν είναι μεμιγμένον με άλλα, λ. χ. τον οίνον, όταν είναι άκρατος παρά κεκραμένος, και το μέλι και το χρώμα, και την νήτην όταν είναι μόνη παρά όταν είναι μεμιγμένη μέ την διά πασών, διότι τα αισθήματα επισκοτίζουσιν άλληλα εν τω μίγματι. Και τούτο συμβαίνει εις τα πράγματα εκ των οποίων γίνεται έν τι. Εάν λοιπόν η μεγαλειτέρα κίνησις αφανίζη την μικροτέραν, αναγκαίως, όταν είναι σύγχρονοι, και αυτή η μεγαλειτέρα θα είναι ολιγώτερον επαισθητή παρά εάν ήτο μόνη. Διότι η μικροτέρα αναμιγνυομένη αφαιρεί μέρος (της δυνάμεως) της μεγαλειτέρας, αν αληθεύη ότι όλα τα πράγματα, όταν είναι απλά, είναι περισσότερον αισθητά. Εάν δε αι κινήσεις είναι μεν ίσαι αλλά διάφοροι, δεν θα γείνη αισθητή ούτε η μία ούτε η άλλη, διότι η μία θα αφανίζη εξ ίσου την άλλην. Αλλά βεβαίως δεν δυνάμεθα να αισθανώμεθα αίσθησιν απλήν. Ώστε ή ουδεμία τότε θα υπάρχη αίσθησις, ή θα υπάρχη άλλη διάφορος αποτελουμένη εκ των δύο. Και τούτο φαίνεται ότι συμβαίνει εις τα αναμιγνυόμενα εφ' όσον είναι μεμιγμένα. 2. Επειδή λοιπόν έκ τινων μεν ενουμένων γίνεταί τι, εξ άλλων όμως δεν γίνεται, τα τελευταία είναι τα ανήκοντα εις αισθήσεις διαφόρους· (διότι μιγνύονται) μόνον τα πράγματα, των οποίων τα άκρα είναι εναντία. Αδύνατον δε εκ λευκού (χρώματος) και οξέος (ήχου) να γείνη μία ενότης, ει μη κατά συμβεβηκός (εμμέσως)· αλλά τότε η τοιαύτη ενότης δεν θα είναι όπως η αρμονία η αποτελούμενη εκ του οξέος καί του βαρέος. Άρα ούτε είναι δυνατόν να αισθανώμεθα συγχρόνως τας ποιότητας ταύτας. Διότι, αν αι κινήσεις αυτών είναι ίσαι, αφανίζουσιν η μία την άλλην, αφού εξ αυτών δεν αποτελείται μία μόνη. Εάν δε είναι άνισοι, μόνον η ισχυροτέρα αυτών θα προξενήση αίσθησιν. 3. Διότι η ψυχή ήθελεν αισθανθή μάλλον δύο πράγματα συγχρόνως δι' ενός μόνου αισθήματος, όταν είναι αισθητά υπό μιας μόνης αισθήσεως, λ. χ. το βαρύ και το οξύ, διότι η κίνηοις της μιας μόνης αισθήσεως θα εγίνετο συγχρόνως ευκολώτερον της των δύο διαφόρων, λ. χ. της όψεως καί της ακοής. Να αισθανώμεθα δε δύο πράγματα συγχρόνως διά μιας αισθήσεως είvαι αδύνατον, εκτός εάν ταύτα αναμιχθώσι, διότι το μίγμα τείνει πάντοτε εις έν (την ενότητα), και του ενός πράγματος δεν υπάρχει παρά μία αίσθησις. Η δε μία αίσθησις είναι μία χρονολογική μονάς. Ώστε εξ ανάγκης η ψυχή αισθάνεται συγχρόνως τα μεμιγμένα πράγματα, διότι αισθάνεται διά μιας κατ' ενέργειαν αισθήσεως. Τω όντι, το πράγμα όταν είναι αριθμητικώς εν, το αισθάνεται μία μόνη κατ' ενέργειαν αίσθησις, το δε κατ' είδος έν αισθάνεται η μία κατά δύναμιν αίσθησις. Και λοιπόν αν η αίσθησις είναι ενεργεία μία μόνη, η ψυχή θα υπολάβη ότι το αισθητόν είναι εν. Κατ' ανάγκην άρα πρέπει να είναι μεμιγμένα τα αισθήματα. Όταν όμως δεν είναι μεμιγμένα, θα είναι δύο τα κατ' ενέργειαν αισθήματα. Αλλά σχετικώς προς την μίαν δύναμιν και την αδιαίρετον στιγμήν χρόνου, αναγκαίως η ενέργεια πρέπει να είναι μία. Διότι η χρήσις καί η κίνησις μιας μόνης αισθήσεως εν μιά στιγμή είναι μία, όπως μία μόνη υπάρχει δύναμις αυτής.
Δεν είναι άρα δυνατόν να αισθανώμεθα δύο τινά συγχρόνως διά μιας μόνης αισθήσεως. Αλλά προσέτι, εάν δύο πράγματα υποπίπτοντα υπό την αυτήν αίσθησιν είναι αδύνατον να αισθανώμεθα συγχρόνως, φανερόν είναι ότι πολύ ολιγώτερον δυνάμεθα να αισθανώμεθα δύο πράγματα ανήκοντα εις δύο διαφόρους αισθήσεις, λ. χ. το λευκόν (χρώμα) καί τον γλυκύν (χυμόν). Διότι φαίνεται ότι η ψυχή αντιλαμβάνεται το αριθμητικώς εν, διότι το αισθάνεται εις τον αυτόν χρόνον, αλλά το εν κατά το είδος αντιλαμβάνεται δια της διακρινούσης αυτό αισθήσεως καί διά του τρόπου (της ενεργείας) τούτου· λέγω π. χ. ότι η αυτή αίσθησις κρίνει το λευκόν και το μέλαν, καίτοι διάφορα όντα κατά το είδος, η αυτή δε πάλιν καί το γλυκύ καί το πικρόν, αλλά διάφορος εις τας δύο περιπτώσεις. Καί άλλως μεν κρίνει έκαστον των εναντίων, εκάστη δε των αισθήσεων, ενώ αντιλαμβάνεται ομοίως τα αντίστοιχα ζεύγη π.χ. όπως η γεύσις το γλυκύ, ούτως η όψις το λευκόν, καί όπως αύτη το μέλαν, ούτως εκείνη το πικρόν αντιλαμβάνεται.
4. Προσέτι εάν αι εν τη αισθήσει κινήσεις των εναντίων είναι εναντίαι προς αλλήλας καί εάν τα εναντία δεν δύνανται να υπάρχωσι συγχρόνως εις εν καί το αυτό άτομον, τότε όπου τα εναντία ανήκουσιν εις μίαν αίσθησιν, λ. χ. το γλυκύ καί το πικρόν, αδύνατον είναι να αισθανώμεθα ταύτα συγχρόνως. Ομοίως είναι φανερόν, ότι ουδέ τα μη εναντία δυνάμεθα να αισθανώμεθα συγχρόνως, διότι εκ των χρωμάτων τα μεν μετέχουσι του λευκού τα δε του μέλανος . Ομοίως δε καί περί των άλλων αισθημάτων, λ.χ. εκ των χυμών, οι μεν ανήκουσιν εις το γλυκύ, οι δε εις το πικρόν. Ούτε πάλιν τα μεμιγμένα πράγματα δυνάμεθα συγχρόνως να αισθανώμεθα, διότι αι αναλογίαι αυτών έχουσι αναφοράν εναντίων, λ. χ. το διά πασών καί το διά πέντε, εκτός εάν τις αισθάνηται αυτά ως εν. Καί ούτω μόνον, ουχί δε άλλως, υπάρχει μία μόνη αναλογία άκρων. Διότι θα υπάρχη συγχρόνως λόγος του πολλού προς το ολίγον ή του περιττού προς το άρτιον, καί λόγος του ολίγου προς το πολύ ή του αρτίου προς το περιττόν. Εάν λοιπόν τα λεγόμενα σύστοιχα αλλά όντα γένους διαφόρου απέχωσι καί διαφέρωσι μεταξύ των πολύ περισσότερον παρά τα του αυτού γένους, λέγω π. χ. το γλυκύ καί το λευκόν, τα οποία καλώ σύστοιχα, αλλά είναι διάφορα κατά το γένος, καί το μεν γλυκύ διαφέρει από το μέλαν κατά το είδος πολύ περισσότερον παρά το λευκόν, πολύ ολιγώτερον είναι δυνατόν να αισθανώμεθα συγχρόνως ταύτα παρά τα του αυτού γένους. Ώστε εάν ταύτα (του αυτού γένους δεν είναι συγχρόνως αισθητά), άρα ουδέ εκείνα (τα ετερογενή).
5. Εκείνο δε όπερ λέγουσί τινες των γραψάντων περί συμφωνίας των ήχων, ότι οι ήχοι δεν φθάνουσι συγχρόνως εις το ους, αλλά μόνον φαίνονται ότι φθάνουσι, καί ότι απατώμεθα διότι είναι ανεπαίσθητος ο χρόνος (ο χωρίζων έκαστον) ήχον, άρά γε λέγεται ορθώς ή όχι; Ίσως δύναται τις να είπη, ότι καί ενταύθα νομίζομεν ότι βλέπομεν καί ακούομεν συγχρόνως, διότι μας διαφεύγουσιν οι χρόνοι οι μεταξύ. Αλλά τούτο δεν είναι αληθές, ούτε. είναι δυνατόν να υπάρχη χρόνος μη αισθητός ή όστις μας διαφεύγει, αλλά δυνάμεθα να αισθανώμεθα πάσαν στιγμήν. Τω όντι, ότε τις αισθάνεται αυτός εαυτόν, ή ότε αισθάνεται άλλο τι εις συνεχή χρόνον, αδύνατον είναι να μη έχη ούτος συνείδησιν, ότι ύπαρχει (αυτός ή το άλλο), αλλ' αν εις συνεχή χρόνον υπάρχη διάστημα τόσον μικρόν, ώστε να είναι όλως ανεπαίσθητον, φανερον είναι ότι τότε δεν θα είχεν ούτος συνείδησιν, ότι αυτός υπάρχει και ότι βλέπει και αντιλαμβάνεται αντικείμενόν τι ή ουχί. Προσέτι δεν θα υπήρχεν ούτε χρόνος ούτε πράγμά τι ούτε στιγμή χρόνου αισθητά, εκτός εάν εννοώμεν ούτω ότι δεν αισθανόμεθα παρά έν τινι μέρει του χρόνου τούτου, ή ότι δεν βλέπομεν παρά μέρος του αντικειμένου· αν υποτεθή ότι υπάρχει μέτρον χρόνου ή των αντικειμένων, όπερ γίνεται εντελώς ανεπαίσθητον διά την μικρότητα αυτών. Διότι εάν βλέπη τις το όλον, την γην, τότε αντιλαμβάνεται και όλον τον χρόνον εν τη συνεχεία αυτού και ουχί έν τινι των μεμονωμένων στιγμών του. Έστω ότι β γ παριστά το μη αισθητόν μέρος χρόνου. Αισθάνεταί τις άρα εν μέρει τινί του όλου ή ιδιαίτερον μέρος, καθώς π. χ. βλέπει την γην όλην, διότι βλέπει τούτο τo ωρισμένον μέρος αυτής και πόσον μακράν βαδίζει καθ' όλον το έτος, διότι βλέπει πόσον βαδίζει καθ' ωρισμένον μέρος αυτού. Αλλ' όμως ουδέν αισθάνεται εν τω β γ. Άρα λοιπόν, επειδή αισθάνεται έν τινι μέρει το όλον α β , λέγεται ότι αισθάνεται και το όλον, την γην όλην. Ο αυτός δε συλλογισμός εφαρμόζει και εις το α γ, διότι πάντοτε είς τι μέρος του χρόνου και μέρος τι του αντικειμένου αντιλαμβάνεταί τις, το όλον όμως είναι αδύνατον να αντιλαμβάνηται. Λοιπόν ολόκληρα αισθανόμεθα τα αισθητά, αλλά ταύτα δεν φαίνονται όσον είναι έκαστον. Ούτω βλέπει τις μακρόθεν το μέγεθος του ηλίου και αντικείμενόν τι τεσσάρων πήχεων. Ταύτα όμως δεν φαίνονται όσον είναι πράγματι μεγάλα. Αλλ' ενίοτε φαίνονται αδιαίρετα και ημείς δεν βλέπομεν το αδιαίρετον. Η αιτία δε τούτου εξηγήθη εν τοις έμπροσθεν. Είναι λοιπόν φανερον, ότι δεν υπάρχει χρόνος μη ων αντιληπτός υφ' ημών.
7. Περί δε της ειρημένης απορίας, αν δηλ. δυνάμεθα πολλά συγχρόνως αντικείμενα να αντιλαμβανώμεθα, ας εξετάσωμεν νυν. Λέγων “συγχρόνως” εννοώ ότι τα αισθήματα συμβαίνουσι προς άλληλα εις το αυτό μέρος της ψυχής και εις στιγμήν χρόνου αδιαίρετον. Πρώτον λοιπόν δυνάμεθα να αισθανώμεθα πολλά συγχρόνως, κατά ταύτην την σημασίαν, ότι αισθανόμεθα διά διαφόρων της ψυχής μερών και ουχί δι' ενός αδιαιρέτου μέρους, διά μερών όμως, άπερ είναι αδιαίρετα ως αποτελούντα συνεχές όλον; Ή, ίνα πρώτον ομιλήσωμεν περί των ανηκόντων εις μίαν μόνην αίσθησιν, ως λ. χ. την όψιν, θα είπωμεν ότι, αν διάφορα χρώματα αντιλαμβάνηται διά διαφόρων μερών αυτής, θα έχη άραγε πολλά μέρη, ταυτά όμως κατά το είδος; Διότι τα επανειλημμένα αισθήματα αυτών είναι του αυτού γένους. Αλλ' εάν τις λέγη ότι, όπως τα δύο όμματα δεν εμποδίζουσι να βλέπωμεν το αντικείμενον εν, ούτω. και εν τη ψυχή παράγεται εκ τούτων μία ενότης καί μία ενέργεια, ουδέν εμποδίζει να θεωρώμεν την ψυχήν ομοίως. Εάν όμως εκ των δύο γίνεται μία μόνη αντίληψις, τότε εκείνο, όπερ αντιλαμβανόμεθα, θα είναι εν, εάν δε μένωσι κεχωρισμένα, τότε και το αποτέλεσμα θα είναι ομοίως διηρημένον. Προσέτι αι αυταί αισθήσεις θα είναι πολλαί, όπως λέγομεν ότι αι επιστήμαι είναι διάφοροι. Διότι ούτε ενέργεια (αισθήσεως) υπάρχει χωριστά άνευ της αντιστοίχου δυνάμεως, ούτε υπάρχει αίσθησις χωριστά άνευ της δυνάμεως. 8. Εάν δέ τις δεν αισθάνηται συγχρόνως τα αισθήματα τα γινόμενα εις εν αδιαίρετον μέρος της ψυχής, φανερόν είναι ότι δεν θα αισθάνηται και τα άλλα συγχρόνως. Διότι είναι ευκολώτερον να αισθάνηταί τις πολλά ομογενή ή ετερογενή. Εάν όμως αισθάνηται δι' άλλου μέρους της ψυχής το γλυκύ (χυμόν) και δι' άλλου το λευκόν (χρώμα), το εκ των αισθημάτων τούτων προκύπτον θα είναι εν ή όχι έν. Αλλ' είναι αναγκαίως εν, διότι εν είναι και το αισθητικόν όργανον της ψυχής. Ποία λοιπόν είναι η ενότης η αντιστοιχούσα προς το όργανον τούτο; διότι ουδεμία ενότης προκύπτει εκ τούτων, ήτοι γλυκέος και λευκού. Αναγκαίως λοιπόν εν είναι το μέρος της ψυχής, δι' ου αισθάνεται τα πράγματα ως ολότητας, καθά προείπομεν, αλλά δι' άλλου οργάνου αισθάνεται άλλο γένος αισθητών. 9. Άρα εν μόνον όργανον είναι το μέρος, δι' ου αισθανόμεθα το γλυκύ και το λευκόν, όταν αι ποιότητες αύται είναι ηνωμένοι, όταν δε αύται ενεργεία χωρισθώσι, τότε είναι διάφορον όργανον, όπερ αισθάνεται εκάστην αυτών. Ό,τι δε συμβαίνει εις ταύτα, συμβαίνει και εις την ψυχήν. Διότι εν και το αυτό αριθμητικώς είναι λευκόν και γλυκύ και κατέχει πολλάς άλλας ιδιότητας, εκτός εάν αι ιδιότητες θεωρηθώσιν ως χωρισταί απ' αλλήλων. Αλλ' όμως η ουσιώδης φύσις εκάστης είναι διάφορος. Ομοίως λοιπόν πρέπει να υποθέσωμεν και περί ψυχής, ότι το μέρος αυτής το αισθανόμενον πάντα είναι εν και το αυτό αριθμητικώς, αλλ' έχει διαφόρους τρόπους εκδηλώσεως, άλλον όταν αισθάνηται τα ετερογενή καί άλλον όταν αισθάνηται τα ομοειδή. Ώστε αισθήσεις σύγχρονοι γίνονται εν μιά και τη αυτή δυνάμει της ψυχής, ουχί όμως εν μιά και τη αυτή σχέσει προς την δύναμιν ταύτην.
10. Ότι παν πράγμα αισθητόν έχει μέγεθος και ότι είναι αδύνατον να αισθανώμεθα το αδιαίρετον είναι ήδη φανερόν. Διότι η απόστασις, αφ' ης πράγμα τι δεν δύναται να είναι ορατόν, είναι άπειρος, αλλ' εκείνη εξ ης γίνεται ορατόν είναι πεπερασμένη. Ομοίως δε καί περί εκείνων, άτινα οσφραινόμεθα και ακούομεν, και περί εκείνων, άτινα αισθανόμεθα χωρίς να απτώμεθα αυτών. Υπάρχει έσχατόν τι σημείον αποστάσεως, εξ ου πράγμα τι δεν είναι ορατόν, και σημείον τι προσεγγίσεως, εξ ου είναι ορατόν. Αναγκαίως δε είναι αδιαίρετον το σημείον τούτο, και ό,τι είναι πέραν αυτού είναι αδύνατον να αντιληφθώμεν, ό,τι δε είναι εντεύθεν είναι αναγκαίως αντιληπτόν. Τω όντι, εάν αδιαίρετον τι είναι αισθητόν, όταν τούτο τεθή εις το έσχατον εκείνο σημείον, εξ ου δεν είναι αντιληπτόν, και πάλιν εις το σημείον, εξ ου άρχεται να είναι αντιληπτόν, τότε θα συμβή το αυτό πράγμα να είναι συγχρόνως ορατόν και αόρατον. Αλλά τούτο είναι αδύνατον.
11. Περί των αισθητηρίων λοιπόν οργάνων και περί των αισθητών αντικειμένων, κατά ποίον τρόπον υπάρχουσι πάντα ταύτα και γενικώς και μερικώς έκαστον επραγματεύθημεν. Εκ των λοιπών πρέπει πρώτον να εξετάσωμεν περί μνήμης και αναμνήσεως.
_________________ "Εάν δεν αφαιρέσεις από την αστική ηγεσία την υπεράσπιση του εθνισμού και την περάσεις στα χέρια της Αριστεράς, είσαι τελείως χαμένος σε οποιοδήποτε επαναστατικό σου παιχνίδι." Μιχάλης "Πάμπλο" Ράπτης.
|
|
Επιστροφή στην κορυφή |
|
|
ΓΙΑΝΝΗΣΜ
Ένταξη: 03 Ιούλ 2006 Δημοσιεύσεις: 463
|
Δημοσιεύθηκε: Τετ Ιούλ 25, 2007 11:17 pm Θέμα δημοσίευσης: |
|
|
|
ΜΙΚΡΑ ΦΥΣΙΚΑ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ
ΠΕΡΙ ΜΝΗΜΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΣ
Μετάφραση Π. Γρατσιάτου (εκδόσεις Φέξη 1912)
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'.
Φύσις της Μνήμης. Εξαρτάται εκ της αισθήσεως· διαφέρει κατά τους οργανισμούς· αναφέρεται μόνον εις το παρελθόν. Μνήμη και φαντασία. Η παρούσα αντίληψις αναπλάττει παρελθούσαν εμπειρίαν. Η μνήμη είναι ως εικών, ήτις είναι πραγματικόν τι καθ' εαυτό και συνάμα αντίτυπον άλλου. Νόησις και εικών. Αμαρτήματα μνήμης.
Περί της δυνάμεως της μνήμης και περί της ενεργείας αυτής (μνημονεύειν) πρέπει να προσδιορίσωμεν τί είναι, και διά ποίαν αιτίαν γίνεται και εις ποίον μέρος της ψυχής συμβαίνει το φαινόμενον τούτο (πάθος) και το της αναμνήσεως. (Διαφέρουσι δε αύται) διότι οι αυτοί άνθρωποι δεν έχουσι καλήν μνήμην και καλήν ανάμνησιν. Αλλ' ως επί το πλείστον μεγαλειτέραν μνήμην έχουσιν οι βραδέως αντιλαμβανόμενοι, μεγαλειτέραν δε αναμνηστικήν δύναμιν οι ταχείς και ευκόλως μανθάνοντες.
2. Ας εξετάσωμεν λοιπόν πρώτον ποία είναι τα αντικείμενα της μνήμης. Διότι πολλάκις περί τούτου πλανάταί τις. Τω όντι το μέλλον δεν είναι δυνατόν να ενθυμώμεθα, αλλά μόνον δυνάμεθανα εικάζωμεν και να ελπίζωμεν αυτό· και δύναται να υπάρχη και επιστήμη τις της ελπίδος, η ελπιστική καθώς τινες ονομάζουσι την μαντικήν. Αλλ' ούτε το παρόν δύναται να είναι αντικείμενον της μνήμης, αλλά μόνης της αισθήσεως. Διότι διά της αισθήσεως ούτε τα μέλλοντα ούτε τα παρελθόντα γινώσχομεν, αλλά μόνα τα παρόντα. Η δε μνήμη θεωρεί τα παρελθόντα, και ουδείς θα είπη ότι ενθυμείται το παρόν, ενώ είναι παρόν, ότι π. χ. ενθυμείται τούτο το λευκόν πράγμα τότε, ότε βλέπει αυτό, ή τούτο το θεωρούμενον (ή νοούμενον) αντικείμενον, καθ' ον χρόνον θεωρεί και νοεί αυτό, αλλά εκείνο μεν λέγει ότι μόνον αισθάνεται, τούτο δε ότι γνωρίζει. Όταν δε έχη τις την επιστήμην και την αίσθησιν, ήτις δεν είναι εν ενεργεία, τότε ενθυμείται π. χ. ότι αι τρεις γωνίαι του τριγώνου είναι ίσαι προς δύο ορθάς, είτε διότι έμαθεν η συνέλαβε τούτο, είτε διότι ήκουσεν ή είδεν αυτό, ή διότι εύρεν αυτό διά τοιούτου τινός τρόπου. Διότι οσάκις ενεργή τις διά της μνήμης, πρέπει να λέγη ούτως εν τη ψυχή αυτού ότι πρότερον ήκουσε τούτο, ή ησθάνθη ή ενόησεν αυτό.
