< Επισκόπηση προηγούμενης Θ.Ενότητας | Επισκόπηση επόμενης Θ.Ενότητας > |
ΓΙΑΝΝΗΣΜ
Ένταξη: 03 Ιούλ 2006 Δημοσιεύσεις: 463
|
Δημοσιεύθηκε: Σαβ Αύγ 25, 2007 10:23 pm Θέμα δημοσίευσης: |
|
|
|
ΜΙΚΡΑ ΦΥΣΙΚΑ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ
ΠΕΡΙ ΝΕΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΓΗΡΩΣ ΚΑΙ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΥ
Μετάφραση Π. Γρατσιάτου (εκδόσεις Φέξη 1912)
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'.
Γενικά περί της ζωής. Οργανισμός ζώων και ανθρώπου. Αναφοραί και διαφοραί ζώων και φυτών. Το έμπροσθεν και όπισθεν των ζώων. Το άνω και το κάτω ζώων και φυτών.
1. Δέον να πραγματευθώμεν νυν περί νεότητος και γήρως, και περί ζωής και θανάτου. Συνάμα είναι αναγκαίον ίσως να είπωμεν τας αιτίας της αναπνοής, διότι τινά εκ των ζώων συμβαίνει ένεκα της αναπνοής να ζώσιν ή να μη ζώσιν. 2. Αλλαχού ωμιλήσαμεν περί ψυχής και απεδείξαμεν, ότι δεν είναι δυνατόν να είναι η ουσία αυτής το σώμα, είναι όμως φανερόν ότι είναι αύτη είς τι μέρος του σώματας και ότι είναι εις μέρος τοιούτον, το οποίον έχει μεγίστην δύναμιν εις τα μέλη του σώματος. Τα άλλα μέρη της ψυχής, είτε μέρη είτε δυνάμεις πρέπει να καλούνται, επί του παρόντος ας παραλίπωμεν.
3. Εκ των όντων, τα οποία λέγονται ότι είναι ζώα και ότι ζώσιν, εις εκείνα, τα οποία έχουσι και τα δυο ταύτα (λέγω δηλ. το να είναι ζώα και να ζώσι) πρέπει αναγκαίως να είναι έν και το αυτό μέρος εκείνο, δι' ου ζώσι και δι' ό λέγονται ζώα. Τω όντι το μεν ζώον, καθό ζώον αδύνατον είναι να μη ζη· καθ' όσον δε ζη, δεν είναι διά τούτο αναγκαίον να είvαι ζώον. Διότι τα φυτά ζώσι μεν, αλλά δεν έχουσιν αίσθησιν, και διά της αισθήσεως διακρίνομεν το ζώον από εκείνου, το οποίον δεν είναι ζώον. Αριθμητικώς λοιπόν ταύτα είναι εξ ανάγκης εν και το αυτό μέρος, αλλά κατά τον τρόπον της εκδηλώσεως (λειτουργίας) είναι πολλά και διάφορα, διότι δεν είναι το αυτό πράγμα το vα είναι το ζώον και το να ζή.
4. Επειδή λοιπόν εκτός των (ειδικών) αισθητηρίων υπάρχει κοινόν αισθητήριον, εις το οποίον εξ ανάγχης αι εν ενεργεία αισθήσεις συνενούνται, τούτο δέον να είναι εις το μέσον του λεγομένου έμπροσθεν και όπισθεν εν τω ζώω. Έμπροσθεν μεν λέγεται το μέρος, το οποίον είναι προς την χώραν της αισθήσεως. Όπισθεν δε είναι το μέρος το εναντίον τούτου. 5. Προσέτι, επειδή το σώμα πάντων των ζώντων διαιρείται εις άνω και κάτω μέρη, (διότι πάντα τα ζώα καθώς και τα φυτά έχουσι το άνω και το κάτω), είναι φανερόν ότι την θρεπτικήν αρχήν έχουσιν εν τω μέσω των μερών τούτων. Τω όντι, το μέρος το περιέχον το όργανον, δι' ου εισέρχεται η τροφή καλούμεν άνω, αποβλέποντες προς αυτό το σώμα και όχι προς, τας διευθύνσεις του περιστοιχίζοντος αυτό σύμπαντες. Κάτω δε μέρος λέγομεν το μέρος, δι' ου πρώτον το ζώον αποβάλλει το περίττωμα. 6. Η θέσις δε των μερών τούτων εις τα φυτά και εις τα ζώα είναι εναντία. Τω όντι εκ των ζώων εις τον άνθρωπον ένεκα της ορθής στάσεως του προ πάντων υπάρχει τούτο, το να έχη το άνω μέρος του κατά την αυτήν διεύθυνσιν, καθ' ην είναι το άνω του κόσμου σύμπαντος. Εις δε τα άλλα ζώα υπάρχει εις τον μεταξύ τόπον. Αλλά τα φυτά, τα οποία είvαι ακίνητα και λαμβάνουσιν εκ της γης την τροφήν αυτών, κατ' ανάγκην έχουσι πάντοτε προς τα κάτω το μέρος τούτο. Διότι αι ρίζαι των φυτών είναι ανάλογοι προς το λεγόμενον στόμα των ζώων, διά του οποίου τα μεν φυτά λαμβάνουσι την τροφήν των εκ της γης, τα δε ζώα αμέσως αφ' ευατών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.
Εκ των τριών μερών του ζώου κυριώτερον το μέσον. Τα φυτά και τα έντομα διαιρούνται, ουχί όμως τα ανώτερα ζώα.
1. Τρία δε είναι τα μέρη, εις τα οποία διαιρούνται όλα τα εντελώς ανεπτυγμένα ζώα, εν μεν δια του οποίου το ζώον δέχεται την τροφήν, άλλο διά του οποίου αποβάλλει τα περιττώματα, τρίτον δε είναι το μέσον μεταξύ τούτων των δύο, το οποίον εις μεν τα μεγαλύτερα ζώα καλείται στήθος, εις δε τα άλλα είναι ανάλογον τι μέρος. Τα μέρη ταύτα είς τινα ζώα είναι περισσότερον συνδεδεμένα παρά εις άλλα. 2. Όσα δε ζώα βαδίζουσιν, εκτός των ειρημένων έχουσι χάριν της ενεργείας ταύτης ιδιαίτερα όργανα, τα οποία βαστάζουσιν όλον τον κορμόν, είναι δε ταύτα τα σκέλη και οι πόδες και τα εκτελούντα την αυτήν υπηρεσίαν όργανα. 3. Αλλ' η αρχή (έδρα) της θρεπτικής ψυχής φαίνεται ότι είναι εις το μέσον των τριών εκείνων μερών, ως δεικνύει η παρατήρησις και ο λόγος. Διότι πολλά ζώα, αν αφαιρεθή το έν ή το άλλο μέρος, και η λεγομένη κεφαλή και το μέρος όπερ δέχεται την τροφήν, εξακολουθούσι να ζώσι με το μέρος, μεθ' ου συνδέεται το μέσον. Τούτο δε φανερά συμβαίνει εις τα έντομα, ως εις τας σφήκας και τας μελίσσας. Προσέτι, πολλά ζώα, τα οποία δεν είναι έντομα, αφού διαιρεθώσι, δύνανται να ζώσι διά της λειτουργίας του θρεπτικού μέρους. 