3. Η μνήμη λοιπόν δεν είναι αίσθησις ούτε (συλληπτική) νόησις, αλλά έξις (κατοχή) ή πάθος τι των δυνάμεων τούτων, όταν παρέλθη χρόνος. Μνήμη όμως του παρόντος πράγματος εν τω παρόντι χρόνω δεν υπάρχει, ως είπομεν, αλλ' υπάρχει αίσθησις του παρόντος, ελπίς του μέλλοντος, και μνήμη του παρελθόντος. Διότι πάσα μνήμη συνοδεύεται από (της αντιλήψεως) του χρόνου. Ώστε όσα ζώα έχουσι την αντίληψιν του χρόνου, ταύτα μόνα έχουσι μνήμην, ενθυμούνται δε διά της δυνάμεως, δι' ης αντιλαμβάνονται τον χρόνον.
4. Περί φαντασίας είπομεν ήδη εν τη περί Ψυχής πραγματεία και ότι άνευ εικόνος της φαντασίας δεν είναι δυνατόν να νοώμεν. Συμβαίνει δηλ. εις την νόησιν το αυτό φαινόμενον, όπερ και εις την διαγραφήν γεωμετρικού σχήματος. Διότι και ενταύθα, καίτοι ουδόλως έχομεν χρείαν τριγώνου μετ' ακριβούς μεγέθους, όμως το καταγράφομεν με ακριβές μέγεθος. Ούτω και ο νοών, αν και δεν νοεί το μέγεθος, θέτει όμως προ οφθαλμών μέγεθος (ποσοτικόν σώμα), καίτοι δεν νοεί αυτό ως μέγεθος. Αν δε πρόκειται περί της φύσεως των ποσών, άτινα είναι απροσδιόριστα, ο νούς θέτει μεν ποσόν ωρισμένον, νοεί δε αυτό απλώς ως ποσόν. Αλλαχού θα είπωμεν διά ποίαν αιτίαν δεν είναι δυνατόν να νοώμεν άνευ (της παραστάσεως) του συνεχούς, ούτε άνευ του χρόνου τα πράγματα, τα οποία δεν είναι εν χρόνω. Αναγκαίως δε την παράστασιν του μεγέθους και της κινήσεως γνωρίζομεν δια της δυνάμεως, δι' ης γνωρίζομεν και την του χρόνου. Και η εικών (η φαντασία) είναι πάθος της κοινής αισθήσεως. Ώστε είναι φανερόν, ότι η γνώσις τούτων γίνεται διά της αρχικής αισθητικής δυνάμεως. 5. Η δε μνήμη και αυτή η των νοητών πραγμάτων δεν δύναται να γείνη άνευ εικόνος, επομένως κατά συμβεβηκός (εμμέσως) μόνον είναι μνήμη την νοητών, καθ' αυτό δε (ουσιωδώς) ανήκει εις την αίσθητικήν αρχήν. Δια τούτο υπάρχει η μνήμη και εις άλλα τινά των ζώων και ουχί μόνον εις τους ανθρώπους και εν γένει εις τα όντα, τα οποία έχουσι γνώμην και νόησιν. Εάν όμως η μνήμη ήτο ιδιότης των νοητικών δυνάμεων της ψυχής, δεν θα υπήρχεν εις πολλά των άλλων ζώων, και ίσως εις ουδέν εκ των αλόγων. Διότι και πράγματι δεν υπάρχει εις όλα, διότι δεν έχουσι πάντα αίσθησιν του χρόνου. Τω όντι, καθώς και πρότερον είπομεν, όταν τις ενεργή διά της μνήμης, αισθάνεται (έχει συνείδησιν) προσέτι, ότι πρότερον είδε τούτο, ή ήκουσεν ή έμαθεν αυτό. Το δε πρότερον και το ύστερον είναι χρόνου διορισμοί. Τίνος λοιπόν μέρους της ψυχής είναι φαινόμενον η μνήμη; Φανερόν ότι είναι εκείνου, του οποίου πάθος είναι και η φαντασία. Και εκείνα τα πράγματα είναι καθ' εαυτά αντικείμενα μνήμης, τα όποια είναι αντικείμενα και της φαντασίας, κατά συμβεβηκός δε (εμμέσως) εκείνα, όσα δεν δύνανται να υπάρξωσιν άνευ της φαντασίας.
6. Δύναταί τις να ερωτήση: πώς άρά γε, ενώ το πάθος μόνον είναι παρόν (εν τη ψυχή, το δε πράγμα είναι απόν, όμως ανακαλείται εις την μνήμην το μη παρόν (πράγμα); Αλλ' είναι φανερόν ότι πρέπει να νοήσωμεν, ότι το διά της αισθήσεως γινόμενον εις την ψυχήν πάθος (η εντύπωσις) και εις το μέρος του σώματος όπερ έχει (αντιλαμβάνεται) αυτήν, ης την κατοχήν καλούμεν μνήμην, είναι όμοιον με ζωγράφημα. Διότι η γινομένη κίνησις εγχαράττει (εις την ψυχήν) ως τύπον του αισθήματος, όμοιον με τον τύπον τον οποίον χαράττουσιν επί του κηρού διά του δακτυλίου (ως σφραγίδος). Διά τούτο και εκείνοι, οι οποίοι ευρίσκονται εις μεγάλην συγκίνησιν ή ένεκα πάθους ή ένεκα της νεανικής ηλικίας, δεν έχουσι μνήμην (των συμβάντων), ως εάν η κίνησις και η σφραγίς έπιπτον εις ρέον ύδωρ. Εις άλλους πάλιν, επειδή είναι καθώς τα παλαιά κτίρια εφθαρμένοι και έχουσι σκληρόν το μέρος, όπερ δέχεται την εντύπωσιν, εις τούτους (τους γέροντας) δεν εγχαράττεται τύπος. Διά τούτο οι παρά πολύ νέοι και οι γέροντες δεν έχουσι μνήμην, εκείνοι μεν διότι ρέουσιν (ως το ύδωρ), επειδή αυξάνονται, ούτοι δε ρέουσι, διότι φθίνουσιν. Ομοίως δε και οι λίαν ζωηροί και οι λίαν βραδείς φαίνονται ότι δεν έχουσι μνημονικόν, διότι εκείνοι μεν είναι υγρότεροι παρ' όσον πρέπει, ούτοι δε είναι σκληρότεροι. Και λοιπόν εις εκείνους δεν μένει η εικών εν τη ψυχή, των άλλων δε δεν εντυπούται εις την ψυχήν η εικών. Αλλ' εάν τοιούτον είναι το συμβαίνον εις την μνήμην, ποίον εκ των δύο, το πάθος τούτο (την εντύπωσιν) ενθυμείται η ψυχή ή το αντικείμενον, εκ του οποίου έγεινεν; Εάν την εντύπωσιν ενθυμώμεθα, τότε δεν ενθυμούμεθα ουδέν εκ των απόντων. Εάν ενθυμώμεθα το αντικείμενον, πώς, ενώ αισθανόμεθα την εντύπωσιν, όμως δυνάμεθα να μνημονεύωμεν εκείνο, το οποίον δεν αισθανόμεθα, το απόν αντικείμενον; Και αν η μνήμη είναι εντός ημών ομοία με τύπον ή με ζωγράφημα, πώς ενώ αισθανόμεθα μόνον τούτο, όμως ενθυμούμεθα άλλο και όχι αυτόν τούτον τον τύπον ; Διότι ο ενεργών διά της μνήμης θεωρεί και αισθάνεται μόνον την εντύπωσιν ταύτην. Πώς λοιπόν ενθυμείται πράγμα, όπερ δεν είναι παρόν ; Τούτο θα ήτο το αυτό ως να βλέπη και να ακούη το μη παρόν. Ή υπάρχει τρόπος καθ' ον τούτο είναι δυνατόν και πράγματι συμβαίνει; Π. χ. το εζωγραφημένον ζώον είναι και ζώον και εικών, το αυτό δηλ. πράγμα είναι αμφότερα ταύτα συνάμα· αλλά ο τρόπος της υπάρξεως αυτών (του ζώου και της εικόνος) δεν είναι ο αυτός, και δυνάμεθα να θεωρήσωμεν το ζωγράφημα και ως ζώον και ως εικόνα. Και την εν ημίν λοιπόν εικόνα της φαντασίας δυνάμεθα ομοίως να υπολάβωμεν και πρέπει να θεωρήσωμεν αυτήν ώς τι καθ' εαυτό (μίαν παράστασιν) και συνάμα ως εικόνα άλλου τινός. Και καθ' όσον μεν θεωρούμεν αυτήν καθ' εαυτήν, αύτη είναι μία ιδέα η παράστασις της φαντασίας (φάντασμα), καθ' όσον δε θεωρούμεν αυτήν ως αναφερομένην εις άλλο είναι ως εικών ή μνημόνευμα. 8. Ώστε και όταν ενεργεία διεγείρηται η εικών αύτη, αν μεν η ψυχή αντιλαμβάνηται αυτήν καθ' όσον είναι καθ' εαυτήν, αύτη φαίνεται ότι εμφανίζεται ώς τι νόημα ή φάντασμα· αν όμως η ψυχή θεωρή αυτήν ως αναφερομένην είς τι άλλο, τότε, όπως εν τω ζωγραφήματι, η ψυχή θεωρεί αυτήν ως αντίτυπον και ως εικόνα λ. χ. του Κορίσκου, καίτοι δεν έχει ποτέ ίδει τον Κορίσκον. Η έποψις όμως αύτη διαφέρει της άλλης, καθ' ην το εζωγραφημένον ζώον θεωρείται απλώς ως ζώον. Εν ταύτη εκείνο, όπερ γεννάται εν τη ψυχή είναι μόνον εννόημά τι, ενώ εν τη πρώτη, επειδή το αντικείμενον θεωρείται ως εικών, φαίνεται ως ενθύμημα. Και διά τούτο ενίοτε δεν γνωρίζομεν, όταν συμβαίνωσιν εις την ψυχήν ημών τοιαύται κινήσεις προερχόμενοι εκ προηγουμένου αισθήματος, αν παράγωνται υπό του αισθήματος, και αμφιβάλλομεν αν είναι μνημόνευμα ή όχι. Ενίοτε όμως συμβαίνει να νοώμεν και να αναμιμνησκώμεθα, ότι ηκούσαμεν ή είδομεν το πράγμα πρότερον. Και τούτο συμβαίνει όταν, αφού θεωρήση τις πράγμα τι καθ' εαυτό 20, μεταβάλλη στάσιν και το θεωρή ως εικόνα άλλου πράγματος. Γίνεται όμως και το εναντίον ενίοτε, όπως συνέβη εις τον Αντιφέροντα τον Ωρείτην, και εις άλλους οίτινες είχον εκστάσεις, διότι τας εικόνας της φαντασίας των εξελάμβανον ως γεγονότα και έλεγον, ότι τα ανεκάλουν εις την μνήμην των. Και τούτο γίνεται, όταν τις εκείνο, όπερ δεν είναι εικών άλλου, το θεωρή ως εικόνα άλλου. Αι ασκήσεις εν τούτοις συντελούσιν εις την διατήρησιν της μνήμης, διά της επανειλημμένης αναμνήσεως· και τούτο ουδέν άλλο είναι παρά το να θεωρή τις πολλάκις πράγμά τι ως εικόνα και όχι ως καθ' εαυτό όν (άσχετον). Τί είναι λοιπόν η μνήμη και η ενέργεια αυτής είπομεν. Είναι δηλαδή η κατοχή (και ανάπλασις) παραστάσεως, ως εικόνος του πράγματος, του οποίου είναι εικών, εξηγήσαμεν δε και εις ποίαν των δυνάμεων της ψυχής ανήκει η μνήμη, δηλαδή εις την πρωτην, (την κοινήν) αίσθησιν, δι' ης έχομεν και την αντίληψιν του χρόνου. _________________ "Εάν δεν αφαιρέσεις από την αστική ηγεσία την υπεράσπιση του εθνισμού και την περάσεις στα χέρια της Αριστεράς, είσαι τελείως χαμένος σε οποιοδήποτε επαναστατικό σου παιχνίδι." Μιχάλης "Πάμπλο" Ράπτης.
|
|
Επιστροφή στην κορυφή |
|
|
ΓΙΑΝΝΗΣΜ
Ένταξη: 03 Ιούλ 2006 Δημοσιεύσεις: 463
|
Δημοσιεύθηκε: Τετ Ιούλ 25, 2007 11:27 pm Θέμα δημοσίευσης: |
|
|
|
ΜΙΚΡΑ ΦΥΣΙΚΑ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ
ΠΕΡΙ ΜΝΗΜΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΣ
Μετάφραση Π. Γρατσιάτου (εκδόσεις Φέξη 1912)
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.
Περί αναμνήσεως· κατά τί διαφέρει από της μνήμης και της αισθήσεως. Συvειρμoί παραστάσεων. Στάδια α διέρχεται η ψυχή, ίνα αναμνησθή τινος. Αποτελέσματα του εθισμού. Σπουδαιότης του χρόνου εν τη αναμνήσει. Η ανάμνησις προνόμιον του ανθρώπου. Σχέσεις αυτής προς τα όργανα του σώματος. Κάματος και ταραχή ψυχής.
1. Υπολείπεται να ομιλήσωμεν περί της αναμνήσεως. 2. Και πρώτον πρέπει να λάβωμεν ως βάσεις όσας αληθείας είπομεν εις τους επιχειρηματικούς λόγους. Τω όντι, η ανάμνησις δεν είναι ούτε επανάληψις ούτε λήψις (πρώτη απόκτησις) μνήμης. Διότι όταν τις πρώτην φοράν μάθη τι ή πάθη (εντύπωσίν τινα) ούτε μνήμην καμμίαν επαναλαμβάνει, διότι δεν υπήρξε πρότερον μνήμη, ούτε τότε πρώτην μνήμην λαμβάνει. Αλλά μόνον αφού γίνη η απόκτησις της γνώσεως ή του πάθους, τότε μόνον δύναται να υπάρξη μνήμη. Ώστε η μνήμη δεν συμβαίνει εις την ψυχήν ομού με την παραγωγήν της εντυπώσεως. 3. Προσέτι δε ότε κατά πρώτον γίνεται η εντύπωσις εις την ψυχήν εν μια αδιαιρέτω στιγμή, το μεν πάθος τούτο υπάρχει έκτοτε εις τον παθόντα, όπως και η γνώσις, εάν πρέπη να είπωμεν γνώσιν την πρώτην εκείνην απόκτησιν ή την εντύπωσιν, (δεν υπάρχει δε κανέν κώλυμα) και κατά συμβεβηκός (εμμέσως) να ενθυμώμεθά τινα, εξ εκείνων τα οποία γινώσκομεν. Αλλ' όμως η ενέργεια της μνήμης καθ' εαυτήν δεν υπάρχει, εάν μη πρότερον παρέλθη χρόνος τις· διότι ενθυμείταί τις τώρα εκείνο, το οποίον είδεν ή έπαθεν πρότερον· δεν ενθυμείται όμως τώρα εκείνο, όπερ έπαθε τώρα (πάσχει). 4. Είναι φανερόν ακόμη ότι δύναται να ενθυμήταί τις ό,τι δεν αναμιμνήσκεται τώρα, αλλ' ό,τι κατ' αρχάς ησθάνθη ή έπαθέ ποτε. Αλλ' όταν επαναλαμβάνη τις το αίσθημα ή την γνώσιν ην είχε πρότερον, ή έν γένει εκείνο, του οποίου την κατοχήν (έξιν) εκαλέσαμεν μνήμην, τούτο είναι η ανάμνησις, τούτο είναι το αναμιμνήσκεσθαι μίαν των ειρημένων ψυχικών κτήσεων. Μετά δε το μνημονεύειν η μνήμη επακολουθεί. Βεβαίως ούτε τα φαινόμενα ταύτα, εάν πρότερον υπήρξαν και πάλιν αναπλάττωνται εις την ψυχήν, ακολουθούσι την αυτήν τάξιν, αλλά μέρος μεν αναπλάττεται ούτω, μέρος δε άλλως· διότι ο αυτός άνθρωπος δύναται δις να μάθη και να εύρη το αυτό πράγμα. Πρέπει λοιπόν να διακρίνωμεν την ανάμνησιν από ταύτης, και εν τη αναμνήσει υπάρχουσιν εν τη ψυχή αρχαί (αναπλάσεως) περισσότεραι παρά όταν αρχίζη τις να μανθάνη.
5. Γίνονται δε αι αναμνήσεις, ότε φυσικώς ωρισμένη τις κίνησις γίνεται έπειτα από άλλην ωρισμένην. Εάν λοιπόν εξ ανάγκης γίνεται αύτη η διαδοχή των κινήσεων, φανερόν είναι ότι, όταν εκείνη η κίνησις γίνη, θα γίνη και αύτη. Εάν όμως η διαδοχή δεν γίνεται αναγκαίως, αλλά συνήθως, τότε ως επί το πλείστον θα επακολουθήση η δευτέρα την πρώτην. Συμβαίνει δέ τινες διά μιας μόνης εντυπώσεως να αποκτήσωσι (συνήθειαν) έθος περισσότερον ή άλλοι, οίτινες έλαβον πολλάς εντυπώσεις. Διά τούτο πράγματα τινα, αφού τα ίδωμεν άπαξ, τα ενθυμούμεθα περισσότερον παρά άλλους, οίτινες τα είδον πολλάκις. Όταν λοιπόν αναμιμνησκώμεθα τι (ξαναθυμώμεθα), τότε επαναλαμβάνομεν τινάς των προτέρων κινήσεων, έως ου επαναλάβωμεν την κίνησιν μετά την οποίαν ακολουθεί συνήθως η ζητουμένη. Διά τούτο και ζητούμεν σειράν εν τω νω αρχίζοντες από του παρόντος αντικειμένου ή άλλου και από ομοίου ή εναντίου ή συνεχούς (πλησίον κειμένου). Διά της ενεργείας δε ταύτης γίνεται η ανάμνησις. Διότι αι εκ ταύτης ψυχικαί κινήσεις, άλλοτε μεν είναι αι αυταί, άλλαι δε σύγχρονοι, άλλαι δε περιέχουσιν εν μέρος του ζητουμένου, ώστε το υπόλοιπον, το οποίον θα τεθή εις κίνησιν ύστερον από εκείνο, είναι μικρόν. Ζητούσι λοιπόν ούτω (τοιαύτας παραστάσεις) ίνα αναμνησθώσί τι.
6. Και χωρίς συνειδητής ζητήσεως ούτω αναμιμνήσκονται, όταν η κίνησις εκείνη (η ζητουμένη) γίνεται ως επακολούθημα μιας άλλης. Ως επί το πλείστον όμως η κίνησις εκείνη γίνεται, αφού γίνωσι άλλαι πολλαί κινήσεις εξ εκείνων, τας οποίας είπομεν. 7. Ουδεμία δε υπάρχει ανάγκη να εξετάζωμεν πώς ενθυμούμεθα πράγματα ή μακράν κείμενα ή από πολλού παρελθόντα, αλλά μόνον τα εγγύς ημών. Διότι είναι φανερόν ότι είναι ο αυτός τρόπος — εννοώ δηλαδή την μέθοδον της διαδοχής και ακολουθίας των κινήσεων άνευ προηγηθείσης ζητήσεως αυτής και άνευ αναμνήσεως αυτής. Διότι αι ψυχικαί κινήσεις ακολουθούσιν η μία μετά την άλλην διά τινος συνηθείας, αύτή π.χ. μετά ταύτην. Και όταν λοιπόν θέλη τις να αναμνησθή τι, τούτο θα πράξη: θα ζητήση να εύρη αρχικόν σημείον κινήσεως (παράστασιν), μετά την οποίαν θα έλθη η ζητουμένη. 8. Διά τούτο κάλλιστα και τάχιστα γίνονται αι αναμνήσεις, όταν η ψυχή ορμάται εκ της αρχής αυτών· διότι οίας τα πράγματα σχέσεις έχουσι μεταξύ των εν τη τάξει του συνειρμού των, τοιαύτας έχουσι και αι κινήσεις της ψυχής. Kαι εκείνα ευκόλως απομνημονεύονται, τα οποία έχουσι τάξιν τινά, καθώς είναι αι μαθηματικαί γνώσεις, τα δε (μη έχοντα τάξιν) κακώς και δυσκόλως απομνημονεύονται. Και κατά τούτο διαφέρει η ανάμνησις από δευτέρας μαθήσεώς τινος, καθ' ότι ο αναμιμνησκόμενος δύναται τρόπον τινά αφ' εαυτού να κινήται προς τα επακολουθούντα μετά την αρχικήν κίνησιν όταν όμως δεν δύναται να κινήται αφ' εαυτού, αλλά διά της βοηθείας άλλου (του διδασκάλου), τότε πλέον δεν ενθυμείται (αλλά μανθάνει). Πολλάκις συμβαίνει να μη δύναται να ενθυμηθή τι· δύναται όμως να ζητήση και να το εύρη. Και επιτυγχάνει τούτο ποιών πολλάς κινήσεις, έως ου κάμη τοιαύτην κίνησιν, μετά την οποίαν θα ακολουθήση το ζητούμενον πράγμα. Διότι η μνήμη είναι ακριβώς η εν τη ψυχή ύπαρξις κινητικής δυνάμεως τοιαύτης, ώστε τις εξ εαυτού και εκ των κινήσεων, ας δύναται να ποιή, να έρχηται εις την κίνησιν (την ζητουμένην) ως είπομεν. Πρέπει δε να λαμβάνη τις τα πράγματα εκ της αρχής των. Διά τούτο ενίοτε η ανάμνησις φαίνεται ότι γίνεται εξ αφορμής τοπικών σχέσεων. Αίτιον δε τούτου είναι, ότι η ψυχή ταχέως μεταβαίνει απ' άλλου εις άλλο πράγμα, π. χ. από (της παραστάσεως) του γάλακτος μεταβαίνει εις την του λευκού, από της του λευκού εις την του αέρος, και από ταύτης εις την του υγρού, εκ δε ταύτης ενθυμείται το φθινόπωρον, ήτοι την εποχήν την οποίαν ακριβώς εζήτει.