4. Το μέρος δε τούτο είναι ενεργεία έν μόνον, αλλά δυνάμει περισσότερα. 5. Διότι τα ζώα ταύτα έχουσι την αυτήν σύστασιν καθώς τα φυτά. Διότι και τα φυτά, όταν διαιρεθώσι, ζώσι χωριστά και γίνονται πολλά δένδρα εξ ενός, ως εκ μιας αρχής. Αλλαχού δε θα εξηγήσωμεν διά ποίαν αιτίαν άλλα μεν φυτά δεν δύνανται να ζήσωσιν, όταν χωρισθώσιν, άλλων δε οι κλάδοι μεταφυτεύονται, 7. Αλλά κατά τούτο τα φυτά είναι όμοια με το γένος των εντόμων. Αναγκαίως η θρεπτική ψυχή, εις όσα έχουσιν αυτήν, κατ' ενέργειαν μεν (πραγματικώς) είναι μία, δυνάμει δε (δύναται να γείνη) πολλαί. Το αυτό λέγομεν και περί της αισθητικής ψυχής. Διότι όσα εκ των ζώων διαιρεθώσι, φανερώς διατηρούσιν αίσθησιν. 8. Αλλά ως προς την διατήρησιν της φυσικής ζωής των, τα μεν φυτά διαιρούμενα δύνανται (να διατηρώσιν εαυτά), τα έντομα δε και άλλα ζώα δεν δύνανται, διότι δεν έχουσιν όργανα κατάλληλα προς διατήρησιν των, και οτέ μεν στερούνται του οργάνου, όπερ μέλλει να λάβη την τροφήν, οτέ δε του μέλλοντος να δεχθή εις το σώμα αυτήν. Άλλα δε δεν έχουσι και τα δύο ταύτα και άλλα ακόμη. 9. Τα ούτω διαιρούμενα ζώα ομοιάζουσι με πολλά ζώα φυσικώς συγκεκολλημένα. Τα ζώα όμως τα άριστα ωργανωμένα δεν δύνανται να υποστώσι την διαίρεσιν ταύτην, διότι η φύσις αυτών είναι όσον το δυνατόν τελείως μία. Διά τούτο και μέρη τινά, όταν χωρισθώσι, δεικνύουσι μικράν αισθητικότητα, διότι αισθάνονται ακόμη ψυχικόν τι πάθος. Ούτως, όταν τα σπλάγχνα χωρίζωνται, εξακολουθουσι σωματικαί τινες κινήσεις, ως ποιούσιν αι χελώναι, όταν αφαιρεθή η καρδία αυτών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'.
Πάντα τα ζώντα έχουσι μέσον ή κέντρον, εν τω οποίω είναι η αρχή της αναπτύξεως των. Αποδείξεις.
1. Ταύτα δε είναι φανερά και επί των φυτών και επί των ζώων· 2. επί μεν των φυτών, εάv παρατηρήσωμεν την γένεσιν αυτών εκ των σπόρων και τας εμβολιάσεις και τας μεταφυτεύσεις. Διότι η εκ του σπέρματος γένεσις αρχίζει πάντοτε εκ του κέντρου (μέσου). Τω όντι πάντες οι σπόροι έχουσι δύο λοβούς, και το σημείον, όπου ούτοι φύσει είναι συγκολλημένοι, είναι το σημείον, εξ ου άρχεται η γέννησις, και το μέσον σχετικώς πρός έκαστον των δύο μερών. Εκείθεν δε εξέρχεται ο καυλός και η ρίζα των φυτών· η αρχή δε αμφοτέρων είναι προς τούτοις το κέντρον. 3. Τούτο δε συμβαίνει προ πάντων εις τα στελέχη κατά τας εμβολιάσεις και κατά τας μεταφυτεύσεις. Διότι το στέλεχος είναι η αρχή του κλάδου, συνάμα δε και το μέσον αυτού. Όθεν ή αφαιρούσιν αυτό ή εμφυτεύουσιν εις αυτό ίνα παραγάγωσιν εκ τούτων ή κλάδους ή ρίζας, διότι νομίζουσιν ότι από του κέντρου αρχίζει η ζωή του καυλού και της ρίζης.