9. Φαίνεται δε ότι γενικώς η αρχή (η αφετηρία) είναι το μέσον της όλης σειράς, διότι αν δεν ενθυμήταί τις πρότερον, θα ενθυμηθή όταν φθάση εις το μέσον, άλλως ούτε πλέον ούτε άλλοθεν θα δυνηθή να αναμνησθή. Ούτως έστω ότι διέρχεται εν τω νω 47 την σειράν α, β, γ, δ, ε, ζ, η, θ. Εάν δεν ενθυμήται όταν είναι εις το θ, θα ενθυμηθή όταν θα είναι εις το ε, αν ζητή ή το ζ ή το η, διότι εκ του ε δύναται να κινήται προς τα δύο μέρη και προς το δ και προς το ζ. Εάν δε δεν ζητή κανέν εκ τούτων, όταν έλθη εις το γ, θα ενθυμηθή [αν ζητή το η ή το ζ]. Εάν δεν ενθυμήται ακόμη εις το γ, θα ενθυμηθή ερχόμενος μέχρι του α και πάντοτε ούτω. 10. Αίτιον δε του ότι ωρμώμενοι εκ του αυτού πράγματος ενίοτε συμβαίνει να ενθυμώμεθα, ενίοτε όμως όχι, είναι ότι η ψυχή δύναται να κινήται προς πολλάς παραστάσεις ορμωμένη από μιας μόνης αρχής, π. χ. από του γ δύναται να μεταβή εις το β ή το δ. Εάν λοιπόν η κίνησις δεν είναι από πολλού χρόνου οικεία, η ψυχή κινείται προς το συνηθέστερον εις αυτήν, διότι η συνήθεια είναι μία (δευτέρα) φύσις. Διά τούτο τα πράγματα (παραστάσεις), τα οποία έχομεν πολλάκις και εις τον νουν ημών, ταύτα ταχέως αναμιμνησκόμεθα. Διότι καθώς το πράγμα τούτο ακολουθεί φυσικώς μετά τούτο, ούτω και εις την ενέργειαν της ψυχής (υπάρχει ακολουθία). Το δε πολλάκις επαναλαμβανόμενον αποτελεί (άλλην) φύσιν. Όπως δε εις τα κατά φύσιν πράγματα υπάρχουσι πράγματα παρά φύσιν, και άλλα εκ τύχης, ακόμη περισσότερον (η αταξία αύτη) συμβαίνει εις τα εκ συνηθείας πράγματα, εις τα οποία ο όρος φύσις δεν εφαρμόζεται ομοίως. Ώστε η ψυχή δύναται ενίοτε να κινήται κατά μίαν ή άλλην διεύθυνσιν, και μάλιστα όταν αποσπάται από πρώτου σημείου και εκ τούτου μεταβαίνει εις άλλο. Και διά τούτο όταν είναι ανάγκη να ενθυμηθώμεν όνομά τι και ενθυμούμεθα άλλο παρόμοιον, τότε ως προς το ζητούμενον σολοικίζομεν.
11. Η ανάμνησις λοιπόν συμβαίνει κατά τον τοιούτον τρόπον. 12. Αλλά το σπουδαιότατον πάντων είναι ότι πρέπει να γνωρίζωμεν τον χρόνον είτε μετά (διορισμού) μέτρου είτε απροσδιορίστως. Έχει δέ τι η ψυχή δι' ου διακρίνει τον περισσότερον και τον ολιγώτερον χρόνον. Και εύλογον είναι ότι κρίνει τον χρόνον καθώς και τα μεγέθη. Διότι νοώμεν τα μεγάλα και τα μεμακρυσμένα πράγματα, ουχί διότι η διάνοια εκτείνεται εκεί, καθώς λέγουσί τινες ότι εκτείνεται η όψις, (διότι δύναται να νοή ομοίως και τα μη υπάρχοντα), αλλά διά κινήσεως αναλόγου. Διότι υπάρχουσιν εν τη ψυχή τα όμοια σχήματα και αι κινήσεις αι όμοιαι (με τα πράγματα ταύτα). 13. Κατά τί λοιπόν διαφέρει αν νοή η ψυχή τα μεγαλείτερα πράγματα, ή τα μικρότερα; Τω όντι πάντα τα εντός είναι μικρότερα, αλλ' έχουσιν αναλογίας προς τα εκτός. Είναι δυνατόν ίσως, όπως δυνάμεθα να εύρωμεν αναλογίας εις τα σχήματα εντός της ψυχής, ούτω και εις τα χρονικά διαστήματα. Εις το έναντι σχήμα, εάν τις κάμη την κίνησιν αβ βε, θα κάμη και την αγ γδ, διότι είναι ανάλογοι αι αγ γδ προς τας αδ βε. Διατί λοιπόν θα κινηθή μάλλον κατά την γδ παρά κατά την ζη; Άρά γε διότι η αγ τοιούτον λόγον έχει προς την αβ, οίον η κθ προς την κρ; Διότι η ψυχή κάμνει τας κινήσεις (γραμμάς) ταύτας συγχρόνως. Αλλ' εάν θέλη να νοήση την ζη, νοεί ομοίως την βε, αντί δε της θε νοεί την κλ, διότι αι γραμμαί αύται (ζη και βε) είναι μεταξύ των όπως η ζα είναι προς την βα.
14. Όταν λοιπόν η κίνησις του πράγματος και η κίνησις του χρόνου γίνωνται συγχρόνως εν τη ψυχή, τότε αύτη ενεργεί διά της μνήμης. Εάν δε υπολαμβάνη τις ότι κάμνει τον συγχρονισμόν τούτον χωρίς πραγματικώς να τον κάμνη, ούτος υπολαμβάνει μόνον ότι ενθυμείται. Διότι δύναταί τις να απατάται και να νομίζη, ότι ενθυμείται χωρίς να ενθυμήται. Όταν δέ τις ενεργή διά της μνήμης δεν είναι δυνατόν να μη το πιστεύη, αλλά να αγνοή ότι ενθυμείται, διότι τούτο είναι αυτή η μνήμη. Αλλ' εάν η κίνησις του πράγματος γίνηται άνευ της του χρόνου, ή η κίνησις του χρόνου άνευ της του πράγματος, τότε δεν μνημονεύομεν. Η κίνησις δε του χρόνου είναι δύο ειδών. Άλλοτε μεν δεν ενθυμείταί τις το πράγμα μετά χρονικού μέτρου (διορισμού), ότι λ. χ. εποίησέ τι προ τριών ημερών, (αλλά μόνον ότι εποίησεν αυτό ένα καιρόν). Άλλοτε δε ενθυμείται και μετά μέτρου χρονικού. Αλλ' όμως ενθυμείται και εάν δεν κατέχη τον διορισμόν τούτον· και συνήθως λέγουσιν οι άνθρωποι, ότι ενθυμούνται μεν (το πράγμα), αλλά πότε συνέβη ακριβώς δεν γνωρίζουσιν, όταν δεν γνωρίζωσι του πότε το ακριβές μέτρον.
15. Εν τοις προηγουμένοις είπομεν, ότι δεν είναι οι αυτοί άνθρωποι μνημονικοί και αναμνηστικοί. 16. Διαφέρει όμως η μνήμη από την ανάμνησιν όχι μόνον κατά τον χρόνον, αλλά καθ' ότι μνήμην έχουσι και άλλα ζώα εκτός του ανθρώπου, ανάμνησιν όμως ουδέν, ούτως ειπείν, εκ των γνωστών ζωών έχει, αλλά μόνον ο άνθρωπος. Αίτιον δε τούτου είναι το ότι η ανάμνησις είναι ως συλλογισμός τις, διότι, όταν αναμιμνήσκηταί τις, κάμνει τον συλλογισμόν, ότι πρότερον είδεν ή ήκουσεν ή έπαθε τοιαύτην εμπειρίαν του πράγματος και τότε γίνεται εν είδος ζητήσεως. Αλλά τούτο συμβαίνει φυσικώς εις μόνα τα ζώα, τα οποία έχουσι την δύναμιν της (διασκεπτικής) βουλήσεως, το δε βουλεύεσθαι είναι συλλογισμός τις.
17. Ότι δε το πάθος τούτο (η μνήμη και η ανάμνησις) είναι εν μέρει σωματικόν και ότι η ανάμνησις είναι ζήτησις εικόνος εν οργάνω σωματικώ, αποδεικνύει η ταραχή τινων, όταν δεν δύνανται να ενθυμηθώσί τι και όταν, εvώ εμποδίζουσι την διάνοιάν των και, ενώ έτι προσπαθούσι να μη ενθυμηθώσι πλέον, ουχ ήττον ενθυμούνται, όπως τούτο πάσχουσι προ πάντων οι μελαγχολικοί, διότι τούτους κινούσι προ πάντων αι εικόνες της φαντασίας. Αίτιον δε του να μη έχωσιν εις την εξουσίαν των την ανάμνησίν των είναι ότι, καθώς οι ρίπτοντες λίθους δεν δύνανται να σταματήσωσιν αυτούς, ούτω και ο θέλων να αναμνησθή και επιζητών τι, θέτει εις κίνησιν σωματικόν τι όργανον, εις το οποίον συμβαίνει το πάθος τούτο. Περισσότερον δε πάντων ενοχλούνται εκείνοι, εις τους οποίους τύχη να υπάρχη υγρότης πέριξ του αισθητικού τόπου (της καρδίας). Διότι η υγρότης άπαξ κινηθείσα δεν παύεται ευκόλως, εάν μη φθάση εις το ζητούμενον ή αν μη η κίνησις λάβη την προσήκουσαν πορείαν της. 18. Διά τούτο και θυμοί και φόβοι, όταν άπαξ κινήσωσί τι, καίτοι πάλιν ταύτα αντενεργούσι κατ' εκείνων δεν ησυχάζουσιν. αλλ' επιμένουσιν εις τους σκοπούς των. Και ομοιάζει το πάθος με το των ονομάτων και ασμάτων και λέξεων, είς τι εκ τούτων δίδομεν βιαίαν εκφοράν διά του στόματος, διότι μας έρχεται να το άδωμεν ή να το λέγωμεν, και αφού ήδη παύσωμεν και δεν θέλωμεν να το επαναλάβωμεν.
19. Οι δε έχοντες το άνω μέρος του σώματος λίαν μέγα και οι ομοιάζοντες προς τους νάνους έχουσιν ολιγωτέραν μνήμην παρά τους εναντίους (κατά την σωματικήν μορφήν), διότι έχουσι πολύ βάρος επί του αισθητικού κέντρου (της καρδίας), και διότι αι αρχικαί κινήσεις δεν δύνανται να εμμένωσιν εις αυτό, αλλά διαλύονται και δεν δύνανται πλέον κατά την ανάμνησιν να επανέρχωνται ευκόλως και ευθέως.
20. Οι δε παρά πολύ νέοι και οι λίαν γέροντες δεν έχουσι καλήν μνήμην εξ αιτίας της κινήσεως των, διότι ούτοι μεν ευρίσκονται εις πολλήν φθοράν, εκείνοι δε εις πολλήν αύξησιν. Προσέτι τα παιδία είναι ως οι νάνοι μέχρις ότου προχωρήσωσιν εις ηλικίαν.
Περί της δυνάμεως λοιπόν της μνήμης και της ενεργείας αυτής είπομεν ποία είναι η φύσις αυτών, και διά τίνος μέρους της ψυχής ενθυμούνται τα ζώα. Και περί της αναμνήσεως είπομεν τί είναι, και πώς γίνεται και διά ποίαν αιτίαν. _________________ "Εάν δεν αφαιρέσεις από την αστική ηγεσία την υπεράσπιση του εθνισμού και την περάσεις στα χέρια της Αριστεράς, είσαι τελείως χαμένος σε οποιοδήποτε επαναστατικό σου παιχνίδι." Μιχάλης "Πάμπλο" Ράπτης.
|
|
Επιστροφή στην κορυφή |
|
|
ΓΙΑΝΝΗΣΜ
Ένταξη: 03 Ιούλ 2006 Δημοσιεύσεις: 463
|
Δημοσιεύθηκε: Πεμ Ιούλ 26, 2007 12:22 pm Θέμα δημοσίευσης: |
|
|
|
ΜΙΚΡΑ ΦΥΣΙΚΑ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ
ΠΕΡΙ ΥΠΝΟΥ ΚΑΙ ΕΓΡΗΓΟΡΣΕΩΣ
Μετάφραση Π. Γρατσιάτου (εκδόσεις Φέξη 1912)
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'
Ζητήματα περί ύπνου και εγρηγόρσεως και ονείρων και μαντικής. Ο ύπνος και η εγρήγορσις ανήκουσιν εις το αισθητικόν — είναι κοινά του σώματος και της ψυχής — διαδέχονται άλληλα — υπάρχουσιν εις πάντα τα ζώα και εις ουδέv φυτόν
1. Περί δε του ύπνου καί της εγρηγόρσεως πρέπει να εξετάσωμεν τί είναι ταύτα και αν είναι φαινόμενα ίδια μόνης της ψυχής, ή μόνου του σώματος, ή είναι κοινά και εις τα δύο. Και αν είναι κοινα και εις τα δύο, εις ποίον μέρος της ψυχής ή του σώματος ανήκουσι; Και διά ποίαν αιτίαν υπάρχουσιν εις τα ζώα; Και πάντα τα ζώα έχουσι και τα δύο ταύτα, ή άλλα μεν έχουσι τον ύπνον μόνον, άλλα δε την εγρήγορσιν; Ή άλλα μεν ουδέν εξ αυτών έχουσιν, άλλα δε έχουσι και τα δύο συγχρόνως; 2. Προς τούτοις πρέπει να εξετάσωμεν τι είναι το ενύπνιον, και διά ποίαν αιτίαν οι άνθρωποι όταν κοιμώνται, άλλοτε μεν ονειρεύονται, άλλοτε δε όχι; Ή συμβαίνει πάντοτε να ενυπνιάζωσιν, όταν κοιμώνται, αλλά δεν ενθυμούνται τα ενύπνια; Και αν τούτο γίνηται, διά ποίαν αιτίαν γίνεταις 3. Και είναι δυνατόν να προβλέπη τις (με τα ενύπνια) τα μέλλοντα ή όχι; Και αν είναι δυνατόν, κατά ποίαν σημασίαν είναι δυνατόν τούτο; Και μόνον τας πράξεις, αι οποίαι μέλλουσι να γίνωσιν υπό ανθρώπου προβλέπει ή και εκείνα, των οποίων αιτία είναι η θεία δύναμις και όσα γίνονται φυσικώς ή αυτομάτως;
4. Και πρώτον τούτο βέβαια είναι φανερόν, ότι ο ύπνος και η εγρήγορσις συμβαίνουσιν εις το αυτό μέρος του ζώου· διότι είναι εναντία προς άλληλα, και ο ύπνος φαίνεται ότι είναι μία στέρησις της εγρηγόρσεως· πάντοτε δε τα εναντία, και εις τα πράγματα τα οποία δεν κάμνει η φύσις (τα τεχνητά), και εις εκείνα τα οποία η φύσις κάμνει, τα εναντία φαίνονται ότι συμβαίνουσν εις έν και το αυτό όργανον, όπερ δύναται να τα δέχεται, και είναι πάθη του αυτού πράγματος. Τοιαύτα είναι λ. χ. υγιεία και νόσος, κάλλος και ασχημία, δύναμις και αδυναμία, όρασις και τυφλότης, ακοή και κωφότης. 5. Προσέτι και εκ των ακολούθων είναι φανερόν (ότι είναι εναντία ο ύπνος και η εγρήγορσις)· δήλα δη διά του αυτού μέσου δια του οποίου αναγνωρίζομεν τον γρηγορούντα (έξυπνον), διά του αυτού αναγνωρίζομεν και τον κοιμώμενον· διότι εκείνον όστις αισθάνεται, νομίζομεν ότι γρηγορεί, και νομίζομεν ότι πας γρηγορών αισθάνεται ή τι εκ των συμβαινόντων έξω, ή τινάς εκ των κινήσεων, αι οποίαι γίνονται εντός αυτού6. Αν λοιπόν η εγρήγορσις συνίσταται εις ουδέν άλλο παρά εις την αίσθησιv, φανερόν είναι, ότι δι' εκείνου δι' ου αισθάνονται τα ζώα, γρηγορούσι τα γρηγορούντα και κοιμώνται τα κοιμώμενα.
6. Επειδή δε η αίσθησις δεν ανήκει εις την ψυχήν μόνον, ούτε εις το σώμα μόνον, διότι η ενέργεια ανήκει εις τούτο, εις το οποίον ανήκει η δύναμις, η δε λεγομένη αίσθησις, ως ενέργεια, είναι μία κίνησις της ψυχής διά του σώματος (διδομένη εις αυτήν), είναι, φανερόν ότι το πάθος τούτο (η αίσθησις) δεν είναι ίδιον της ψυχής μόνης, και ότι άψυχον σώμα δεν είναι δυνατόν να αισθάνηται. Επειδή δε προσδιωρίσαμεν πρότερον εις άλλα συγγράμματα, περί των λεγομένων μερών της ψυχής, και ότι το θρεπτικόν δύναται να υπάρχη χωριστά από τα άλλα μέρη εις τα έχοντα ζωήν, κανέν όμως από τα άλλα δεν δύναται να υπάρχη άνευ τούτου, είναι φανερόν, ότι όσα εκ των ζώντων έχουσιν αύξησιν μόνον και φθίσιν, ταύτα ούτε ύπνον ούτε εγρήγορσιν έχουσιν. Τοιαύτα δ' είναι τα φυτά· διότι τα φυτά δεν έχουσι το αισθητικόν όργανον, είτε χωριστόν από του θρεπτικού είτε μη χωριστόν διότι κατά την δύναμιν και κατά τον τρόπον του είναι τα όργανα ταύτα είναι χωριστά. 7. Ομοίως δε είναι φανερόν και ότι ουδέν ζώον υπάρχει, όπερ πάντοτε γρηγορεί ή πάντοτε κοιμάται, αλλά και τα δύο ταύτα πάθη υπάρχουσιν εις τα αυτά ζώα ομού. Διότι αν υπάρχη ζώον έχον αίσθησιν, τούτο δεν είναι δυνατόν να μη κοιμάται και να μη γρηγορή, διότι και τα δύο ταύτα πάθη ανήκουσιν εις την αίσθησιν του πρώτου αισθητικού. Δεν είναι δε δυνατόν ούτε το εν μόνον εκ τούτων να υπάρχη πάντοτε εις το αυτό ζώον, ήτοι γένος τι ζώων να κοιμάται πάντοτε ή πάντοτε να γρηγορή. 8. Διότι όσα όργανα εκτελούσι λειτουργίαν φυσικώς, όταν υπερβώσι τον χρόνον καθ' όν δύνανται να επιτελώσι αυτήν, αναγκαίως αδυνατούσιν, όπως τα όμματα βλέποντα ούτω παύουσι πλέον να βλέπωσι. Το αυτό πάσχει και η χειρ και παν άλλο όργανον, όπερ εκτελεί έργον τι. Εάν λοιπόν όργανον τι έχον έργον το αισθάνεσθαι υπερβή τον χρόνον καθ' ον δύναται να αισθάνηται συνεχώς, θα αδυνατήση και δεν θα αισθάνηται πλέον. Ώστε, αν η εγρήγορσις ορίζεται διά τούτου, διά της απαλλαγής της αισθήσεως από καταστάσεως αδυναμίας, και αν πρέπη πάντοτε το εν μόνον εκ των εναντίων να είναι παρόν, το δε έτερον απόν, και αν η εγρήγορσις είναι το εναντίον του ύπνου καί αν το εν ή το άλλο αυτών πρέπη να ευρίσκηται εις παν ζώον, τότε είναι αναγκαίος ο ύπνος. 9. Λοιπόν, αν ο ύπνος είναι τοιούτον πάθος, τουτέστιν αδυναμία δι' υπερβολήν εγρηγόρσεως, η υπερβολή δε της εγρηγόρσεως είναι άλλοτε μεν νοσηρά, άλλοτε δε συμβαίνει άνευ νόσου (ούτως ώστε και η αδυναμία και η παύσις αυτής θα γίνεται καθ' όμοιον τρόπον), αναγκαίον είναι να δύναται να κοιμάται παν το εγρηγορός. Διότι είναι αδύνατον να ενεργή πάντοτε. Ομοίως δε ουδέν δύναται να κοιμάται πάντοτε, διότι ο ύπνος είναι πάθος της αισθητικής δυνάμεως, όπερ είναι τρόπον τινά δέσμευσις αυτής και ακινησία. Επομένως παν ον, το οποίον κοιμάται, ανάγκη να έχη το αισθητικόν μέρος (όργανον), αισθητικόν δε είναι το δυνάμενον να αισθάνηται ενεργώς. Να ενεργή τις όμως διά της αισθήσεως εν κυριολεκτική και στενή σημασία και συγχρόνως να κοιμάται είναι αδύνατον, και διά τούτο πας ύπνος είναι κατάστασις εξ ης αναγκαίως είναι δυνατή έγερσις (εγρήγορσις).
10. Πάντα λοιπόν τα άλλα ζώα είναι φανερόν ότι έχουσι το πάθος τούτo (τον ύπνον), και τα ζώντα εις το ύδωρ, και τα πτηνά και τα χερσαία. Διότι και πάντα τα γένη των ιχθύων και τα μαλάκια παρετηρήθησαν ότι κοιμώνται και πάντα τα άλλα, όσα έχουσιν οφθαλμούς· διότι είναι φανερόν ότι και τα σκληρόφθαλμα, και τα έντομα κοιμώνται. Πάντα όμως τα τοιαύτα έχουσιν ολίγον ύπνον. Διό και μερικά δύνανται πολλάκις να μας διαφύγωσι την αντίληψιν αν κοιμώνται ή όχι. Τα δε οστρακόδερμα κατά τας γενομένας παρατηρήσεις δεν απεδείχθη ακόμη αν κοιμώνται. Εάν όμως είναι πειστική η δοθείσα υφ' ημών εξήγησις, τότε θα πεισθή τις, ότι ο ύπνος είναι και εις την τάξιν ταύτην. Ότι λοιπόν πάντα τα ζώα έχουσι την δύναμιν του ύπνου, είναι φανερόν εκ των ειρημένων. Διότι το ζώον έχει κύριον χαρακτηριστικόν το να έχη αίσθησιν, ωρίσαμεν δε ότι ο ύπνος είναι τρόπον τινά η ακινησία και η δέσμευσις της αισθήσεως, η δε εγρήγορσις είναι η απαλλαγή και ελευθέρωσις αυτής. Αλλ' ουδέν των φυτών δύναται να έχη τι των παθών τούτων· διότι άνευ αισθήσεως δεν υπάρχει ούτε ύπνος ούτε εγρήγορσις, όσα δε έχουσιν αίσθησιν, ταύτα και λυπούννται και χαίρουσι, όσα δε έχουσι χαράν και λύπην, έχουσι και επιθυμίαν. Αλλά τα φυτά δεν έχουσι κανέν εκ τούτων. Απόδειξις δε τούτου είναι ότι και η θρεπτική δύναμις εκτελεί την λειτουργίαν της καλύτερα κατά τον ύπνον παρά κατά την εγρήγορσιν. Διότι τότε, ήτοι όταν κοιμώνται τα ζώα, τρέφονται περισσότερον και αυξάνονται, όπερ δεικνύει ότι ουδεμίαν έχουσι χρείαν της αισθήσεως διά τα δύο ταύτα. _________________ "Εάν δεν αφαιρέσεις από την αστική ηγεσία την υπεράσπιση του εθνισμού και την περάσεις στα χέρια της Αριστεράς, είσαι τελείως χαμένος σε οποιοδήποτε επαναστατικό σου παιχνίδι." Μιχάλης "Πάμπλο" Ράπτης.
|
|
Επιστροφή στην κορυφή |
|
|
ΓΙΑΝΝΗΣΜ
Ένταξη: 03 Ιούλ 2006 Δημοσιεύσεις: 463
|
Δημοσιεύθηκε: Πεμ Ιούλ 26, 2007 12:33 pm Θέμα δημοσίευσης: |
|
|
|
ΜΙΚΡΑ ΦΥΣΙΚΑ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ
ΠΕΡΙ ΥΠΝΟΥ ΚΑΙ ΕΓΡΗΓΟΡΣΕΩΣ
Μετάφραση Π. Γρατσιάτου (εκδόσεις Φέξη 1912)
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.
Διατί τα ζώα κοιμώνται και γρηγορούσι. Η αφή είναι κοινή και αχώριστος αίσθησις εις πάντα τα ζώα. Η κοινή αίσθησις, ήτις συγκεντροί τα αισθήματα πασών των άλλων αισθήσεων, πάσχει το πάθος τούτο, τον ύπνον, και ταύτης ακινητούσης, πάσαι αι άλλαι ακινητούσι και δεσμεύονται. Αίτια του ύπνου είναι η χρεία της αναπαύσεως και αvoρθώσεως των οργάνων. Ο ύπνος έχει σχέσιν προς τον τόπον ένθα εδρεύει η αρχή της αισθητικότητος και της κινήσεως, ήτοι προς την καρδίαν. Ζώα έναιμα και άναιμα.
1. Διατι δε κοιμώνται και γρηγορούσι τα ζώα, και εις ποίαν αίσθησιν ή εις ποίας αισθήσεις, αν εις πολλάς (ανήκει ο ύπνος και η εγρήγορσις) δέον να εξετάσωμεν. 2. Επειδή τινά μεν των ζώων έχουσιν όλας τας αισθήσεις, άλλα δε δεν έχουσι τινάς λ. χ. την όψιν, την ακοήν, άπαντα όμως έχουσι την αφήν και την γεύσιν, εκτός των ατελών ζώων (περί δε τούτων ωμιλήσαμεν εν τη πραγματεία περί Ψυχής), και επειδή είναι απολύτως αδύνατον να έχη οιανδήποτε αίσθησιν το κοιμώμενον ζώον, είναι φανερόν ότι αναγκαίως υπάρχει εις πάσας τας αισθήσεις το πάθημα τούτο (η αναισθησία) κατά τον λεγόμενον ύπνον. Διότι, εάν ζώόν τι ησθάνετο μεν διά ταύτης της αισθήσεως ουχί δε δι' εκείνης, θα ησθάνετο διά της πρώτης τούτων, όταν κοιμάται, και τούτο είναι αδύνατον. 3. Τω όντι εις εκάστην αίσθησιν υπάρχει αφ' ενός η ιδία αυτής δύναμις και αφ' ετέρου η κοινή εις πάσας, ίδιον π.χ. της όψεως είναι το να βλέπη, της δε ακοής το να ακούη, και περί των άλλων αισθήσεων ομοίως· υπάρχει όμως και κοινή τις δύναμις ακολουθούσα και συνοδεύουσα πάσας τας αισθήσεις, διά της οποίας έχει τις την συνείδησιν, ότι και βλέπει και ακούει. Διότι βεβαίως δεν βλέπομεν διά της όψεως ότι βλέπομεν. Και διακρίνομεν και δυνάμεθα να διακρίνωμεν ότι τα γλυκέα είναι διάφορα των λευκών ούτε διά της γεύσεως, ούτε διά της όψεως, ούτε διά των δύο ομού, αλλά διά τινος δυνάμεως της ψυχής κοινής εις όλα τα αισθητήρια. Διότι η αίσθησις είναι μία και εν είναι το κύριον αισθητήριον όργανον· αλλ' όμως το είναι (το χαρακτηριστικόν) εκάστου είδους αισθήσεως μένει διάφορον· άλλο είναι π.χ. το του ήχου και άλλο το του χρώματος. 4. Αύτη δε η κοινή δύναμις είναι συνδεδεμένη προ πάντων με την αίσθησιν της αφής, διότι η αίσθησις αύτη δύναται να υπάρχη χωριστή από των άλλων αισθήσεων, αι άλλαι όμως δεν είναι χωρισταί απ' αυτής. Περί τούτων δε είπομεν εις την περί Ψυχής θεωρίαν. Φανερόν είναι λοιπόν ότι της κοινής ταύτης αισθήσεως πάθη είναι η εγρήγορσις και ο ύπνος, και διά τούτο υπάρχουσιν εις όλα τα ζώα, διότι και μόνη η αφή είναι κοινή εις πάντα τα ζώα. Τω όντι, εάν ο ύπνος συνίστατο εις το ότι πάσαι αι αισθήσεις πάσχουσί τι, θα ήτο άτοπον αν αισθήσεις, αίτινες ούτε αναγκαίον είναι ούτε δυνατόν κατ' ουδένα τρόπον να ενεργώσι συγχρόνως, όμως μένωσιν εν αργία και ακινησία συγχρόνως. Το εναντίον· θα συνέβαινεν εις αυτά ευλογώτερον, να μη ηρεμώσι συγχρόνως. 5. Η εξήγησις, την οποίαν ημείς λέγομεν, είναι ορθή ως προς ταύτα τα φαινόμενα· διότι, όταν το αισθητήριον το δεσπόζον πάντων των άλλων και εις το οποίον τα άλλα αναφέρονται, πάθη τι, αναγκαίως συμπάσχουσι καί πάντα τα άλλα, όταν όμως εν τούτων ασθενήση, δεν πρέπει κατ' ανάγκην να ασθενήση καί εκείνο. Είναι δε φανερόν εκ πολλών παρατηρήσεων, ότι ο ύπνος δεν συνίσταται εις το ότι αι αισθήσεις αργούσι καί δεν γίνεται χρήσις αυτών, ούτε εις το ότι δεν δύνανται να αισθάνωνται, διότι καί εις τας λιποθυμίας συμβαίνει η αναισθησία αύτη, επειδή η λιποθυμία είναι αδυναμία των αισθήσεων. Συμβαίνουσι δε και παραφροσύναι όμοια έχουσαι φαινόμενα. Προσέτι δε διά της συμπιέσεως των φλεβών του αυχένος γίνεταί τις αναίσθητος. Όταν όμως η αδυναμία της χρήσεως του αισθάνεσθαι δεν εξηγήται διά τινος των αισθητηρίων ούτε διά την τυχούσαν αιτίαν, η εξήγησις ευρίσκεται, ως ήδη είπομεν, εν τω πρώτω αισθητηρίω (τη καρδία), δι' ου η ψυχή αισθάνεται πάντα. Διότι, όταν τούτο αδυνατήση, αναγκαίως καί τα αισθητήρια πάντα αδυνατούσι να αισθάνωνται, όταν δε τι εκ τούτων αδυνατήση, δεν αδυνατεί αναγκαίως καί εκείνο.
6. Πρέπει δε να εξηγήσωμεν διά ποίαν αιτίαν συμβαίνει ο ύπνος καί οποία είναι η φύσις του παθήματος τούτου. 7. Επειδή δε πολλά είναι τα είδη της αιτίας, διότι αίτιον καλούμεν και το ένεκα τίνος (γίνεταί τι), καί την αρχήν (οπόθεν προέρχεται η κίνησις), καί την ύλην και τον λόγον (το είδος), λέγομεν λοιπόν πρώτον ότι η φύσις ενεργεί πάντοτε χάριν σκοπού τινος, ούτος δε είναι αγαθόν τι. Εις παν δε ον, το οποίον φυσικώς κινείται, αλλά δεν δύναται πάντοτε καί συνεχώς να κινήται ευαρέστως, η ανάπαυσις είναι αναγκαία καί ωφέλιμος· καί μετά πάσης αληθείας εφαρμόζεται η μεταφορά αύτη εις τον ύπνον, διότι είναι ανάπαυσις. Ώστε ο ύπνος υπάρχει χάριν της συντηρήσεως των ζώων. Το τέλος δε, δι' ο υπάρχει ο ύπνος, είναι η εγρήγορσις, διότι η αίσθησις καί η νόησις είναι ο σκοπός πάντων, όσα έχουσι την μίαν ή την άλλην αυτών, αύται δε είναι αι ύψισται ενέργειαι εκείνων, το δε τέλος εκάστου όντος είναι το ύψιστον. Επομένως πρέπει αναγκαίως να έχη τον ύπνον έκαστον ζώον. 8. Λέγω δε αναγκαίως εκ της υποθέσεως, ότι δηλ. εάν ζώόν τι μέλλη να συντηρήση την ιδίαν εαυτού φύσιν, αναγκαίως πρέπει να έχη δυνάμεις τινάς καί, όταν ταύτας έχη, πρέπει να έχη καί άλλας τινάς.
9. Θα εξηγήσωμεν μετά ταύτα ποία σωματική κίνησις καί ποία πραξις γίνεται εις τα ζώα, ίνα επέρχηται εγρήγορσις καί ύπνος. Εις μεν τα άλλα ζώα πρέπει να παραδεχθώμεν, ότι αίτια των παθών τούτων είναι τα αυτά ή ανάλογα προς τα των εναίμων ζώων. Εις δε τα άναιμα τα αίτια είναι τα αυτά τα οποία είναι εις τους ανθρώπους. Ώστε διά των επί των ανθρώπων παρατηρήσεων δέον να εξηγήσωμεν πάντα. 10. Πρότερον ήδη ωρίσαμεν αλλαχού ότι η αρχή της αισθήσεως εις τα ζώα υπάρχει εις το αυτό μέρος όπου και η αρχή της κινήσεως. Εκ των τριών δε τόπων εις τους οποίους διαιρείται το σώμα, η αρχή αύτη είναι ο μέσος τόπος μεταξύ της κεφαλής και της κοιλίας. Και εις μεν τα έναιμα ζώα το μέρος τούτο είναι το περί την καρδίαν, διότι όλα τα έναιμα έχουσι καρδίαν και αυτή είναι η αρχή της κινήσεως και της κυρίας αισθήσεως (της κοινής). Είναι δε φανερόν ότι ενταύθα είναι η αρχή της κινήσεως, καί η της αναπνοής, καί γενικώς η της ψύξεως, και ότι η φύσις τα όργανα, τα οποία αναπνέουσι καί εκείνα τα οποία ψύχονται διά μέσου του υγρού, τα έπλασεν ίνα διατηρώσι την θερμότητα εις το μέρος τούτο. Περί της αρχής ταύτης θεωρουμένης καθ' εαυτήν θα είπωμεν ύστερα. Εις δέ τα ζώα τα οποία δεν έχουσιν αίμα, τα έντομα καί όσα δεν δέχονται αέρα, φαίνεται ότι αήρ έμφυτος εις αυτά αναφυσάται καί καταβαίνει εις μέρος του σώματος ανάλογον (με τους πνεύμονας των εναίμων). Φανερόν δε είναι τούτο εις τα ολόπτερα32 έντομα, ως εις τας σφήκας, τας μελίσσας τας μυίας και τα όμοια.
11. Αλλ' επειδή είναι αδύνατον χωρίς ισχύος να κινήση τις ή να ενεργήση τι, ισχύν εμποιεί η κατάσχεσις (κράτησις) της πνοής, είτε αύτη έρχεται έξωθεν, ως εις τα εισπνέοντα, είτε είναι σύμφυτος, ως εις τα μη αναπνέοντα, δια τούτο δε και τα πτερωτά έντομα φαίνεται ότι βομβούσιν, όταν κινώνταις διότι διασπάται ο αήρ πίπτων εις το διάφραγμα των ολοπτέρων. 12. Κινείται δε παν ζώον, όταν εις το πρώτον αισθητήριον διεγείρηται αίσθημα είτε οικείον, είτε έξωθεν. Εάν δε ο ύπνος και η εγρήγορσις είναι πάθη του μέρους τούτου του σώματος, είναι φανερόν εις ποίον τόπον καί εις ποίον έσχατον μέρος του σώματος έχουσι την πηγήν των ο ύπνος καί η εγρήγορσις. 13. Τινές δε κινούνται εν ώ κοιμώνται καί κάμνουσι πολλά ανήκοντα εις την εγρήγοοσιν καί ουχί βεβαίως άνευ φαντασίας καί τινος αισθήματος. Διότι το ενύπνιον είναι τρόπον τινά εν αίσθημα. Αλλά περί τούτου θα πραγματευθώμεν ύστερον. 14. Διατί δε τα μεν όνειρα ενθυμούμεθα, όταν εγερθώμεν, αλλά τας κατά την εγρήγορσιν πράξεις δεν ενθυμούμεθα πάντοτε, περί τούτου είπομεν εις τα Προβλήματα. _________________ "Εάν δεν αφαιρέσεις από την αστική ηγεσία την υπεράσπιση του εθνισμού και την περάσεις στα χέρια της Αριστεράς, είσαι τελείως χαμένος σε οποιοδήποτε επαναστατικό σου παιχνίδι." Μιχάλης "Πάμπλο" Ράπτης.
|
|
Επιστροφή στην κορυφή |
|
|
ΓΙΑΝΝΗΣΜ
Ένταξη: 03 Ιούλ 2006 Δημοσιεύσεις: 463
|
Δημοσιεύθηκε: Παρ Ιούλ 27, 2007 6:19 am Θέμα δημοσίευσης: |
|
|
|
ΜΙΚΡΑ ΦΥΣΙΚΑ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ
ΠΕΡΙ ΥΠΝΟΥ ΚΑΙ ΕΓΡΗΓΟΡΣΕΩΣ
Μετάφραση Π. Γρατσιάτου (εκδόσεις Φέξη 1912)
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'
Φυσιολογική εξέτασις του ύπνου. Ο ύπνος εξαρτάται εκ της θρέψεως, καί είναι αποτέλεσμα της εκ των τροφών αναθυμιάσεως. Νυσταγμός μετά το γεύμα. Ναρκωτικά, κόποι και ασθένειαι. Υπνηλότης των βρεφών. Μελαγχολικοί. Εν τω ύπνω η φυσική θερμότης συγκεντρούται εν τω εσωτερικώ.
1. Πρέπει νυν ως συνέχειαν των ειρημένων να εξετάσωμεν ποία (φυσιολογικά περιστατικά) συντρέχουσιν εις την εγρήγορσιν καί τον ύπνον καί ποία είναι η αρχή του πάθους τούτου. 2. Είναι φανερόν ότι το ζώον άμα έχη αίσθησιν, τότε πρώτον πρέπει αναγκαίως καί να λαμβάνη τροφήν καί (διά ταύτης) αύξησιν. Τροφή δε εν τελευταία καταστάσει εις πάντα τα ζώα, εις μεν τα έναιμα είναι το αίμα, εις δε τα άναιμα είναι το ανάλογον (υγρόν). Τόπος δε (περιεκτικός) του αίματος είναι αι φλέβες, των οποίων αρχή είναι εν τη καρδία. Φανερόν δε είναι τούτο, όπερ λέγομεν, εκ των ανατομών. Όταν λοιπόν η τροφή έξωθεν εισέρχηται εις τα μέρη του σώματος, τα ικανά να δέχωνται αυτήν (εις τον πεπτικόν σωλήνα), γίνεται αναθυμίασις καί μεταβίβασις αυτής εις τας φλέβας. Ενταύθα η τροφή αλλοιούται μεταβαλλομένη εις αίμα καί διευθύνεται προς την καρδίαν. Περί τούτων έγινε λόγος εις τα περί Τροφής. Τώρα όμως θα επαναλάβωμεν ταύτα μόνον, όπως θεωρήσωμεν τας αρχάς της κινήσεως και τα πάθη του αισθητικού μέρους, εκ των οποίων προέρχεται η εγρήγορσις και ο ύπνος. 3. Βεβαίως ο ύπνος δεν είναι οιαδήποτε αδυναμία του αισθητικού, διότι, ως προείπομεν, αναισθησίαν προξενούσι καί η παραφροσύνη και ο πνιγμός καί η λιποψυχία· ενίοτε δε και δύναμις φανταστική ισχυρά ευρέθη εις λιποθυμήσαντας. Τούτο όμως έχει δυσκολίαν τινά· διότι, αν ο λιποθυμήσας δύναται να κοιμηθή, δύναται και η φαντασία αύτη να είναι όνειρον. Πολλάκις δε ομιλούσιν εκείνοι, οίτινες σφοδρώς λιποθυμούσι καί φαίνονται ως νεκροί. Περί τούτων δε πάντων πρέπει να δοθή η αυτή εξήγησις. 4. Αλλά, ως είπομεν, ο ύπνος δεν είναι πάσα αδυναμία οιαδήποτε του αισθητικού, αλλά εκ της αναθυμιάσεως των τροφών γίνεται το πάθος τούτο· διότι αναγκαίως το αναθυμιώμενον ωθείται προς τα άνω μέχρι σημείου τινός, έπειτα δε στρέφεται εις τα οπίσω και μεταβάλλεται όπως τα κύματα του Ευρίπου. Η θερμότης λοιπόν εκάστου των ζώων φυσικώς αναβαίνει εις τα άνω, όταν δε φθάση ειίς τα άνω μέρη, όλη ομού πάλιν στρέφεται οπίσω και καταβαίνει. Διά τούτο μάλιστα οι ύπνοι παράγονται μετά τα γεύματα, διότι τότε εν τω άμα πολύ και πυκνόν υγρόν φέρεται εις τα άνω, όπου ίσταται καί προξενεί νυσταγμόν, έπειτα δε, όταν καταβή καί στραφέν οπίσω απωθήση την θερμότητα, τότε έρχεται ύπνος καί το ζώον κοιμάται. 5. Απόδειξις τούτων είναι καί τα υπνωτικά, διότι πάντα προξενούσι βάρος της κεφαλής, και τα ποτά καί τα φαγητά, η μήκων, ο μανδραγόρας, ο οίνος και αι αίραι. Καί οι τας κεφαλάς αυτών φέροντες κάτω καί νυστάζοντες φαίνονται ότι πάσχουσι ταύτα καί αδυνατούσι να υψώσωσι την κεφαλήν καί (να ανοίξωσι) τα βλέφαρα. Και ο τοιούτος βαρύς ύπνος έρχεται μετά τα φαγητά προ πάντων, διότι πολλή είναι τότε η εκ των τροφών αναθυμίασις. 6. Προσέτι δε έρχεται ο ύπνος καί έκ τινων κόπων, διότι ο μεν κόπος διαλύει (υγροποιεί) το σώμα, η δε διάλυσις αύτη γίνεται ως μία τροφή αχώνευτος, εκτός εάν γείνη ψυχρά. Καί νόσοι τινές φέρουσι το αυτό αποτέλεσμα ύπνου, όσαι προέρχονται εξ υπερβολής του υγρού καί του θερμού, όπως συμβαίνει είς πάσχοντας πυρετόν και ληθαργίαν. 7. Προσέτι η πρώτη ηλικία (υπόκειται εις τοιούτον ύπνον). Τα παιδία τω όντι κοιμώνται πολύ, διότι όλη η τροφή φέρεται προς τα άνω. Απόδειξις δε τούτου είναι η κατά την πρώτην ηλικίαν υπερβολική αύξησις των άνω μερών του σώματος αναλόγως προς τα κάτω, διότι η αύξησις γίνεται προς τα άνω. 8. Διά ταύτην την αιτίαν τα παιδία γίνονται και επιληπτικά· ο ύπνος τω όντι ομοιάζει με την επιληψίαν και είναι τρόπον τινά επιληψία. Διά τούτο και η αρχή του πάθους τούτου συμβαίνει εις πολλούς, όταν κοιμώνται· και η προσβολή γίνεται, όταν κοιμώνται μόνον, όταν δε εξυπνήσωσι, παύει. Διότι, όταν ο αήρ φέρηται προς τα άνω κατά μεγάλην ποσότητα, έπειτα καταβαίνων εξογκώνει τας φλέβας και πιέζει τον πόρον, διά του οποίου γίνεται η αναπνοή.
9. Διά ταύτα δεν είναι ωφέλιμοι οι οίνοι εις τους παίδας ούτε εις τας τροφούς αυτών, διότι ουδόλως ίσως διαφέρει να πίνωσιν αυτά ή αι τροφοί των· αλλά πρέπει να πίνωσιν οίνον υδαρή και ολίγον, διότι ο οίνος καί μάλιστα ο μέλας είναι πνευματώδης. Τόσον δε πλήρη τροφής είναι τα ανώτερα μέρη των παιδιών, ώστε πέντε μηνών ήδη όντα δεν δύνανται να στρέφωσι τον αυχένα, διότι, όπως καί εις τους πολύ μεθυσμένους, ούτω καί εις αυτά πολύ υγρόν φέρεται εις τα άνω μέρη. 10. Ευλόγως λοιπόν τούτο το πάθος είναι αιτία να μένωσι κατ' αρχάς ακίνητα τα έμβρυα εις τας μήτρας. Καί γενικώς τον ύπνον αγαπώσι καί οι έχοντες βαθέως κειμένας τας φλέβας καί οι έχοντες μορφήν νάνων καί οι μεγαλοκέφαλοι, διότι εκείνων μεν αι φλέβες είναι τόσον στενοί, ώστε το υγρόν κατερχόμενον δεν κυκλοφορεί ευκόλως, εις δε τους νανώδεις καί τους μεγαλοκεφάλους είναι πολλή η προς τα άνω ορμή του υγρού καί η αναθυμίασις. Απ' εναντίας δε οι έχοντες μεγάλας φλέβας δεν αγαπώσι τον ύπνον, διότι η κυκλοφορία είναι εύκολος εις τας φλέβας των, εκτος εάν έχωσιν άλλο τι πάθος εναντίον. 11. Ούτε πάλιν οι μελαγχολικοί είναι φίλυπνοι, διότι το εσωτερικόν αυτών είναι ψυχρόν, ώστε δεν γίνεται εν αυτοίς άφθονος αναθυμίασις· διά τούτο δε και τρώγουσι πολύ και έχουσι σκληράν σάρκα, καί τα σώματα αυτών φαίνονται ως να μη έχωσι φάγει τίποτε. Διότι η μαύρη χολή, ούσα ψυχρά εκ φύσεως, κάμνει ψυχρόν καί το μέρος όπου γίνεται η θρέψις (κοιλίαν και ήπαρ), καί τα άλλα μέρη, όπου δύναται να υπάρχη η δύναμις της τοιαύτης εκκρίσεως.