4. Και εις τα ζώα δε, τα οποία έχουσιν αίμα, πρώτον όργανον γίνεται η καρδία. Τούτο δε είνε αποδεδειγμένον από όσα παρετηρήσαμεν επί των ζώων, ων την γέννησιν δύναται τις να παρατηρήση. Επομένως και εις τα άναιμα αναγκαίως γίνεται πρώτον το μέρος, όπερ αντιστοιχεί εις την καρδίαν. Ότι δε η καρδία είναι η αρχή των φλεβών είπομεν πρότερον εις τα “περί των μορίων των ζώων”· είπομεν προσέτι ότι εις τα έχοντα αίμα ζώα το αίμα είναι η τελευταία τροφή, από την οποίαν γίνονται τα μέρη αυτών. 5. Καίτοι είναι φανερόν ότι ως προς την τροφήν η λειτουργία του στόματος εκτελεί έργον τι, άλλο δε η της κοιλίας. Το κυριώτερον όμως μέρος είναι η καρδία, ήτις επιθέτει το τέλος εις το έργον. Ώστε αναγκαίως και η αισθητική και η θρεπτική ψυχή των εναίμων έχει την αρχήν της εις την καρδίαν διότι το έργον των άλλων μερών ως προς την τροφήν γίνεται μόνον χάριν του έργου, το οποίον εκτελεί η καρδία, και πρέπει κύριον όργανον να είναι εκείνο όπερ ενεργεί διαρκώς προς τον σκοπόν και να μη είναι εκ των μερών, τα οποία εργάζονται χάριν αυτού, όπως ο ιατρός ενεργεί χάριν της υγιείας. 6. Η κυρίαρχος αρχή λοιπόν των αισθήσεων εις όλα τα έχοντα αίμα είναι εις την καρδίαν διότι εν αυτή αναγκαίως είναι το κοινόν αισθητήριον όργανον όλων των άλλων αισθητηρίων. Δύο δε αισθήσεις βλέπομεν φανερά ότι άγουσιν εις την καρδίαν, την γεύσιν και την αφήν. Πρέπει λοιπόν και αι άλλαι εκεί να καταντώσι. Διότι εις ταύτην τα όργανα των αλλων αισθήσεων δύνανται να μεταδίδωσι τας κινήσεις των, αλλ' αι δύο εκείναι αισθήσεις ουδόλως συγκοινωνούσιν με το άνω μέρος του σώματος. 7. Αλλ' ανεξαρτήτως τούτων, εάν η ζωή όλων των ζώων είναι εις το μέρος εκείνο, την καρδίαν, φανερόν είναι ότι και η αρχή της αισθητικότητος είναι εις την καρδίαν. Τω όντι, καθ' όσον είναι ζώον, κατά τούτο λέγομεν ότι ζη, καθ' όσον δε είναι αισθητικόν το ζώον, κατά τούτο λέγομεν ότι το σώμα είναι ζώον (σώμα ζώου). 8. Διατί δε αισθήσεις τινές φανερώς συνδέονται με την καρδίαν, άλλαι δε με την κεφαλήν (διά τούτο και τινες νομίζουσιν ότι τα ζώα αισθάνονται διά του εγκεφάλου), εξητάσαμεν εις ιδιαιτέραν πραγματείαν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'.
Η καρδία είναι, πηγή φυσικής θερμότητος, ης άνευ ούτε ζωή ούτε πέψις θα υπήρχον. Ο θάνατος είναι η σβέσις της θερμότητος ταύτης.