12. Ώστε είναι φανερόν εκ των ειρημένων, ότι ο ύπνος είναι συγκέντρωσις της θερμότητος εντός (της καρδίας) καί αντίδρασις φυσική ένεκα της ειρημένης αιτίας. Εκ τούτου δε καί αι πολλαί κινήσεις του κοιμωμένου. Όπου όμως εκλείπει η θερμότης, εκεί γίνεται ψύξις, καί ένεκα της ψύξεως καταπίπτουσι τα βλέφαρα καί ψυχρά μεν γίνονται τα ανώτερα καί τα εξωτερικά μέρη, αλλά τα κατώτερα καί τα εσωτερικά είναι θερμά, λ. χ, οι πόδες και τα σπλάγχνα του σώματος.
13. Δυνατόν όμως να ερώτηση τις: διατί ο ύπνος είναι ισχυρότατος μετά τα γεύματα, καί διατί προκαλούσιν ύπνον ο οίνος και άλλα τοιαύτα έχοντα πολλήν θερμότητα. Δεν είναι βέβαια λογικόν ο ύπνος να θεωρήται κατάψυξις· το αίτιον του ύπνου μάλλον είναι η θερμότης. Άρά γε συμβαίνει τούτο, διότι, καθώς ο στόμαχος, όταν είναι κενός, είναι θερμός, όταν δε πληρωθή (τροφών), γίνεται ψυχρός εκ της γενομένης κινήσεως, ούτω καί οι πόροι και τόποι της κεφαλής γίνονται ψυχροί, όταν φέρηται εκεί η αναθυμίασις; Ή διότι, καθώς εις τους χύνοντας εφ' εαυτών θερμόν υγρόν εξαίφνης γίνεται φρίκη, ούτω καί εδώ, όταν ανέλθη το θερμόν, τότε το ψυχρόν συγκεντρούται και ψύχει το σώμα και κάμνει την φυσικήν θερμότητα να είναι αδύνατος και να υποχωρή; 14. Πάλιν, όταν λαμβάνηται πολλή τροφή, ην ανυψοί η θερμότης, όπως το πυρ σβύννεται όταν επιτεθώσι πολλά ξύλα, ούτως ο στόμαχος ψύχεται έως ού χωνευθή η τροφή; Διότι, ως είπομεν, γίνεται ο ύπνος, όταν πυκνόν υγρόν φέρηται εις τα άνω υπό της θερμότητος διά των φλεβών εις την κεφαλήν. Αλλ' όταν το υψωθέν υγρόν δεν δύναται πλέον να αναβή, διότι είναι υπερβολικώς πολύ, τότε το εξατμισθέν υλικόν απωθείται οπίσω και ρέει κάτω. 15. Διά τούτο οι άνθρωποι κατακρίνονται, όταν το υγρόν, όπερ ωθεί προς τα άνω, αφαιρήται. Διότι μόνος ο άνθρωπος εξ όλων των ζωών έχει την ορθοστασίαν, και όταν μεν καταπέση το θερμόν, προξενείται άνοια (αναισθησία), ύστερον δε λειτουργεί η φαντασία. Ή αι λύσεις, τας οποίας τώρα εκθέτομεν, ενδέχεται να εξηγώσι πώς γίνεται η κατάψυξις;
16. Αλλ' όμως η κυρία έδρα του ύπνου είναι ο περί τον εγκέφαλον τόπος, ως και αλλαχού είπομεν. Πάντων των μερών του σώματος το ψυχρότατον είναι ο εγκέφαλος και το ανάλογον με το αυτό μέρος εις όσα ζώα δεν έχουσιν εγκέφαλον. Καθώς λοιπόν το υγρόν, όπερ εξατμίζεται υπό της ηλιακής θερμότητος, όταν φθάση εις τας υψηλά μέρη (της ατμοσφαίρας), ψύχεται υπό της ψυχρότητος αυτών και συμπυκνωθέν πίπτει κάτω γινόμενον πάλιν ύδωρ, ούτω κατά την εις τον εγκέφαλον ανάβασιν της θερμότητος η υπερβολική εξάτμισις μεταβάλλεται εις γλοιώδη ύλην, διό καί οι κατάρροι φαίνονται ότι προέρχονται εκ της κεφαλής, ενώ η αναθυμίασις, ήτις είναι ικανή να τρέφη και δεν έχει τίποτε τo νοσηρόν, φέρεται προς τα κάτω συμπεπυκνωμένη και ψύχει (μετριάζει) την θερμότητα. 17. Συντελεί δε εις την κατάψυξιν, και εις το να μη γίνεται δεκτή ευκόλως η αναθυμίασις, η λεπτότης και η στενότης των πέριξ του εγκεφάλου φλεβών. Τούτο λοιπόν είναι το αίτιον της καταψύξεως, και αν ακόμη είναι υπερβολική η αναθυμίασις ένεκα της θερμότητος. Εγείρεται δε ο άνθρωπος, όταν γείνη η χώνευσις και επικρατήση η θερμότης, ήτις πολλή εξερχόμενη εκ των πέριξ μερών συμπυκνούται εις μικρόν χώρον, και όταν διαχωρισθή το ουσιωδέστατον καί καθαρώτατον αίμα. Είναι δε το αίμα της κεφαλής το λεπτότατον άμα καί καθαρώτατον, ενώ το εις τα κάτω μέρη αίμα είναι πυκνότατον καί θολερώτατον. Όπως δε καί ενταύθα καί αλλαχού είπομεν, η καρδία είναι η αρχή όλου του αίματος. 18. Εκ δε των μερών της καρδίας η μέση κοιλία είναι ηνωμένη με τας δύο κοιλίας, εκάστη δε τούτων δέχεται το αίμα εξ εκάστης αρτηρίας ήτοι εκ της λεγομένης μεγάλης αρτηρίας και εκ της αορτής. Εις την μέσην κοιλίαν γίνεται ο χωρισμός του αίματος. Αλλά να είπωμεν ακριβέστερον περί τούτων ανήκει εις άλλας ειδικάς πραγματείας. 19. Επειδή όμως είναι περισσότερον αδιάκριτον το αίμα μετά την εισαγωγήν των τροφών, γίνεται ο ύπνος καί διαρκεί έως ου το μεν καθαρώτατον μέρος του αίματος αποχωρισθή εις τα άνω, το δε θολερώτατον εις τα κάτω. Όταν δε τούτο γείνη, εγείρονται (τά ζώα) ελεύθερα από το βάρος της τροφής.
20. Εξηγήσαμεν λοιπόν ποίον είναι το αίτιον του ύπνου· καί είπομεν ότι είναι η αντίδρασις πυκνού υγρού, όπερ υψούται υπό την επίδρασιν της εμφύτου αυτώ θερμότητας επί το πρώτον αισθητήριον όργανον (την καρδίαν). Είπομεν προσέτι, ότι ο ύπνος είναι η κατάληψις του πρώτου αισθητηρίου, ώστε να μη δύναται να λειτουργή, καί ότι είναι φαινόμενον αναγκαίον (διότι ουδέν ζώον δύναται να υπάρξη άνευ των όρων οίτινες συντελούσιν εις την ύπαρξιν καί ανάπτυξιν αυτών), ο δε ύπνος υπάρχει χάριν συντηρήσεως, διότι η ανάπαυσις συντηρεί.
_________________ "Εάν δεν αφαιρέσεις από την αστική ηγεσία την υπεράσπιση του εθνισμού και την περάσεις στα χέρια της Αριστεράς, είσαι τελείως χαμένος σε οποιοδήποτε επαναστατικό σου παιχνίδι." Μιχάλης "Πάμπλο" Ράπτης.
|
|
Επιστροφή στην κορυφή |
|
|
ΓΙΑΝΝΗΣΜ
Ένταξη: 03 Ιούλ 2006 Δημοσιεύσεις: 463
|
Δημοσιεύθηκε: Κυρ Ιούλ 29, 2007 11:33 pm Θέμα δημοσίευσης: |
|
|
|
ΜΙΚΡΑ ΦΥΣΙΚΑ
ΑΡΙΣΤOΤΕΛOΥΣ
ΠΕΡΙ ΕΝΥΠΝΙΩΝ
Μετάφραση Π. Γρατσιάτου (εκδόσεις Φέξη 1912)
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'.
Τα ενύπνια ούτε πάθος του αισθητικού απλώς, ούτε του νοητικού, αλλά του αισθητικού, καθό φανταστικού, ήτοι είναι πάθος της φαντασίας, ήτις είναι πάθος του αισθητικού.
1. Μετά τον ύπνον και την εγρήγορσιν πρέπει να εξετάσωμεν περί των ενυπνίων και να ζητήσωμεν εις ποίον μέρος της ψυχής συμβαίνουσι, και αν είναι ταύτα πάθος του νοητικού ή του αισθητικού· διότι διά τούτων των δύο δυνάμεων μόνων γνωρίζομεν τα πράγματα. 2. Η χρήσις της μεν όψεως είναι η όρασις, της δε ακοής το ακούειν και της αισθήσεως εν γένει είναι το αισθάνεσθαι, και κοινά μεν αντικείμενα εις πάσας τας αισθήσεις είναι το σχήμα, η κίνησις, το μέγεθος και άλλαι τοιαύται ιδιότητες, ίδια δε αντικείμενα είναι το χρώμα, ο ήχος, ο χυμός. Όταν δε κλείη τις τους οφθαλμούς και κοιμάται, είναι αδύνατον να βλέπη, το αυτό δε εφαρμόζεται και επί των αλλων αισθησεων. Ώστε είναι φανερόν ότι ουδόλως αισθανόμεθα, όταν υπνώττωμεν. Άρα το ενύπνιον δεν συλλαμβάνομεν δια της αισθήσεως. 3. Αλλά προσέτι ούτε διά της γνώμης (δόξης) αισθανόμεθα αυτό. Διότι ου μόνον λέγομεν ότι προσερχόμενόν τι αντικείμενον είναι άνθρωπος ή ίππος, αλλά και ότι είναι λευκόν ή καλόν, και ουδέν εκ τούτων, ούτε αληθές ούτε ψεύδος δύναται να αποφανθή η γνώμη άνευ της αισθήσεως. Αλλ' όμως κατά τον ύπνον η ψυχή συμβαίνει να κάμνη τούτο ακριβώς, διότι και κοιμώμενοι νομίζομεν ότι διακρίνομεν, όπως και εν τη εγρηγόρσει, ότι το πλησίαζον είναι άνθρωπος και ότι είναι λευκόν. Κατά το ενύπνιον προσέτι έχομεν την παράστασιν και άλλου τινός εκτός του αντικειμένου, όπως κατά την εγρήγορσιν όταν αντιλαμβανώμεθα. Δηλαδή όπως, όταν αντικείμενόν τι αισθανώμεθα γρηγορούντες, πολλάκις διανοούμεθα περί αυτού έτερόν τι, ούτω και κατά τον ύπνον εκτός των παραστάσεων ενίοτε εννοούμεν άλλα. 4. Δύναται δε να γείνη φανερόν τούτο, εάν, αφού εγερθή τις εκ τού ύπνου, επιστήση τον νουν και προσπαθήση να ενθυμηθή (τα όνειρα τα οποία είδεν). Ούτω τινές έχουσι παρατηρήση ότι ενθυμούνται τα όνειρά των, εκείνοι λ. χ. οίτινες κατά τα παραγγέλματα της μνημονικής τέχνης δοκιμάζουσι να παραστήσωσιν εις εαυτούς τα όνειρά των. Συμβαίνει δηλαδή εις αυτούς πολλάκις παρεκτός του ενυπνίου να παριστάνωσιν εις εαυτούς άλλο τι, μίαν εικόνα εις τον τόπον (τον δεχόμενον τας εικόνας), 5. Ώστε είναι φανερόν ότι, ουχί πάσα παράστασις, την οποίαν έχομεν κατά τον ύπνον,είναι όνειρον, και ότι εκείνο το οποίον εννοούμεν τότε, το εvvoούμεν διά της δόξης. 6. Τόσον πολύ είναι φανερόν περί όλων τούτων, ότι εκείνο το οποίον μας κάμνει είς τινας νόσους να απατώμεθα, καίπερ γρηγορούντες, το αυτό τούτο και κατά τον ύπνον προξενεί την απάτην. Ούτω, μολονότι υγιαίνομεν και μολονότι γνωρίζομεν το αληθές, όμως ο ήλιος μας φαίνεται πάντοτε ότι έχει διάμετρον ενός ποδός. Αλλ' είτε είναι η φανταστική και η αισθητική δύναμις της ψυχής εν και το αυτό, είτε είναι διάφοροι, ουχ ήττον το ενύπνιον δεν γίνεται χωρίς να βλέπωμεν και να αισθανώμεθά τι. Διότι απάται οράσεως και ακοής συμβαίνουσιν όταν τις ορά και ακούη αληθώς τι, πλην τούτο δεv είναι εκείνο όπερ αυτός νομίζει ότι ορά. Αλλά κατά την υπόθεσιν ταύτην εν τω ύπνω ούτε βλέπει τις ούτε ακούει τι, ούτε εν γένει αισθάνεταί τι. Άρα δεν είναι αληθές, ότι δεν βλέπει τις τίποτα (εν τω ονείρω), όπως δεv είναι αληθές ότι η αίσθησις ουδέν πάσχει. Αλλά δύναται και η όψις και αι άλλαι αισθήσεις να πάσχωσί τι. Εκάστη των εικόνων (καθ' ύπνους) προσβάλλει κατά τινα τρόπον την αίσθησιν ως εάν τις ήτο γρηγορών, ουχί όμως ούτως, όπως κατά την αληθή εγρήγορσιν. Και άλλοτε μεν η δόξα μας λέγει ότι είναι ψεύδος εκείνο όπερ βλέπομεν, όπως όταν γρηγορώμεν, άλλοτε δε νικάται υπό της εικόνος η δόξα και ακολουθεί αυτήν (ως αληθή).
7. Είναι λοιπόν φανερόν, ότι το πάθος τούτο, το οποίον καλούμεν ενύπνιον, δεν είναι πάθος της δόξης ούτε της διανοίας (της δόξης και του νου)· αλλ' ούτε και της αισθήσεως απλώς, διότι θα εβλέπομεν απλώς και θα ηκούομεν (καθ' ύπνους).
8. Αλλά πρέπει να εξετάσωμεν κατά ποίαν σημασίαν και κατά τίνα τρόπον συμβαίνει το πάθος τούτο εις αυτήν. Ας τεθή λοιπόν βάσις τούτο, όπερ και φανερόν είναι, ότι τό πάθος τούτο (το όνειρον) ανήκει εις την αισθητικήν δύναμιν, διότι και ο ύπνος είναι πάθημα του αισθητικού μέρους. Και αληθώς δεν συμβαίνει εις άλλο μέρος ζώων ο ύπνος και εις άλλο το ενύπνιον, αλλά και τα δύο υπάρχουσιν εις το αυτό μέρος. Περί φαντασίας ήδη έγινε λόγος εις τα περί Ψυχής, και είπομεν ότι η φανταστική δύναμις είναι η αυτή με την αισθητικήν αλλ' ο τρόπος της εκδηλώσεως της φαντασίας και ο της αισθήσεως είναι διάφοροι· είναι δηλ. φαντασία η κίνησις ήτις γίνεται υπό του εν ενεργεία αισθήματος, το δε ενύπνιον φαίνεται ότι είναι εικών της φαντασίας, διότι ενύπνιον λέγομεν την εικόνα ήτις εμφανίζεται κατά τον ύπνον είτε απολύτως είτε κατά τινα τρόπον. Είναι λοιπόν φανερόν, ότι το όνειρεύεσθαι ανήκει εις την αισθητικήν δύναμιν, και ανήκει εις ταύτην καθό φανταστικήν. _________________ "Εάν δεν αφαιρέσεις από την αστική ηγεσία την υπεράσπιση του εθνισμού και την περάσεις στα χέρια της Αριστεράς, είσαι τελείως χαμένος σε οποιοδήποτε επαναστατικό σου παιχνίδι." Μιχάλης "Πάμπλο" Ράπτης.
|
|
Επιστροφή στην κορυφή |
|
|
ΓΙΑΝΝΗΣΜ
Ένταξη: 03 Ιούλ 2006 Δημοσιεύσεις: 463
|
Δημοσιεύθηκε: Κυρ Ιούλ 29, 2007 11:38 pm Θέμα δημοσίευσης: |
|
|
|
ΜΙΚΡΑ ΦΥΣΙΚΑ
ΑΡΙΣΤOΤΕΛOΥΣ
ΠΕΡΙ ΕΝΥΠΝΙΩΝ
Μετάφραση Π. Γρατσιάτου (εκδόσεις Φέξη 1912)
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.
Τα ενύπνια γίνονται εξ οιασδήποτε τάξεως αισθητών. Η εντύπωσις διαμένει εις τα όργανα, όταν αφαvισθή το αισθητόν. Νόμος της μεταβάσεως της κινήσεως, είτε της κατά τόπον, είτε της κατ' αλλοίωσιν. Άμεσα αποτελέσματα αισθημάτων λίαν παρατεινομένων. Η όψις, πάσχει, αλλά και ενεργεί. Αποτέλεσμα των ομμάτων των γυναικών επί των κατόπτρων κατά την έμμηνον ροήν. Eυκόλως απατώμεθα υπό των αισθήσεων, όταν έχωμεν πάθη ψυχικά ή σωματικά.
1. Τι είναι το ενύπνιον και πως γίνεται δυνάμεθα να μάθωμεν, αν προ πάντων εξετάσωμεν τα συμβαίνοντα κατά τον ύπνον. 2. Τα αισθητά πράγματα προξενούσιν εις ημάς αίσθησιν κατά τα διάφορα αισθητήρια, και η εξ αυτών γινομένη εντύπωσις υπάρχει εις τα αισθητήρια όχι μόνον όταν αι αισθήσεις είναι εν ενεργεία, αλλ' επιμένει και όταν παύση η ενέργεια αύτη. 3. Το πάθος τούτο φαίνεται, ότι είναι όμοιον με το φαινόμενον το συμβαίνον εις τα ριπτόμενα πράγματα. Διότι και τα ριπτόμενα κινούνται ακόμη, και εν ω ο κινήσας αυτά δεν τα εγγίζει πλέον· διότι ο κινήσας κατ' αρχάς εκίνησε μέρος αέρος, και πάλιν ούτος κινηθείς μετέδωκε την κίνησιν εις άλλο μέρος· και κατά τον τρόπον τούτον το ριπτόμενον, έως ου σταματήση, κάμνει την κίνησίν του και εις τον αέρα και εις τα υγρά. Ομοίως δε πρέπει να δεχθώμεν, ότι τούτο συμβαίνει και εις τας κινήσεις της αλλοιώσεως πράγματός τινος, λ. χ. το υπό του θερμού θερμανθέν θερμαίνει το πλησίον μέρος, και τούτο μεταδίδει την θερμότητα εις άλλο μέχρι τέλους. Ώστε εξ ανάγκης συμβαίνει τούτο και εις το όργανον, όπερ είναι η έδρα της αισθήσεως, αφού η εν ενεργεία αίσθησις είναι είδος αλλοιώσεως. Διό τούτο το πάθος (η εντύπωσις) υπάρχει εις τα αισθητήρια ουχί μόνον καθ' όν χρόνον αισθάνονται, αλλά και όταν παύσωσι να αισθάνωνται, και υπάρχει εις το εσωτερικόν βάθος και εις την επιφάνειαν.
4. Είναι δε τούτο φανερόν, όταν επί τινα χρόνον κατά συνέχειαν αισθανώμεθά τι. Διότι, όταν στρέφωμεν την αίσθησιν ημών είς τι άλλο, επιμένει η (πρώτη) εντύπωσις, ως λ. χ. όταν εκ του ηλίου μεταβαίνωμεν εις την σκιάν. Διότι συμβαίνει να μη βλέπωμεν τίποτε, επειδή εξακολουθεί ακόμη η κίνησις, την οποίαν το φως έδωκεν εις τους οφθαλμούς. Και αν επί πολύν χρόνον ατενίσωμεν εν μόνον χρώμα, ή λευκόν ή πράσινον, τοιούτον φαίνεται και το πράγμα, εις το οποίον έπειτα ηθέλομεν στρέψει τα βλέμματα. Και αν κυττάζοντες τον ήλιον ή άλλο λαμπρόν αντικείμενον κλείσωμεν τα όμματα, το αντικείμενον, όπερ αμέσως παρατηρούμεν κατά την ευθείαν γραμμήν καθ' ην συμβαίνει να ορώμεν, θα μας φανή ότι το βλέπομεν κατά πρώτον με το αυτό παρόν χρώμα, όπερ έπειτα μεταβάλλεται εις ερυθρόν, έπειτα εις πορφυρούν, έως ου φθάση εις το μέλαν χρώμα και αφανισθή. 5. Και αι αισθήσεις ακόμη πάσχουσι τοιαύτα, όταν στρέφωνται ταχέως εξ αντικειμένων ευρισκομένων εις κίνησιν, ως εκ των ποταμών και των ρευμάτων των ρεόντων ταχύτατα, διότι τότε τα άλλα πράγματα, τα οποία ηρεμούσι, μας φαίνονται ότι κινούνται. Γίνονται δε οι άνθρωποι και από τους μεγάλους κρότους κωφοί, και από τας δυνατάς οσμάς ασθενίζει η όσφρησις. Ομοίως και περί των άλλων. 6. Ταύτα δε φανερώς συμβαίνουσι κατά τούτον τον τρόπον. 7. Ότι δε τα αισθητήρια ταχέως αισθάνονται τας ελαχίστας διαφοράς αποδεικνύει το συμβαίνον εις τα κάτοπτρα, περί του οποίου, εάν επιστήση τις την προσοχήν, δύναται να σκεφθή και να λύση την απορίαν. Συγχρόνως δε εκ τούτου γίνεται φανερόν, ότι η όψις, καθώς πάσχει τι, ούτω και ενεργεί τι. Τω όντι, εις τα λίαν καθαρά κάτοπτρα, όταν εμβλέψωσιν εις αυτά γυναίκες ευρισκόμεναι εις τα καταμήνιά των, γίνεται εις την επιφάνειαν του κατόπτρου ως μία νεφέλη αιματώδης· και αν μεν το κάτοπτρον είναι καινουργές, δυσκόλως εξαλείφεται η τοιαύτη κηλίς, εάv όμως είναι παλαιόν, είναι ευκολωτέρα η εξάλειψις αυτής. Αίτιον δε τούτου είναι, ως είπομεν, το ότι η όψις ου μόνον πάσχει υπό του αέρος, αλλά και ενεργεί αύτη επ' αυτού και κινεί αυτόν, όπως και τα λαμπρά αντικείμενα κινούσι. Διότι και τα όμματα είναι εκ των πραγμάτων, τα οποία λάμπουσι και έχουσι χρώμα. Είναι λοιπόν εύλογον ότι τα όμματα είναι εις την αυτήν κατάστασιν καθώς και οιονδήποτε άλλο μέρος του σώματος. Διότι και φυσικώς οι οφθαλμοί είναι πλήρεις φλεβών. Διά τούτο, όταν γίνωνται τα καταμήνια, η μεταβολή, η οποία γίνεται εις τα όμματα ένεκα ταραχής και ροής του αίματος, διαφεύγει μεν την αντίληψιν ημών, αλλ' όμως υπάρχει· (είναι δε η αυτή η φύσις του σπέρματος και η των καταμηνίων)· και κινείται ο αήρ, ούτος δε μεταδίδει εις τον αέρα, όστις είναι επί, των κατόπτρων και συνέχεται με αυτόν, την ποιότητα την οποίαν αυτός ούτος δέχεται, ούτος δε ο αήρ (ο δεύτερος) ενεργεί το αυτό εις την επιφάνειαν του κατόπτρου.