1. Είναι λοιπόν φανερόν εκ των ειρημένων, ότι κατά τα φαινόμενα εις τούτο το μέρος (την καρδίαν) και εις το μέσον των τριών διαιρέσεων του σώματος είνε η αρχή και της αισθητικής ψυχής και η της αυξητικής και θρεπτικής. Αλλά και λογικώς δύναταί τις να είπη το αυτό, διότι εις πάντα τα πράγματα βλέπομεν ότι η φύσις εκ των δυνατών κάμνει πάντοτε το άριστον. Εάν δε εν τω μέσω της ουσίας υπάρχωσι και η μία και η άλλη αρχή, θα έχη εντελώς έκαστον των μελών το εαυτού έργον: ήτοι το επεξεργαζόμενον τελευταίον την τροφήν (η καρδία) και το δεχόμενον αυτήν (το άνω μέρος του πεπτικού σωλήνος). Διότι ούτω το μέσον όργανον θα είναι εις αναφοράν και με την μίαν και με την άλλην. Και η μέση ή κεντρική έδρα αύτη είναι έδρα κυριάρχου. 2. Προσέτι είναι φανερόν, ότι το ον το οποίον μεταχειρίζεται πράγμά τι, και το πράγμα τούτο πρέπει να διαφέρωσι. Και καθώς διαφέρουσι κατά την δύναμιν, ούτω δύνανται να διαφέρωσι και κατά την θέσιν, όπως διαφέρουσιν οι αυλοί και το κινούν τους αυλούς, η χείρ. 3. Εάν λοιπόν το ζώον διακρίνεται, διότι έχει την αισθητικήν δύναμιν, εξ ανάγκης τα έναιμα πρέπει να έχωσι ταύτην εις την καρδίαν, τα δε άναιμα εις το αντίστοιχον μέλος. Πάντα δε τα μέρη και όλον το σώμα των ζώων έχουσι φυσικήν τινα θερμότητα έμφυτον εις αυτά. Διά τούτο, εφ' όσον ζώσι, φαίνονται θερμά, όταν δε αποθάνωσι και στερηθώσι την ζωήν, γίνονται ψυχρά. Βεβαιώς δε εξ ανάγκης η αρχή της θερμότητας ταύτης των εναίμων είναι εις την καρδίαν, των δε αναίμων εις μέρος ανάλογον. Διότι πάντα τα όργανα κατεργάζονται και χωνεύουσι την τροφήν των διά της φυσικής θερμότητας· περισσότερον δε πάντων το δεσπόζον όργανον, η καρδία ή το αναλογούν αυτή (εκτελεί το έργον τούτο). Διά ταύτα, όταν μεν ψύχονται τα άλλα μέρη, η ζωή διαμένει, καταστρέφεται δε τελείως, όταν κρυώση η καρδία, διότι αύτη είναι η πηγή της θερμότητος της διανεμομένης εις όλα τα άλλα όργανα, και η ψυχή είναι οιονεί πεπυρωμένη εις το όργανον τούτο, όπερ εις τα έναιμα είναι η καρδία, εις δε τα άναιμα το ανάλογον όργανον. Λοιπόν πρέπει αναγκαίως να συνυπάρχωσιν η ζωή και η διατήρησις της θερμότητος ταύτης· ο δε καλούμενος θάνατος είναι η απώλεια αυτής.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'
Το πυρ φθείρεται διτιώς: ή μαραίνεται αφ' εαυτού ή σβύνεται υπ' άλλου. Παράδειγμα ανθράκων σβυνομένων και πυρός υποκαίοντος υπό την τέφραν.