9. Όπως δε και εκ των ιματίων τα λίαν καθαρά τάχιστα κηλιδούνται, ούτω και ενταύθα διότι το καθαρόν πράγμα φανερώνει ακριβώς ό,τι αν δεχθή και το καθαρώτερον δηλοί τας μικροτάτας μεταβολάς.
Ο χαλκός ιδία, επειδή είναι λείος, παθαίνεται υπό οιασδήποτε μικράς επαφής. Πρέπει δε να θεωρώμεν την επαφήν ταύτην του αέρος, ότι είναι ως μία τρίψις, ως μία απόμαξις και απόπλυσις (υγρού). Επειδή δε το χαλκούν κάτοπτρον είναι καθαρόν, γίνεται καθαρά επαφή οσονδήποτε ελαφρά και αν είναι. Αίτιον δε του να μη εξαλείφεται ταχέως από τα καινουργή κάτοπτρα η κηλίς είναι η καθαριότης και η λειότης αυτών· διότι η κηλίς εισδύει εις τα κάτοπτρα ταύτα βαθέως και πανταχού, και ένεκα μεν της καθαρότητος εισχωρεί βαθέως, ένεκα δε της λειότητος εξαπλούται πανταχού. Εις δε τα παλαιά κάτοπτρα δεν μένει η κηλίς, διότι δεν εισχωρεί επίσης, αλλά μένει περισσότερον εις την επιφάνειαν.
10. Εκ τούτων λοιπόν είναι φανερόν ότι η κίνησις διεγείρεται και υπό μικρών διαφορών και ότι η αίσθησις είναι ταχεία, και ότι το όργανον το αισθητικόν των χρωμάτων ου μόνον πάσχει, αλλά και αντενεργεί. Μαρτυρούσι δε υπέρ τούτων τα συμβαίνοντα εις τους οίνους και εις την κατασκευήν μύρων (αρωμάτων). Τω όντι το ήδη ετοιμασθέν έλαιον λαμβάνει ταχέως την οσμήν των πλησίον αυτού κειμένων μύρων. Και ο οίνος πάσχει το αυτό. Διότι προσλαμβάνουσι τας οσμάς όχι μόνον των σωμάτων τα οποία ρίπτονται εις αυτά ή αναμιγνύονται μετ' αυτών, αλλά και εκείνων τα οποία τίθενται πλησίον των αγγείων (του οίνου), ή των πλησίον βλαστανόντων (ανθέων).
11. Ως προς το εν αρχή τεθέν ζήτημα, έστω ως ομολογούμενον αφ' ενός μεν τούτο, το οποίον είναι φανερόν εκ των ειρημένων, ότι δηλαδή, και όταν αφανισθή το έξωθεν αισθητόν, μένουσι τα αισθήματα και είναι αισθητά, αφ' ετέρου δε ότι ευκόλως απατώμεθα ως προς τας αισθήσεις, όταν κυριευώμεθα υπό τινος πάθους, άλλος υπό άλλου, ως ο δειλός λ. χ. υπό φόβου, ο ερωτικός υπό έρωτος, πλανώνται δ' ούτως, ώστε διά μικράς ομοιότητας εκείνος μεν νομίζει ότι βλέπει παντού εχθρούς, ούτος δε το ερώμενον πρόσωπον. Και όσω περισσότερον δεσπόζεταί τις από το πάθος, τόσω μάλλον μικρά δύναται να είναι η ομοιότης (η φαινομενική). Ομοίως δε οι άνθρωποι ευκόλως απατώνται πάντες, όταν διατελώσιν υπό το κράτος οργής και οιασδήποτε επιθυμίας, και τόσω μάλλον απατώνται, όσω ισχυρότερον είναι το πάθος των. Διά τούτο και εις τους πάσχοντας πυρετόν φαίνονται ζώα εις τους τοίχους (του δωματίου) ένεκα μικράς με ζώα ομοιότητος των σχημάτων, άτινα ευρίσκονται τυχόν εκεί γεγραμμένα. Και ταύτα (αι παραισθήσεις) ενίοτε ακολουθούσι κατά την έντασιν τα πάθη ούτως, ώστε όσοι δεν είναι λίαν ασθενείς αναγνωρίζουσιν ότι είναι απάτη, αν όμως το πάθος γίνεται ισχυρότερον, ούτοι και ορμώσι προς τα πράγματα (τα οποία φαντάζονται ότι βλέπουσι).
13. Αίτιον δε του να γίνωνται ταύτα είναι ότι δεν κρίνουσι με την αυτήν δύναμιν, ο νους όστις κυρίως κρίνει, και εκείνη η δύναμις εις την οποίαν γίνονται τα φαντάσματα. Απόδειξις δε τούτου είναι ότι ο ήλιος φαίνεται ότι έχει διάμετρον ενός ποδός. Προσέτι αντιλέγουσι κατά της φαντασίας πολλάκις και άλλα. Προσέτι διά της επ' άλληλα επιθέσεως των δακτύλων έν πράγμα φαίνεται ότι είναι δύο, αλλ' όμως δεν λέγομεν ότι είναι δύο. Διότι η όψις υπερισχύει της αφής. Και αν υπήρχεν η αφή μόνη, θα εκρίναμεν ότι το πράγμα τούτο, όπερ είναι εν, είναι δύο. Αίτιον δε της απάτης είναι, ότι τα πράγματα, οιαδήποτε είναι, όχι μόνον είναι αντιληπτά ενώ εξακολουθεί ο ερεθισμός του αισθητού αντικειμένου, αλλά και όταν αυτή η αίσθησις κινήται, αν η κίνησις αύτη είναι εξακολούθησις της διεγέρσεως υπό του αισθητού. Ούτω λ. χ. η ξηρά φαίνεται εις τους πλέοντας ότι κινείται, καίτοι η όψις (αυτοί) κινείται υπ' άλλου (του πλοίου) . _________________ "Εάν δεν αφαιρέσεις από την αστική ηγεσία την υπεράσπιση του εθνισμού και την περάσεις στα χέρια της Αριστεράς, είσαι τελείως χαμένος σε οποιοδήποτε επαναστατικό σου παιχνίδι." Μιχάλης "Πάμπλο" Ράπτης.
|
|
Επιστροφή στην κορυφή |
|
|
ΓΙΑΝΝΗΣΜ
Ένταξη: 03 Ιούλ 2006 Δημοσιεύσεις: 463
|
Δημοσιεύθηκε: Κυρ Ιούλ 29, 2007 11:43 pm Θέμα δημοσίευσης: |
|
|
|
ΜΙΚΡΑ ΦΥΣΙΚΑ
ΑΡΙΣΤOΤΕΛOΥΣ
ΠΕΡΙ ΕΝΥΠΝΙΩΝ
Μετάφραση Π. Γρατσιάτου (εκδόσεις Φέξη 1912)
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'.
Προς παραγωγήν ενυπνίου ανάγκη ηρεμίας τινός εν τω σώματι. Η κατά την εγρήγορσιν ταραχή εμποδίζει την ψυχήν να αισθάvηται τας εκ των αισθημάτων κινήσεις. Διαφοραί εvυπvlωv. Αναφοραί αυτών προς τας κατά την εγρήγορσιν παραισθήσεις. Τα ενύπνια είναι υπολείμματα των αισθημάτων και αποτέλεσμα των κινήσεων των διδομένων εις τα όργανα υπό των αισθητικών εντυπώσεων. Πραγματικαί αντιλήψεις κατά τον ύπνον. Επίδρασις ηλικίας επί των ονείρων.
1. Είναι φανερόν εκ τούτων, ότι ουχί μόνον κατά την εγρήγορσιν γίνονται αι κινήσεις των αισθημάτων αι προερχόμεναι από των εξωτερικών πραγμάτων και από των του σώματος ενεργειών, αλλά και όταν διαρκή το πάθημα τούτο, το οποίov λέγεται ύπνος· και τότε μάλιστα φαίνονται περισσότεραι. 2. Διότι κατά την ημέραν, επειδή είναι εις ενέργειαν αι αισθήσεις και η διάνοια, απωθούνται αι κινήσεις αύται και αφανίζονται, όπως αφανίζεται το ολίγον πυρ πλησίον του πολλού πυρός και αι μικραί λύπαι και ηδοναί πλησίον των μεγάλων. Όταν δε παύσωσι τα μεγάλα, τότε και τα μικρά ανέρχονται εις την επιφάνειαν. Τω όντι κατά την νύκτα, επειδή ευρίσκονται εις αργίαν αι μερικαί αισθήσεις και αδυνατούσι να ενεργώσι, διότι τότε γίνεται εκ των έξω εις τα έσω παλίρροια του θερμού, πάσαι εκείναι αι εντυπώσεις, (αίτινες δεν ήσαν αντιληπταί κατά την εγρήγορσιν), φέρονται εις την κεντρικήν αίσθησιν και γίνονται φανεραί, όταν καταπαύση η ταραχή. 3. Πρέπει δε να παραδεχθώμεν περί αυτών ότι, όπως εις τους ποταμούς γίνονται μικραί δίναι, ούτως εκάστη κίνησις αισθήσεως προχωρεί συνεχώς ούτω, πολλάκις μεν κατά την αυτήν διεύθυνσιν, πολλάκις δε διαλύεται εις άλλα σχήματα ένεκα συγκρούσεων. Διά τούτο μετά την λήψιν της τροφής και εις τους πολύ νέους, ως είναι τα παιδία, δεν γίνονται ενύπνια, διότι είναι πολλή η κίνησις ένεκα της θερμότητος, ήτις προέρχεται εκ της τροφής. Ώστε συμβαίνει ενταύθα ό,τι εις υγρόν, εάν τις κινή αυτό πολύ, διότι άλλοτε μεν ουδεμία φαίνεται εικών εν αυτώ, άλλοτε δε φαίνεται μεν αλλά παραμεμορφωμένη τελείως, ώστε φαίνεται διάφορος παρ' ό,τι είναι. Όταν δε το υγρόν ησυχάση, τότε αι εικόνες γίνονται καθαραί και φανεραί. Ούτω και κατά τον ύπνον αι εικόνες (αι γενόμενοι τότε) και αι κινήσεις, αίτινες καταλείπονται (εκ της εγρηγόρσεως) και προέρχονται εκ των αισθημάτων, άλλοτε μεν εξαφανίζονται εντελώς υπό της ειρημένης κινήσεως, όταν αύτη είναι μείζων της δοθείσης, άλλοτε δε τα φάσματα φαίνονται ότι είναι συγκεχυμένα και τερατώδη και τα ενύπνα αμυδρά, ως συμβαίνει εις τους μελαγχολικούς και εις τους πάσχοντας πυρετόν και εις τους μεθυσμένους. Διότι όλα τα τοιαύτα πάθη, προερχόμενα εκ του αέρος, προξενούσι πολλήν κίνησιν. 5. Όταν δε εις τα έχοντα αίμα ζώα ησυχάση το αίμα και χωρισθή, τότε η κίνησις ήτις διατηρείται εκ των (κατά την εγρήγορσιν) γενομένων αισθημάτων εις εκάστην αίσθησιν διεγείρει ενύπνια πλήρη και ισχυρά και ποιεί τας εικόνας φανεράς, και νομίζει τις, ότι βλέπει τι ένεκα των από της οράσεως φερομένων (εις το κέντρον) εντυπώσεων, και ότι ακούει ένεκα των από της ακοής. Ομοίως δε και περί των εικόνων, οίτινες φέρονται από τας άλλας αισθήσεις. 6. Διότι, επειδή η κίνησις των ειδικών αισθητηρίων τούτων μεταδίδεται εις το κέντρον (την καρδίαν), καιπερ γρηγορών τις ενίοτε νομίζει ότι βλέπει, και ακούει και αισθάνεται τινα· και επειδή ενίοτε η όψις φαίνεται ότι κινείται, εvώ δεν κινείται, λέγομεν ότι βλέπει· και επειδή η αφή μας αναγγέλλει δύο κινήσεις, νομίζομεν ότι έν πράγμα είναι δύο. Διότι εν γένει το κέντρον, η αισθητική αρχή κρίνει την εξ εκάστης αισθήσεως εντύπωσιν, όταν ουδεμία άλλη υπέρτερα αίσθησις αγγέλλη το εναντίον. Η εικών λοιπόν φαίνεται εντελώς, αλλά η ψυχή δεν παραδέχεται πάντοτε την τοιαύτην εικόνα, εκτός εάν η δύναμις η κρίνουσα τελευταία εμποδίζηται ή δεν έχη την προσήκουσαν εις αυτήν κίνησιν.
7. Καθώς δε είπομεν ότι άλλοι ευκόλως απατώνται διά τούτο τo πάθος και άλλοι δι' άλλο, ούτως ο κοιμώμενος απατάται υπό των κινήσεων του ύπνου και της κινήσεως των αισθητηρίων και των άλλων, τα οποία συμβαίνουσιν εις την αίσθησιν, ούτως ώστε τα έχοντα μικράν ομοιότητα συγχέομεν μεταξύ των. 8. Τω όντι, όταν κοιμώμεθα, επειδή το πλείστον αίμα καταβαίνει εις την καρδίαν, συγκεντρούνται εις ταύτην και αι εν τω αίματι υπάρχουσαι κινήσεις είτε δυνάμει, είτε ενεργεία. Και είναι τοιαύται αι καταστάσεις ενταύθα, ώστε, εάv το αίμα κινηθή, μερική τις κίνησις υψούται εις την επιφάνειαν, εάν δε αύτη αφανισθεί επιφαίνεται άλλη. Έχουσι δε τοιαύτας σχέσεις μεταξύ των, οίας οι τεχνητοί βάτραχοι, οίτινες ανέρχονται εις την επιφάνειαν τού ύδατος, όταν διαλυθή τo επ' αυτών άλας. Και τοιουτοτρόπως αι κινήσεις αύται υπάρχουσι δυνάμει εις το ύδωρ, άμα δε ως εκλείψη το κώλυμα, τότε φανερούνται ενεργώς· όταν ελευθερωθώσιν εντός του ολίγου αίματος, όπερ υπολείπεται τότε εν τοις αισθητηρίοις, κινούνται παρουσιάζουσαι ομοιότητα προς τα σχήματα των νεφών, τα οποία τυχαίως μεταβαλλόμενα ομοιάζουσι με ανθρώπους, άλλοτε δε με κενταύρους.
9. Εκάστη δε τούτων των εικόνων είναι, ως είπομεν, υπόλοιπον πραγματικού αισθήματος. Όταν το αληθές αίσθημα εκλείψη, η εικών επιμένει και δυνάμεθα να λέγωμεν ορθώς, ότι αύτη είναι τι όμοιον με τον Κορίσκον, αλλά δεν είναι ο Κορίσκος. Κατά δε τον χρόνον της αισθήσεως η κυρίαρχος και κρίνουσα δύναμις της ψυχής δεν λέγει ότι η εικών είναι ο Κορίσκος, αλλά μόνον ότι εξ αιτίας του αισθήματος ο πραγματικός Κορίσκος (αναγνωρίζεται ότι) είναι εκείνο το πρόσωπον. Όταν αισθάνηται η κυρία δύναμις, το αίσθημα τούτο λέγει ταύτα (ότι είναι ο Κορίσκος), εκτός εάν εμποδίζηται παντελώς υπό του αίματος, καθώς χωρίς αισθήματος διεγείρεται η κίνησις αύτη υπό των εν τοις αισθητηρίοις οργάνοις δυνάμει υπαρχουσών κινήσεων. Τούτο δε, όπερ ομοιάζει προς πράγμά τι, εκλαμβάνει τις τότε ως το αληθές πράγμα. Και τόσον μεγάλη είναι η δύναμις του ύπνου, ώστε μας κάμνει να μη έχωμεν συνείδησιν της διαφοράς ταύτης. 10. Καθώς λοιπόν, εάν τις πιέζη τον δάκτυλον υπό τον οφθαλμόν του χωρίς να το αντιληφθή, το έν πράγμα όχι μόνον φαίνεται, αλλά και πιστεύεται ότι είναι διπλούν, αν όμως το αντιληφθή, τότε το πράγμα θα φαίνεται μεν διπλούν, αλλά εκείνος δεν θα το πιστεύση, 11, ούτω και ο κοιμώμενος, αν μεν συναισθάνηται ότι κοιμάται και αντιλαμβάνηται την υπνωτικήν κατάστασιν εν η συμβαίνει η αίσθησις, η εικών θα φανή μεν, αλλ' υπάρχει εντός ημών κάτι, όπερ λέγει ότι φαίνεται μεν Κορίσκος το φάσμα, αλλά δεν είναι ο Κορίσκος. (Διότι πολλάκις, όταν κοιμάται τις λέγει τι εν τη ψυχή, ότι είναι ενύπνιον εκείνο το οποίον φαίνεται). Εάν όμως δεν συναισθάνηται ότι κοιμάται, ουδέν πράγμα τότε αντιλέγει εναντίον της φαντασίας.
12. Ότι δε όσα λέγομεν είναι αληθή και ότι υπάρχουσιν εις τα αισθητήρια όργανα κινήσεις της φαντασίας, γίνεται φανερόν, αν τις με προσοχήν προσπαθή να ενθυμήται όσα πάσχομεν, όταν κατακλινώμεθα και εγειρώμεθα. Διότι ενίοτε τα φαντάσματα, τα οποία έβλεπέ τις κοιμώμενος, θα εύρη, όταν εγερθή, ότι είναι κινήσεις εν τοις αισθητηρίοις. Τω όντι, είς τινας των νεωτέρων (τα παιδία), οι οποίοι ακριβέστατα βλέπουσιν, όταν είναι σκότος, εμφανίζονται πολλαί εικόνες κινούμεναι, ούτως ώστε πολλάκις σκεπάζονται διότι φοβούνται.
13. Από όλα λοιπόν ταύτα πρέπει να συμπεράνωμεν, ότι το ενύπνιον είναι φάντασμα και ότι γίνεται διαρκούντος του ύπνου. Ώστε τα ήδη ρηθέντα φαντάσματα δεν είναι ενύπνια, ούτε ό,τι άλλο φαίνεται, όταν αι αισθήσεις ελευθέρως λειτουργώσιν. 14. Ούτε πάλιν κάθε φάντασμα κατά τον ύπνον είναι ενύπνιον. Διότι πρώτον μεν συμβαίνει είς τινας κατά τον ύπνον να αισθάνωνται κατά τίνα τρόπον και ήχους και φως και χυμόν και αφήν, ασθενώς όμως και ως εάν η αίσθησις ήρχετο από μακράν. Διότι πολλοί οίτινες κοιμώμενοι υπέβλεπον μόλις εκείνο όπερ εν τω ύπνω έβλεπον, ως εφαντάζοντο, ως αμυδρόν φως του λύχνου, ευθύς άμα ηγέρθησαν, ανεγνώρισαν ότι ήτο πραγματικώς το φως του λύχνου· και πάλιν άνθρωποι ακούσαντες εν τω ύπνω ασθενώς φωνήν αλεκτρυόνων και κυνών, όταν ηγέρθησαν, σαφώς ανεγνώρισαν αυτούς. Άλλοι δε και αποκρίνονται κοιμώμενοι εις τας γενομένας εις αυτούς ερωτήσεις. 15. Διότι ενδέχεται, όταν έν εκ των δύο υπάρχη απολύτως, ή η εγρήγορσις ή ο ύπνος, συνάμα να υπάρχη εν μέρει το άλλο, αλλά καμμία εκ των καταστάσεων τούτων δεν πρέπει να είπωμεν ότι είναι ενύπνιον, αλλ' ούτε και αι πραγματικαί διανοήσεις όσαι γίνωνται εν τω ύπνω μετά των φαντασμάτων. Αλλά πραγματικώς ενύπνιον είναι το φάντασμα (η εικών) το προερχόμενον εκ της κινήσεως των αισθημάτων, όταν τις κοιμάται και καθ' όσον κοιμάται.