1. Αλλά προσέτι βλέπομεν, ότι το πυρ έχει δύο τρόπους φθοράς, μάρανσιν και σβέσιν. Ονομάζομεν δε μάρανσιν, όταν το πυρ φθείρεται αφ' εαυτού, σβέσιν δε όταν υπ' άλλων φθείρηται· η μεν μάρανσις είναι θάνατος (του ζώου) διά γήρας, η δε σβέσις είναι βιαία καταστροφή. 2. Συμβαίνει δε και αι δύο φθοραί να προέρχωνται από την αυτήν αιτίαν. Τωόντι, όταν λείπη η τροφή, επειδή η θερμότης δεν δύναται να λαμβάνη την τροφήν αυτής και να συντηρήται, καταστρέφεται το πυρ· διότι τότε το εναντίον (ψυχρόν) παύει την πέψιν και ούτω εμποδίζει το οv να τρέφηται. Άλλοτε δε το πυρ συμβαίνει να μαραίνηται, (να σβύνηται αφ' εαυτού), όταν λ. χ. πολλή θερμότης συναθροίζηται, διότι το ζώον δεν αναπνέει ούτε ψύχεται. Διότι η ούτω συσσωρευθείσα θερμότης ταχέως καταναλίσκει την τροφήν, και προφθάνει να την καταναλώση πριν ή γείνη η αναθυμίασις. 3. Διά τούτο ουχί μόνον το ασθενέστερον πυρ σβύνεται αφ' εαυτού πλησίον πυρός μεγαλυτέρου, αλλά και η φλοξ λύχνου, ήτις υπάρχει αυτή καθ' εαυτήν, εάν τεθή εις φλόγα μεγαλυτέραν, κατακαίεται όπως οιονδήποτε άλλο καύσιμον υλικόν. Αίτιον δε τούτου είναι ότι η μεγαλυτέρα φλόξ προφθάνει αυτή να καταναλώση την εις την μικράν φλόγα περιεχομένην τροφήν πριν ή έλθη άλλη τροφή· και το πυρ εξακολουθεί πάντοτε να γίνηται και να ρέη ως ποταμός, αλλ' η κίνησις αύτη ένεκα της ταχύτητος αυτής διαφεύγει την αντίληψιν ημών.
4. Είναι λοιπόν φανερόν ότι, εάν πρέπη να διατηρήται η θερμότης (ήτις είναι αναγκαία εις την ζωήν), πρέπει να γίνηται κατάψυξις (ελάττωσις) της θερμότητος, ήτις είναι εις το αρχικόν όργανον (την καρδίαν). 5. Παράδειγμα δε τούτου δυνάμεθα να λάβωμεν εκείνο, όπερ συμβαίνει εις τους πνιγομένους (σβυνομένους) άνθρακας. Άν δηλαδή ούτοι άνευ διακοπής μείνωσιν εντός του ονομαζομένου πνιγέως (κλιβάνου) κεκαλυμμένοι δια πώματος, σβύνονται ταχέως. Αν όμως κάμνη τις αλληλοδιαδόχως συχνάς αφαιρέσεις και επιθέσεις του πώματος, οι άνθρακες μένουσιν ανημμένοι πολύν χρόνον. Ούτω και η κρύψις διά τέφρας (περικάλυψις) του πυρός το διατηρεί, διότι τότε ούτε να αναπνεύση εμποδίζεται από την τέφραν διά την αραιότητα αυτής, και διά του πέριξ αέρος η τέφρα εμποδίζει αυτό να σβεσθή διά την της υπαρχούσης εν αυτώ θερμότητος υπερβολήν.
6. Είπομεν δε εις τα Προβλήματα την αιτίαν, διά την οποίαν συμβαίνει το εναντίον εις το πυρ, το οποίον καλύπτεται υπό τέφρας, και εις εκείνο όπερ σβύνεται διά σκεπάσματος, το μεν δηλαδή μαραίνεται, το δε πρώτον διαμένει περισσότερον χρόνον.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ς'.
Αίτια διατηρήσεως της φυσικής θερμότητος των φυτών. Τα ζώα πορίζονται εκ του αέρος και του ύδατος την αναγκαίαν αυτοίς κατάψυξιν.
1. Επειδή δε παν ζώον έχει ψυχήν και δεν δύναται να υπάρχη άνευ φυσικής θερμότητος, ως είπομεν, εις μεν τα φυτά διά της τροφής και δια του στοιχείου του περιέχοντος αυτά δίδεται αρκούσα βοήθεια εις την διατήρησιν της φυσικής θερμότητος. Διότι και η τροφή εισερχόμενη εις τα φυτά προξενεί εις αυτά κατάψυξιν, όπως προξενεί και εις τους ανθρώπους τας πρώτας στιγμάς, κατά τας οποίας εισέρχεται (εις τον στόμαχον). Αι νηστείαι όμως θερμαίνουσι και προξενούσι δίψαν, διότι ο αήρ, όταν μένη ακίνητος, θερμαίνεται πάντοτε, αλλ' όταν η τροφή εισέλθη, ο αήρ κινούμενος καταψύχει το ζώον, έως ού η τροφή χωνευθή.