16. Είς τινας όμως συμβαίνει να μη ίδωσι κανέν ενυπνίον καθ' όλην την ζωήν των. Και είναι μεν σπάνιον τούτο, αλλ' όμως συμβαίνει. Και άλλοι μεν ουδόλως είδον, τινές δε μόνον όταν επροχώρησεν η ηλικία αυτών, ενώ πρότερον δεν είχον ίδει κανέν ενύπνιον. Το αίτιον δε του να μη γίνεται εις αυτούς ενύττνιον, πρέπει να δεχθώμεν ότι είναι σχεδόν όμοιον με το αίτιον, διά το οποίον δεν γίνονται ενύπνια εις τους κοιμωμένους ευθύς μετά το γεύμα καθώς και εις τα παιδία. Διότι εις εκείνους, οίτινες έχουσι φυσικήν σύστασιν (κράσιν) τοιαύτην, ώστε να αvαβαίvη πολλή αναθυμίασις εις τα άνω μέρη του σώματος ή καταβαίνουσα να προξενή πολλήν κίνησιν, εις τούτους ευλόγως δεν φαίνεται καμμία καθ' ύπνους εικών. Αλλά καθ' όσον προχωρεί η ηλικία, δεν είναι παράδοξον να φανή ενύπνιον. Διότι, όταν γίνηται μεταβολή τις, ή διά την ηλικίαν, ή δια πάθημά τι, αναγκαίον είναι να συμβαίνη η μεταβολή αύτη (και ως προς τα όνειρα). _________________ "Εάν δεν αφαιρέσεις από την αστική ηγεσία την υπεράσπιση του εθνισμού και την περάσεις στα χέρια της Αριστεράς, είσαι τελείως χαμένος σε οποιοδήποτε επαναστατικό σου παιχνίδι." Μιχάλης "Πάμπλο" Ράπτης.
|
|
Επιστροφή στην κορυφή |
|
|
ΓΙΑΝΝΗΣΜ
Ένταξη: 03 Ιούλ 2006 Δημοσιεύσεις: 463
|
Δημοσιεύθηκε: Πεμ Αύγ 02, 2007 10:13 pm Θέμα δημοσίευσης: |
|
|
|
ΜΙΚΡΑ ΦΥΣΙΚΑ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΑΘ' ΥΠΝΟΝ ΜΑΝΤΙΚΗΣ
Μετάφραση Π. Γρατσιάτου (εκδόσεις Φέξη 1912)
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'.
Προλήψεις περί των εvυπvίων. Δεν έρχονται, εκ θεoύ. Τα ενύπνια είναι ή σημεία διαθέσεων σωματικών, ή αποτελέσματα πράξεων γενομένων κατά την εγρήγορσιν και αίτια άλλων πράξεων, ή τυχαίαι συμπτώσεις.
1. Περί δε της μαντικής, η οποία γίνεται κατά
τον ύπνον και λέγεται ότι παράγεται εκ των ονείρων δεν είναι εύκολον ούτε να περιφρονήση τις ούτε να πιστεύση αυτήν. 2. Τω όντι, το ότι πάντες ή οι πλείστοι παραδέχονται ότι τα ενύπνια έχουσι σημασίαν τινά, τούτο αποτελεί μαρτυρίαν υπέρ αυτών, διότι στηρίζεται επί της πείρας. Και δεν είναι απίστευτον ότι η δια των ονείρων γινομένη μαντική συμβαίνει είς τινας περιστάσεις. Διότι τούτο έχει λογικότητά τινα. Εκ τούτου δε δύναται τις να υποθέση ότι το αυτό συμβαίνει και εις άλλα ενύπνια. 3 Αλλά επειδή δεν βλέπομεν ουδεμίαν εύλογον αιτίαν, διά την οποίαν δύναται να γίνηται (μαντεία διά των ονείρων), εκ τούτου γεννάται δυσπιστία εις αυτά. Διότι να παραδεχθώμεν ότι ο Θεός στέλλει τα όνειρα, τούτο παρεκτός του άλλου παραλογισμού του, έχει το άτοπον ότι ο Θεός στέλλει τα όνειρα όχι εις τους αρίστους και σοφωτάτους, αλλά εις τους τυχόντας. 4. Αλλ' αν αφαιρέσωμεν από τον Θεόν την πηγήν των ονείρων, ουδεμία εκ των άλλων φαίνεται ευλόγως παραδεκτή· διότι το ότι προβλέπουσί τινες τα γενησόμενα εις τας Ηρακλείας στήλας ή παρά τον Βορυσθένη ποταμόν, τούτο φαίνεται ότι πολύ υπερβαίνει την δύναμιν του νου ημών εις το να εύρη την εξήγησιν (τούτων των διηγημάτων ).
4. Αναγκαίως λοιπόν τα ενύπνια είναι ή αίτια ή σημεία των γινομένων ή συμπτώματα, και ή πάντα είναι τοιαύτα, ή τινά εξ αυτών ή εν μόνον. Εννοώ π. χ. ότι αίτιον της εκλείψεως του ηλίου είναι η σελήνη, και του πυρετού ο κόπος. Σημείον δε της εκλείψεως είναι το ότι η σελήνη εισήλθεν (εις τον δίσκον του ηλίου), του δε πυρετού σημείον είναι η τραχύτης (πικρία) της γλώσσης. Σύμπτωμα δε είναι ότι π. χ., ενώ εγώ εβάδιζον, έγεινεν η έκλειψις του ηλίου, διότι η βάδισις δεν είναι ούτε αίτιον ούτε σημείον της εκλείψεως, ούτε πάλιν η έκλειψις είναι αίτιον ή σημείον του ότι εγώ βαδίζω. Δια τούτο κανέν από τα συμπτώματα ούτε πάντοτε ούτε συνήθως συμβαίνει.
6. Είναι λοιπόν εκ των ενυπνίων άλλα μεν αίτια, άλλα δε σημεία π. χ. των σωματικών συμβαινόντων; Λέγουσι, βέβαια και εκ των ιατρών οι ικανοί, ότι πρέπει να δίδωμεν μεγάλην προσοχήν εις τα όνειρα. Εύλογον δε είναι ότι ούτω φρονούσι και οι μη μετερχόμενοι την ιατρικήν τέχνην, αλλ' εξετάζοντες και φιλοσοφούντες. 7. Διότι αι ψυχικαί κινήσεις, αι οποίαι γίνονται κατά την ημέραν, εάν δεν είναι πολύ μεγάλαι και ισχυραί, διαφεύγουσι την αντίληψιν ημών μεταξύ των μεγαλειτέρων κινήσεων, αι οποίαι γίνονται κατά την εγρήγορσιν. Κατά τον ύπνον όμως συμβαίνει το εναντίον, διότι τότε και αι μικραί κινήσεις φαίνονται μεγάλαι. Τούτο δε αποδεικνύουσι τα συμβαίνοντα πολλάκις εις τον ύπνον. Διότι τινές φαντάζονται ότι ακούουσι κεραυνούς και βροντάς, όταν μικροί ήχοι γίνωνται εις τα ώτα, και ότι αισθάνονται μέλι και γλυκείς χυμούς, όταν ρέη εις την γλώσσαν αυτών ανεπαίσθητον φλέγμα, και ότι βαδίζουσι διά μέσου πυρών και θερμαίνονται, όταν είς τινα μέρη του σώματος αισθάνωνται ολίγην ζέστην. Όταν δε εξεγείρωνται, αναγνωρίζουσι πως ταύτα πράγματι συμβαίνουσιν. 8. Ώστε, επειδή αι αρχαί πάντων των πραγμάτων είναι μικραί, μικραί είναι και αι αρχαί των νοσημάτων και των αλλων παθημάτων, τα οποία μέλλουσι να συμβώσιν εις το σώμα, είναι δε φανερόν ότι ταύτα πρέπει να είναι αναγκαίως καταφανή κατά τον ύπνον μάλλον ή κατά την εγρήγορσιν.
9. Αλλά προσέτι δεν είναι παράλογον να υποθέσωμεν ότι μερικαί εκ των φαντασιών, αι οποίαι γίνονται κατά τον ύπνον, είναι αίτια ατομικών πράξεων εκάστου. Διότι, καθώς ότε μέλλοντες να πράξωμέν τι, ή εν ω το πράττομεν, ή αφού το πράξωμεν, διαλογιζομεθα τούτο και ασχολούμεθα περί αυτού εις σαφές τι όνειρον, (αίτιον δε τούτου είναι ότι η κίνησις του ονείρου προητοιμάσθη από τας κατά την ημέραν διά των πράξεων γενομένας αρχάς), ούτως, ανάπαλιν, εξ ανάγκης και αι κατά τον ύπνον γενόμεναι κινήσεις πολλάκις είναι αρχή (αιτία) των κατά την ημέραν γινομένων πράξεων, διότι και τούτων πάλιν ο διαλογισμός προητοιμάσθη εις τας νυκτερινάς εικόνας της φαντασίας (ενύπνια). Ούτω λοιπόν τινα εκ των ενυπνίων δύνανται να είναι σημεία και αίτια.
10. Τα πλείστα όμως των ενυπνίων φαίνονται ότι είναι συμπτώματα (τυχαία) και μάλιστα εκείνα, τα οποία υπερβαίνουσι (τα συνήθη όρια) και των οποίων η αρχή δεv είναι εις ημάς, π. χ. ενύπνια περί ναυμαχιών και περί άλλων συμβαινόντων εις μεμακρυσμένα μέρη. Διότι ως προς ταύτα συμβαίνει πιθανώς, όπως όταν τις ενθυμηθή, πράγμα τι και τούτο τύχη να γivη τότε. Και τί εμποδίζει να γίνηται ούτω και εις τον ύπνον; Τουναντίον, το πιθανώτερον είναι ότι πολλά τοιαύτα πρέπει να συμβαίνωσιν ούτω. Καθώς λοιπόν το να ενθυμηθή τις τινα δεν είναι ούτε σημείον ούτε αίτιον του ότι ήλθεν ούτος, ούτω το ενύπνιον ως προς τον ιδόντα αυτό δεν είναι ούτε σημείον ούτε αίτιον του ότι θα πραγματοποιηθή το ενύπνιον, αλλά είναι τυχαία σύμπτωσις. Διά τούτο και πολλά των ενυπνίων δεν πραγματοποιούνται, διότι το σύμπτωμα δεν γίνεται ούτε πάντοτε ούτε συνήθως.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.
Τα ενύπνια δεv είναι θεόπεμπτα. Το τυχαίον είς τε τα όνειρα και εις τα μετεωρολογικά φαινόμενα. Αναίρεσις γνώμης Δημοκρίτου αποδίδοντος την αιτίαv των ονείρων εις είδωλα και απορροίας των σωμάτων. Αληθή αίτια των ονείρων είναι κινήσεις τινές. Ερμηνεία ενυπνίων.
1. Γενικώς, επειδή και τινα εκ των άλλων ζώων ονειρεύονται, δεν είναι δυνατόν να στέλλωνται υπό του Θεού τα όνειρα, ούτε γίνονται πρός σκοπούς αυτού. Δύνανται όμως να είναι έργον δαιμονίων, διότι η φύσις αυτών είναι έργον δαιμόνων, ουχί όμως θεία. 2. Απόδειξις δε τούτου είναι, ότι άνθρωποι πολύ αγενείς προβλέπουσι κατά τον ύπνον (το μέλλον) και έχουσι πιστά όνειρα, δεικνύοντα ότι δεν είναι ο θεές ο πέμπων αυτά. Αλλ' εκείνοι οίτινες είναι φύσει φλύαροι και μελαγχολικοί, έχουσι παντοειδή όνειρα. Επειδή δε έχουσιν ούτοι πολλάς και παντοειδείς κινήσεις, μεταξύ των ονείρων των συμβαίνει να υπάρχωσί τινα, τα οποία επιτυγχάνουσιν, όπως τινές επιτυγχάνουσιν εις το παιγνίδιον μονά ή ζυγά. Και εκείνο, όπερ λέγεται “εάν πολλάκις ρίψης ενίοτε θα επιτύχης”, τούτο ακριβώς εφαρμόζει εδώ.
3. Αλλά δεν είναι ουδόλως παράδοξον ότι δεν επαληθεύουσι πολλά εκ των ενυπνίων, αφού δεν πραγματοποιούνται πάντοτε ούτε τα ουράνια σημεία και τα φυσικά, π. χ. τα σημεία των βροχών και των ανέμων . Διότι, αν άλλη κίνησις συμβή ισχυρότερα εκείνης, ήτις, ότε έμελλε να γείνη, έδιδε το σημείον, (η τελευταία αύτη κίνησις) δεν πραγματοποιείται και το σημειωθέν συμβάν δεν επαληθεύει. Ούτω και πολλαί καλαί αποφάσεις περί των πρακτέων ματαιούνται ένεκεν άλλων ισχυροτέρων σκέψεων. 4. Εν γένει δε δεν γίνεται πάντοτε παν ό,τι μέλλει να γείνη, ούτε είναι το αυτό πράγμα ό,τι θα είναι και ό,τι μέλλει να είναι. Αλλά μόνον πρέπει να λέγωμεν, ότι υπάρχουσιν αιτίαι, διά τας οποίας ουδέν εξετελέσθη, και υπάρχουσι σημεία πραγμάτων, τα οποία (πράγματα) δεν γίνονται.
5. Περί δε των ενυπνίων, τα οποία δεν έχουσι αρχάς τοιαύτας, οποίας είπομεν ήδη, αλλά αρχάς οίτινες υπερβαίνουσι τα (συνήθη) όρια κατά τους χρόνους είτε κατά τους τόπους είτε κατά τα μεγέθη, ή τα οποία δεν έχουσι μεν καμμίαν εκ τούτων των υπερβολών, αλλ' όμως οι ιδόντες αυτά τα όνειρα δεν έχουσιν εν εαυτοίς τας αρχάς αυτών, περί τούτων πρέπει να είπωμεν, ότι εάν η πρόβλεψις δεν είναι απλή σύμπτωσις, η επομένη εξήγησις είναι ευλογωτέρα της του Δημοκρίτου, όστις αίτια θεωρεί εικόνας και απορροάς των πραγμάτων. 6. Καθώς δηλαδή, όταν πράγμά τι κινή το ύδωρ ή τον αέρα, το κινηθέν μέρος μεταδίδει την κίνησιν εις άλλο, και αφού το πρώτον κινήσαν παύση να κιvή, συμβαίνει να εξακολουθή ομοία κίνησις μέχρι σημείου τινός, καίτοι το κινήσαν δεν είναι παρόν, ούτω τίποτε δεν εμποδίζει να φθάσωσιν εις τας ψυχάς κατά τον υπνον κίνησίς τις και αίσθησις παραγόμεναι εξ εκείνων των αντικειμένων, εκ των οποίων ο Δημόκριτος λέγει ότι εκπέμπονται είδωλα και απορροαί. Οπωσδήποτε δε τύχη να φθάσωσιν εις την ψυχήν αυταί, είναι περισσότερον αισθηταί κατά την νύκτα, ενώ την ημέραν ευκολώτερον αφανίζονται, διότι ο αήρ είναι ολιγώτερον τεταραγμένος κατά την νύκτα, ότε επικρατεί μείζων γαλήνη και επομένως αι κινήσεις εκείναι προξενούσιν εντύπωσιν εις τo σώμα ένεκα του ύπνου. Διότι και αυτάς τας μικράς εσωτερικάς κινήσεις αισθανόμεθα περισσότερον, όταν κοιμώμεθα παρά όταν είμεθα έξυπνοι. 7. Αι κινήσεις δε αύται παράγουσι τα φαντάσματα, με τα οποία προβλέπουσί τινες τα μέλλοντα εις ομοίας με αυτά περιπτώσεις. Και διά τούτο συμβαίνουσι τα όνειρα ταύτα εις τους τυχόντας ανθρώπους και ουχί εις τους φρονιμωτάτους· διότι άλλως θα ήρχοντο την ημέραν και δη εις τους σοφούς, εάν ο Θεός ήτον ο πέμπων τα ενύπνια. 8. Αλλ' ούτως είναι φυσικόν να δύνανται να προβλέπωσιν οι πρόστυχοι, διότι η διάνοια των τοιούτων δεν είναι παραδεδομένη εις φροντίδας και σκέψεις, αλλ' είναι έρημος και κενή από πάντα (από τα οποία είναι πλήρης η των σοφών), και όταν κινηθή, άγεται και φέρεται από το κινούν αυτήν.
9. Αίτιον δε να προβλέπωσι μέλλοντα τινές των εκστατικών είναι ότι αι ατομικαί διεγέρσεις αυτών δεν περισπώσιν αυτούς, αλλά μάλλον αποκρούονται υπ' αυτών και διά τούτο αισθάνονται ούτοι μάλιστα κινήσεις αι οποίαι δεν ανήκουσιν εις άλλους. 10. Το ότι δε τινες βλέπουσιν όνειρα πιστά, και το ότι οι φίλοι προβλέπουσι προ πάντων τα των φίλων, τούτο συμβαίνει διότι οι φίλοι προ πάντων και οι γνώριμοι φροντίζουσι και σκέπτονται περί των γνωρίμων. Διότι, καθώς οι στενοί φίλοι αισθάνονται και αναγνωρίζουσι αλλήλους από μακράν, ούτως αισθάνονται και τας κινήσεις αλλήλων, διότι είναι γνωριμώτεραι αι κινήσεις των γνωστών προσώπων. 11. Οι δε μελαγχολικοί, επειδή είναι κατά την φύσιν βίαιοι, προβλέπουσιν ευστόχως, όπως οι ρίπτοντες βέλη μακρόθεν, επειδή δε ευκόλως μεταβάλλουσι διάθεσιν, ταχέως η φαντασία των παριστάνει τα επακόλουθα. Διότι όπως τα ποιήματα του Φιλαιγίδου και οι φαινόμενοι λέγουσι και διανοούνται επακόλουθα εξαρτώμενα εξ ομοιότητος, ως φαίνεται εν τω ποιήματι της Αφροδίτης, ούτως οι ονειρευόμενοι ούτοι συμπλέκουσι σειράν συμβάντων. Και προσέτι ένεκα της σφοδρότητος της φύσεως των η κίνησις αυτών δεν αποκρούεται υπό άλλης εξωτερικής κινήσεως.
12. Επιτηδειότατος δε ονειροκρίτης είναι εκείνος όστις δύναται να παρατηρή τας ομοιότητας των ενυπνίων· διότι πάς τις δύναται να κρίνη τα σαφή όνειρα. Λέγω δε ομοιότητας, το ότι αι κατά τον ύπνον εικόνες είναι σχεδόν όμοιαι με τας εν τω ύδατι εικόνας των πραγμάτων, ως είπομεν πρότερον. Τω όντι, αν είναι πολλή η κίνησις του ύδατος, η απεικόνισις δεν δύναται να γείνη ακριβής, και αι εικόνες δεν ομοιάζουσι με τα πρωτότυπα. Ικανός τότε να κρίνη τας εμφανίσεις των εικόνων θα ήτο ο δυνάμενος τάχιστα να αναγνωρίζη και να διακρίνη εις τας παρασυρομένας και διαστρεφομένας εικόνας την αντανάκλασιν εν τω ύδατι ανθρώπου, ή ίππου, ή άλλου οιουδήποτε πράγματος. Και ως η εικών, ούτω το ενύπνιον δύναται ομοίως να διαστραφή, διότι η κίνησις καταστρέφει την σαφήνειαν (και διάκρισιν) των ονείρων. Εξηγήσαμεν λοιπόν τί είναι ύπνος και τί ενύπνιον και διά τινα αιτίαν ταύτα γίνονται. Προσέτι δε εξηγήσαμεν την φύσιν της διά των ενυπνίων μαντείας. _________________ "Εάν δεν αφαιρέσεις από την αστική ηγεσία την υπεράσπιση του εθνισμού και την περάσεις στα χέρια της Αριστεράς, είσαι τελείως χαμένος σε οποιοδήποτε επαναστατικό σου παιχνίδι." Μιχάλης "Πάμπλο" Ράπτης.
|
|
Επιστροφή στην κορυφή |
|
|
ΓΙΑΝΝΗΣΜ
Ένταξη: 03 Ιούλ 2006 Δημοσιεύσεις: 463
|
Δημοσιεύθηκε: Παρ Αύγ 10, 2007 8:40 am Θέμα δημοσίευσης: |
|
|
|
ΜΙΚΡΑ ΦΥΣΙΚΑ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ
ΠΕΡΙ ΜΑΚΡΟΒΙΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΒΡΑΧΥΒΙΟΤΗΤΟΣ
Μετάφραση Π. Γρατσιάτου (εκδόσεις Φέξη 1912)
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'.
Απορίαι περί μήκους και βραχύτητος της ζωής. Διαφοραί γενών προς γένη, και ατόμου προς άτομον του αυτού είδους. Επίδρασις κλιμάτων επί της ζωής.
1. Πρέπει νυν να εξετάσωμεν τας αιτίας διά τας οποίας άλλα μεν ζώα είναι μακρόβια και άλλα βραχύβια, και εν γένει τας αιτίας του μήκους και της βραχύτητος της ζωής (φυτών και ζώων). 2. Αναγκαία δε αρχή της μελέτης ημών είναι να θέσωμεν τα ζητήματα, τα οποία περί αυτών εγείρονται. Τω όντι, δεν είναι φανερόν αν είναι το αυτό ή αν είναι διάφορον το αίτιον εις όλα τα φυτά και τα ζώα του να είναι άλλα μεν μακρόβια, άλλα δε βραχύβια. Διότι και εκ των φυτών άλλα μεν ζώσιν έν έτος, άλλα δε έχουσι πολυχρόνιον ζωήν. 3. Προσέτι ζητείται, αν μεταξύ των φυσικώς ωργανωμένων όντων τα αυτά είναι μακρόβια και κατά τους φυσικούς νόμους υγιεινά, ή αν είναι κεχωρισμέναι η μακροβιότης και η υγιεία. Ή είς τινας μεν νόσους τα νοσούντα κατά την φύσιν σώματα έχουσι ολιγοχρόνιον ζωήν, άλλαι δε νόσοι ουδόλως εμποδίζουσι τους νοσηρούς να είναι μακρόβιοι.
4. Περί μεν του ύπνου και της εγρηγόρσεως είπομεν πρότερον, περί δε ζωής και θανάτου θα είπωμεν ύστερον, όπως και περί νόσου και υγιείας, όσον ανήκει εις την φιλοσοφίαν της φύσεως. Τώρα θα ίδωμεν την αιτίαν, διά την οποίαν άλλα είναι μακρόβια και αλλά βραχύβια, καθώς προείπομεν.
5. Υπάρχουσιν ολόκληρα γένη τα οποία έχουσι την διαφοράν ταύτην της μακροβιότητος από άλλων γενών, και άτομα άτινα διαφέρουσιν ομοίως από άλλων ατόμων ανηκόντων εις το αυτό είδος. Ούτως εννοώ ότι υπάρχει διαφορά κατά το γένος, ως διαφέρει άνθρωπος από ίππου, διότι το γένος των ανθρώπων είναι μακροβιώτερον από του γένους των ίππων. Εντός δε του αυτού είδους διαφέρει άνθρωπος από ανθρώπου. Διότι υπάρχουσιν άνθρωποι άλλοι μεν μακρόβιοι, άλλοι δε βραχύβιοι, κατά τους διαφόρους τόπους τους οποίους κατοικούσι. Διότι τα έθνη, τα οποία ζώσιν εις τα θερμά κλίματα, είναι βραχυβιώτερα. Ομοίως και εκ των κατοικούντων τον αυτόν τόπον έχουσί τινές προς αλλήλους την αυτήν διαφοράν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.
Γενικά περί των αιτίων της γενέσεως και της φθοράς. Διάκρισις φυσικών σωμάτων από των μη φυσικών. Αίτια φθοράς τινων πραγμάτων. Φθορά της ψυχής.
1. Πρέπει δε να μάθωμεν τί είναι εις τα φυσικά σώματα το ευκόλως φθειρόμενον και τί το δυσκόλως φθειρόμενον. Ούτω το πύρ και το ύδωρ και τα συγγενή με αυτά σώματα, επειδή δεν έχουσι την αυτήν δύναμιν, γίνονται αίτια γενέσεως και φθοράς μεταξύ των. Εύλογον δε να δεχθώμεν ότι και έκαστον των άλλων σωμάτων, τα οποία παράγονται ή συνίστανται εκ τούτων, μετέχουσι της φύσεως αυτών, εξαιρουμένων των τεχνητώς αποτελουμένων εκ της συνθέσεως πολλών πραγμάτων, ως είναι η οικία. 2. Αλλά περί των πραγμάτων τούτων, τα οποία δεν είναι φυσικά, η εξήγησις είναι διάφορος. Υπάρχουσι πολλά όντα έχοντα ιδιαιτέρους τρόπους φθοράς, λ. χ. η γνώσις, η υγιεία και η νόσος. Διότι ταύτα φθείρονται χωρίς να φθαρώσι τα όντα εις τα οποία υπάρχουσιν, άλλα, τουναντίον, όταν ταύτα διατηρώνται· λ. χ. της αγνοίας μεν καταστροφή είναι η ανάμνησις και η μάθησις, της επιστήμης δε η λήθη και η απάτη. 3. Κατά συμβεβηκός δε (εμμέσως) η φθορά άλλων ιδιοτήτων των φυσικών σωμάτων συνακολουθεί την του σώματος. Ούτως, όταν καταστρέφωνται τα ζώα, καταστρέφεται και η γνώσις και η υγιεία, ήτις υπάρχει εις τα ζώα. 4. Όθεν και περί της ψυχής δύναται τις να συμπεράνη εκ τούτων. Τω όντι, αν η ψυχή δεν υπάρχη φυσικώς εις το σώμα, αλλά όπως η επιστήμη είναι εν τη ψυχή, ούτω και η ψυχή υπάρχη εν τω σώματι, θα υπάρχη και άλλη φθορά αυτής, διάφορος από τον όλεθρον τον οποίον πάσχει, όταν το σώμα φθείρεται. Ώστε, επειδή η ψυχή δεν φαίνεται ότι είναι τοιαύτη, διά τούτο η ένωσίς της με το σώμα είναι διάφορος της ενώσεως της επιστήμης με την ψυχήν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'.
Oυδέv φθαρτόν ουδαμού γίνεται άφθαρτον, διότι πάντα τα υλικά, πράγματα, έχοντα εναντία, μεταβάλλονται, διηνεκώς.
1. Δύναταί τις να ερωτήση ευλόγως, άρά γε υπάρχει τι, εν ω το φθαρτόν σώμα είναι άφθαρτον, ως είναι το πυρ των άνω χωρών (του ουρανού), όπερ δεν έχει εναντίον ; 2. Διότι τα πράγματα, τα υπάρχοντα εις τα εναντία (όντα, ή ουσίας) κατά συμβεβηκός (εμμέσως) φθείρονται, διότι φθείρονται ταύτα (τα εναντία). Διότι τα εναντία αποκλείουσιν άλληλα. Ουδέν όμως των εναντίων, το οποίον ανήκει εις ουσίαν, καταστρέφεται κατά συμβεβηκός, διότι η ουσία δεν είναι κατηγορούμενον ουδενός υποκειμένου, Ώστε εκείνο, όπερ δεν έχει εναντίον, αδύνατον είναι να φθαρή, και εκεί όπου δεν υπάρχει εναντίον, δεν δύναται να υπάρχη καταστροφή. Τω όντι, τί είναι εκείνο, όπερ θα φέρη την καταστροφήν, εάν τα πράγματα μόνον υπό των εναντίων αυτών καταστρέφονται και εάν δεν υπάρχη εναντίον εις το υποτεθέν πράγμα είτε απολύτως είτε εις τι μέρος αυτού;
3. Ή τούτο εν μέρει μεν είναι αληθές, εν μέρει όμως όχι; Διότι είναι αδύνατον εις έν πράγμα υλικόν να μη υπάρχη υπό τινα έποψιν έν εναντίον. Ούτω το θερμόν ή ευθύ δύναται να υπάρχη πανταχού εν αυτώ, αλλ' όμως είναι αδύνατον να είναι ολόκληρον τούτο θερμόν ή ευθύ ή λευκόν, διότι ούτως αι ιδιότητες αύται θα ήσαν χωρισμέναι (από τα πράγματα). Λοιπόν, όταν ευρίσκωνται ομού το ενεργούν και το πάσχον, εάν πάντοτε εκείνο ενεργή και το άλλο πάσχη, αδύνατον είναι να μη υπάρχη μεταβολή. 4. Προσέτι, εάν πρέπη αναγκαίως να αφίνη η μεταβολή περίσσευμά τι, το περίττωμα τούτο περιέχει εναντίωσιν, διότι η μεταβολή πάντοτε προέρχεται εκ του εναντίου και το περίττωμα είναι λείψανον καταστάσεως προτέρας της μεταβολής. 5. Αλλά αν το ενεργεία εναντίον ήθελεν εντελώς αποκλεισθή, πράγμά τι θα ήτο τότε άφθαρτον, ή δεν έχει ούτω, αλλά θα κατεστρέφετο τι υπό του περιέχοντος αυτό στοιχείου; 6. Εάν λοιπόν τούτο συμβαίνη, αρκεί η εξήγησις η ειρημένη. Εάν δε μη, πρέπει να υποθέσωμεν, ότι υπάρχει πάντοτε εναντίον τι ενεργεία εν τω πράγματι και ότι σχηματίζεται περίττωμα. Διά τούτο η μικρότερα φλόξ κατακαίεται κατά συμβεβηκός υπό της μεγάλης, διότι την τροφήν, εν μορφή καπνού, την οποίαν η μικρά καταναλίσκει εις πολύν χρόνον, η μεγάλη την καταναλίσκει εις ολίγον (ταχέως). Διά τούτο πάντα τα πράγματα είναι πάντοτε εις κίνησιν, και ή γίνονται ή φθείρονται. Το δε περιέχον αυτά (στοιχείον) ή συμπράττει ή αντιπράττει εις την κίνησιν. Και διά τούτο τα μεταβαλλόμενα διαρκούσι περισσότερον ή ολιγώτερον χρόνον παρ' όσον απαιτεί αυτή η φύσις αυτών. Τα πράγματα όμως, όσα έχουσιν εναντία, δεν είναι αιώνια· διότι η ύλη ευθύς απ' αρχής περιέχει τα εναντία, ούτως ώστε ως προς μεν το πού μεταβάλλεται κατά τόπον, ως προς το ποσόν αυξάνει και σμικρύνει, ως προς το πάσχειν μεταβάλλεται κατά ποιόν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'.
Ποία των ζώων είναι μακροβιότερα; Ως επί το πλείστον τα μεγαλύτερα.
1. Ούτε τα μέγιστα των ζώων είναι τα μάλλον άφθαρτα· (διότι ο ίππος ζή ολιγώτερον χρόνον ή ο άνθρωπος). Ούτε πάλιν τα μικρά, (διότι πολλά έντομα ζώσιν έν μόνον έτος). Ούτε τα φυτά εν γένει είναι μακροβιώτερα των ζώων, (διότι τινά των φυτών διαρκούσιν έν μόνον έτος). Ούτε εκ των ζώων τα έχοντα αίμα (διότι η μέλισσα ζη περισσότερον παρά τινα έναιμα). Ούτε πάλιν τα άναιμα, (διότι τα μαλάκια ζώσιν έν μόνον έτος, αλλ' αίμα δεν έχουσιν). Ούτε τα επί της ξηράς μόνον, διότι και φυτά και ζώα χερσαία ζώσιν έν μόνον έτος. Ούτε πάλιν τα εv τη θαλάσση, διότι και εκεί είναι βραχύβια τα οστρακώδη και τα μαλάκια.
2. Γενικώς τα ζώντα περισσότερον χρόνον ευρίσκονται μεταξύ των φυτών, ως λ. χ. ο φοίνιξ, έπειτα μεταξύ των ζώων μακροβιώτερα είναι τα έχοντα αίμα μάλλον παρά τα άναιμα, και τα χερσαία μάλλον παρά τα εν τω ύδατι ζώντα. Ώστε τα μακροβιώτατα ζώα είναι εκείνα, εν οίς υπάρχει συνδυασμός εναίμων χερσαίων (εις γάμον), ως λ, χ. ο άνθρωπος ή ο ελέφας. Βεβαίως δε και τα μεγαλύτερα ως επί το πλείστον είναι μακροβιώτερα των μικροτέρων ζώων. Διότι το μεγαλείον (των διαστάσεων) ευρίσκεται εις άλλα παραδείγματα μακροβιωτάτων ζώων, ως και εις εκείνα τα οποία είπομεν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'.
Αίτια της, μακροβιότητος. Η ύλη του ζώου είναι το θερμόν και το υγρόν. Λειτουργία του λίπους. Το σπερματικόν υγρόν και αι αναφοραί του προς την διάρκειαν της ζωής. Επιρροή κλιμάτων και τροφής.
1. Την αιτίαν πάντων τούτων δύναταί τις να εύρη διά των επομένων. Πρέπει δηλαδή να δεχθώμεν, ότι το ζώον είναι φυσικώς υγρόν και θερμόν και ότι τοιούτον είναι το ζην. Το δε γήρας είναι ψυχρόν και ξηρόν, όπως είναι και ο θάνατος (ο νεκρός). Τούτο είναι αληθώς φανερόν. Εις τα ζώντα σώματα η ύλη έχει το θερμόν και ψυχρόν και το ξηρόν και υγρόν. Εξ ανάγκης λοιπόν, όταν τα όντα γηράσκωσι, ξηραίνονται. Διά τούτο πρέπει να μη είναι τοιούτον το υγρόν, ώστε να ξηραίνηται ευκόλως. Και εκ τούτου τα έχοντα λίπος δεν σήπονται και αιτία τούτου είναι, ότι τα λιπαρά περιέχουσιν αέρα, ο δε αήρ είναι πυρ σχετικώς προς άλλα στοιχεία, αλλά το πυρ δεν σήπεται. Δεν πρέπει πάλιν να είναι και το υγρόν ολίγον, διότι και το ολίγον ξηραίνεται ευκόλως.
2. Διά ταύτα και τα μεγάλα ζώα και τα μεγάλα φυτά έχουσιν εν γένει μακροχρόνιον ζωήν, ως προείπομεν, διότι εύλογον είναι να δεχθώμεν, ότι τα μεγάλα έχουσι περισσότερον υγρόν. Αλλά δεν είναι διά τούτον μόνον τον λόγον μακροβιώτερα, διότι δύο είναι τα αίτια της μακροβιότητος το ποσόν και το ποιόν, ώστε δεν πρέπει μόνον να υπάρχη πλήθος υγρού, αλλά πρέπει τούτο να είναι και θερμόν, διά να μη δύνηται ευκόλως ούτε να πήγνυται ούτε να ξηραίνηται. Και διά τούτο ο άνθρωπος ζή χρόνον περισσότερον παρά τινα μεγαλύτερα ζφα. Διότι είναι μακροβιώτερα τα ζώα τα έχοντα ολιγώτερον ποσόν υγρού, εάν μόνον η κατά το ποιόν υπεροχή του υγρού είναι αναλόγως μεγαλυτέρα της ελλείψεως των κατά το ποσόν αυτού. 4. Είς τινα δε ζώα το λιπαρόν συνδυάζεται με την θερμότητα και κάμνει αυτά να μη δύνανται ευκόλως να ξηραίνωνται και να ψύχωνται· άλλα δε ζώα έχουσι χυμόν διαφόρου είδους.
5. Προσέτι δε το ζώον, εάν μέλλη να μη φθείρηται ευκόλως, πρέπει να μη παράγη πολύ περίττωμα, διότι το περίττωμα καταστρέφει, είτε εκ νόσου είτε εκ φύσεως. Διόττι η δύναμις του περιττώματος είναι αύτη, να είναι εναντίον και να φθείρη ή όλην την φύσιν του ζώου, ή έν των μερών αυτού. 6. Διά τούτο τα λάγνα και πολύ έχοντα σπέρμα ταχέως γηράσκουσι, διότι το σπέρμα είναι περίττωμα και αποβαλλόμενον ξηραίνει το ζώον. Διά τούτο και ο ημίονος είναι μακροβιώτερος του ίππου και της όνου (εξ ων εγεννήθη), και τα θήλεα μακροβιώτερα των αρρένων, εάν τα άρρενα είναι λάγνα. Διά τούτο και εκ των στρουθίων τα άρρενα ζώσιν ολιγώτερον παρά τα θήλεα.
7. Προσέτι εκ των αρρένων όσα κοπιάζουσι πολύ γηράσκουσιν ένεκα του κόπου ταχύτερον, διότι ο κόπος ξηραίνει, και το γήρας είναι ξηρόν. 8. Αλλά φυσικώς και εν γένει τα άρρενα πρέπει να ζώσι περισσότερον παρά τα θήλεα, διότι το άρρεν είναι ζώον εκ φύσεως θερμότερον του θήλεος.
9. Τα αυτά δε ζώα ζώσι περισσότερον εις τους θερμούς παρά εις τους ψυχρούς τόπους, διά την αυτήν αιτίαν διά την οποίαν τα μεγάλα ζώσι περισσότερον των μικρών. Και μεγίστας λαμβάνουσι διαστάσεις τα εκ φύσεως ψυχρά ζώα. Ούτως οι όφεις και αι σαύραι και τα φολιδωτά είναι μεγάλα εις τους θερμούς τόπους, εν δε τη Ερυθρά θαλάσση τα οστρακόδερμα. 10. Διότι και της αυξήσεως και της ζωής αιτία είναι η υγρά θερμότης. Αλλ' εις τους ψυχρούς τόπους, το υγρόν, το οποίον έχουσι τα ζώα, γίνεται υδαρέστερον, και διά τούτο παγώνει ευκολώτερον. Ένεκα τούτων τα ζώα τα έχοντα ολίγον αίμα ή μη έχοντα αίμα δεν γεννώνται εις τους βορείους τόπους, ούτε εις την ξηράν τα χερσαία, ούτε τα ένυδρα εις την θάλασσαν, όσα δε γεννώνται είναι και μικρότερα και ολιγώτερον χρόνον ζώσι. Διότι ο πάγος εμποδίζει την ανάπτυξιν αυτών.
11. Και τα φυτά δε και τα ζώα φθείρονται, όταν δεν λαμβάνωσι τροφήν διότι τότε καταναλίσκουσιν αυτά εαυτά. Τω όντι, καθώς η μεγάλη φλόξ κατακαίει και καταστρέφει την μικράν, διότι καταναλίσκει αυτή την τροφήν της μικράς, ούτω η φυσική θερμότης, ης πρώτη λειτουργία είναι η πέψις, καταναλίσκει την ύλην (το σώμα) εις την οποίαν ευρίσκεται.
12. Τα δε υδρόβια ζώα ζώσιν ολιγώτερον παρά τα χερσαία, ουχί απλώς διότι είναι υγρά, αλλά διότι είναι πλήρη ύδατος. Το δε υδαρόν υγρόν φθείρεται ευκόλως, διότι είναι ψυχρόν και πήγνυται ευκόλως. 13. Δια την αυτήν αιτίαν και τα μη έχοντα αίμα ευκόλως φθείρονται, όταν δεν προστατεύη αυτά το μέγεθος του σώματος των διότι δεν έχουσι ούτε λίπος ούτε γλυκύ τι στοιχείον, διότι εις το ζώον το λίπος είναι γλυκύ. Διά τούτο αι μέλισσαι είναι μακροβιώτεραι παρά άλλα μεγαλύτερα ζώα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ς'.
Περί της μακροβιότητος των φυτών. Αιτία ταύτης η άπαυστος ανακαίνισις του φυτού. Αναφοραί φυτών και εντόμων. Χωρίζονται εις μέρη χωρίς να θνήσκωσιν. Αναφοραί φυτών και ζώων.
1. Μεταξύ των φυτών υπάρχουσι τα ζώντα μακρότατον χρόνον και περισσότερον παρά τα ζώα. 2. Πρώτον μεν τα φυτά είναι ολιγώτερον υδατώδη, ώστε δεν πήγνυνται εύκολα. Έπειτα έχουσι ξηρότητα και γλισχρότητα, και μολονότι είναι ξηρά και γεώδη, όμως δεν έχουσιν υγρόν, όπερ ξηραίνεται ευκόλως.
3. Ότι δε τα δένδρα είναι φύσει πολυχρόνια πρέπει να εύρωμεν την αιτίαν τούτου· διότι έχουσιν ιδιαιτέραν αιτίαν συγκρινόμενα προς τα ζώα, πλην των εντόμων. Δήλα δη τα φυτά γίνονται πάντοτε νέα. Διά τούτο είναι πολυχρόνια· διότι πάντοτε παράγονται νέοι βλαστοί, άλλοι δε γηράσκουσι, ωσαύτως δε και αι ρίζαι αυτών. Η ανανέωσις όμως αύτη δεν γίνεται συγχρόνως, αλλά ενίοτε μόνον το στέλεχος και οι κλάδοι ξηραίνονται, ενώ άλλοι κλάδοι γεννώνται. Όταν δε ευρίσκονται εις τοιαύτην κατάστασιν, άλλαι ρίζαι γεννώνται εκ του παραμένοντος μέρους, και ούτω το φυτόν υπάρχει πάντοτε, εν μέρει φθειρόμενον και εν μέρει γεννώμενον. Και διά τούτο ζώσι χρόνον πολύν τα φυτά.
4. Ομοιάζουσι δε τα φυτά με τα έντομα, ως είπομεν καθ' ότι ζώσι και αφού διαιρεθώσι, και εξ ενός γίνονται και δύο και περισσότερα. Τα δε έντομα διαιρημένα εξακολουθούσι μέχρι του να ζώσιν ακόμη, αλλά δεν δύνανται να ζήσωσι πολύν χρόνον, διότι δεν έχουσι πλέον όργανα, και η αρχή η υπάρχουσα εις έκαστον (ως ψυχή) δεν δύναται να πλάση νέα. Αλλ' η δύναμις η υπάρχουσα εν τω φυτώ δύναται να πλάση νέα, διότι εις πάντα τα μέρη του το φυτόν έχει δυνάμει ρίζαν και καυλόν. Διά τούτο από της φυτικής ψυχής πάντοτε προέρχεται εν μέρος νέον, άλλο δε μέρος γηράσκει, ολίγον διαφέροντα ως προς την μακροβιότητά των, όπως συμβαίνει εις τα μεταφυτεύματα. 6. Διότι και εν τη μεταφυτεύσει κλάδων δύναταί τις να είπη, ότι τρόπον τινά τα αυτά συμβαίνουσι, διότι το μεταφύτευμα είναι μέρος φυτού· αλλά εν ταύτη χωρίζονται τα μέρη, ενώ εκεί (ήτοι εν τω φυτώ) συνέχονται. Αίτιον δε τούτον είναι ότι εις πάντα τα μέρη του φυτού η φυτική αρχή ενυπάρχει δυνάμει.
7. Συμβαίνει δε εις τα ζώα και εις τα φυτά το αυτό πράγμα, το εξής: Εκ των ζώων τα άρρενα ζώσι περισσότερον παρά τα θήλεα συνήθως, και τα άνω μέρη αυτών είναι ευρύτερα παρά τα κάτω, διότι το άρρεν ομοιάζει με τον νάνον περισσότερον παρά το θήλυ. Εις τα άνω είναι το θερμόν στοιχείον, και το ψυχρόν εις τα κάτω. Ωσαύτως και τα φυτά, τα έχοντα κεφαλήν (ρίζαν) μεγάλην, ζώσι περισσότερον. Τοιαύτα δε φυτά δεν είναι τα ζώντα έν έτος, αλλά τα δένδρα, διότι το άνω μέρος και η κεφαλή του φυτού είναι η ρίζα. Τα δε ενιαύσια φυτά λαμβάνουσι την αύξησιν των και εις τα κάτω μέρη και εις τους καρπούς. 8. Αλλά περί τούτου ειδικώς θα πραγματευθώμεν εν τη πραγματεία περί Φυτών. Επί του παρόντος δε περί των ζώων εξηγήσαμεν την αιτίαν της μακροβιότητος και της ολιγοβιότητος αυτών. Υπολείπεται δε να εξετάσωμεν ακόμη περί νεότητος και γήρατος και περί ζωής και θανάτου. Και όταν ταύτα πραγματευθώμεν, θα λάβη τέλος η περί των ζώων μελέτη ημών.
_________________ "Εάν δεν αφαιρέσεις από την αστική ηγεσία την υπεράσπιση του εθνισμού και την περάσεις στα χέρια της Αριστεράς, είσαι τελείως χαμένος σε οποιοδήποτε επαναστατικό σου παιχνίδι." Μιχάλης "Πάμπλο" Ράπτης.
|
|
Επιστροφή στην κορυφή |
|
|
ΓΙΑΝΝΗΣΜ
Ένταξη: 03 Ιούλ 2006 Δημοσιεύσεις: 463
|
Δημοσιεύθηκε: Παρ Αύγ 24, 2007 4:20 pm Θέμα δημοσίευσης: |
|
|
|
Ένεκα των θερινών μου διακοπών η ενημέρωση του συγκεκριμένου θέματος είχε "παγώσει". Μόλις επέστρεψα και σύντομα θα επαναληφθεί η παράθεση αποσπασμάτων αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. _________________ "Εάν δεν αφαιρέσεις από την αστική ηγεσία την υπεράσπιση του εθνισμού και την περάσεις στα χέρια της Αριστεράς, είσαι τελείως χαμένος σε οποιοδήποτε επαναστατικό σου παιχνίδι." Μιχάλης "Πάμπλο" Ράπτης.
|
|
Επιστροφή στην κορυφή |
|
|
|
Μπορείτε να δημοσιεύσετε νέο Θέμα σ' αυτή τη Δ.Συζήτηση Μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης Δεν μπορείτε να επεξεργασθείτε τις δημοσιεύσεις σας σ' αυτή τη Δ.Συζήτηση Δεν μπορείτε να διαγράψετε τις δημοσιεύσεις σας σ' αυτή τη Δ.Συζήτηση Δεν έχετε δικαίωμα ψήφου στα δημοψηφίσματα αυτής της Δ.Συζήτησης
Όλες οι Ώρες είναι GMT + 2 Ώρες |
|
|
|
|