2. Αλλ' εάν το στοιχείον το περιέχον το φυτόν είνε υπερβολικώς ψυχρόν ένεκα της ώρας του έτους και της συμπτώσεως σφοδρού παγετού, το φυτόν ξηραίνεται· ή αv κατά το θέρος συμβαίνωσιν ισχυροί καύσωνες, και το υγρόν το οποίον λαμβάνει το φυτόν εκ της γης δεν δύναται να φέρη κατάψυξιν, η θερμότης του φυτού σβύνεται και καταστρέφεται. Τότε δε λέγεται ότι το φυτόν ξηρανεται και ότι τα δένδρα γίνονται ηλιόβλητα. Διά τούτο κατά τας εποχάς ταύτας θέτουσιν εις τας ρίζας των φυτών είδη τινά λίθων και ύδωρ εντός αγγείων, όπως ψύχωνται αι ρίζαι των φυτών.
3. Τα δε ζώα, επειδή άλλα μεν ζώσιν εις το ύδωρ, άλλα δε εις τον αέρα, εκ των στοιχείων τούτων και διά τούτων πορίζονται την αναγκαίαν αυτών κατάψυξιν, εκείνα μεν εκ του ύδατος, ταύτα δε εκ του αέρος. Αλλά κατά ποίον τρόπον και υπό ποίους όρους γίνεται τούτο θα είπωμεν μετά τινας εξηγήσεις.
_________________ "Εάν δεν αφαιρέσεις από την αστική ηγεσία την υπεράσπιση του εθνισμού και την περάσεις στα χέρια της Αριστεράς, είσαι τελείως χαμένος σε οποιοδήποτε επαναστατικό σου παιχνίδι." Μιχάλης "Πάμπλο" Ράπτης.
|
|
Επιστροφή στην κορυφή |
|
|
ΓΙΑΝΝΗΣΜ
Ένταξη: 03 Ιούλ 2006 Δημοσιεύσεις: 463
|
Δημοσιεύθηκε: Τετ Αύγ 29, 2007 6:24 pm Θέμα δημοσίευσης: |
|
|
|
ΜΙΚΡΑ ΦΥΣΙΚΑ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ
ΠΕΡΙ ΑΝΑΠΝΟΗΣ
Μετάφραση Π. Γρατσιάτου (εκδόσεις Φέξη 1912)
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'.
Ατελείς θεωρίαι των προτέρων περί αναπνοής. Μόνα τα έχοντα πνεύμονας ζώα αναπνέουσι. Διάφοροι οργανώσεις πνεύμονος. Σχέσεις αυτού προς την αναπνοήν.
1. Περί αναπνοής ολίγοι τινές εκ των προ ημών φυσιολόγων επραγματεύθησαν. Αλλά προς ποίον σκοπόν υπάρχει εις τα ζώα η αναπνοή, άλλοι μεν ουδέν είπον, άλλοι δε έχουσι μεν είπει, ουχί όμως ορθώς, αλλά και άνευ εμπειρικής γνώσεως των γεγονότων. Προσέτι λέγουσιν ότι τα ζώα αναπνέουσιν όλα. Τούτο όμως δεv είναι αληθές. Ώστε είναι αναγκαίον να πραγματευθώμεν πρώτον περί τούτων, διά να μη φαινώμεθα ότι ψευδώς κατηγορούμεν ανθρώπους απόντας.
2. Ότι όσα ζώα έχουσι πνεύμονα, πάντα αναπνέουσιν, είναι φανερόν. Αλλά και εκ τούτων όσα έχουσι τον πνεύμονα χωρίς αίμα και σπογγώδη, ταύτα ολιγωτέραν χρείαν έχουσιν αναπνοής. Διά τούτο δύνανται διά την δύναμιν του σώματος των να διαμένωσι πολύν χρόνον εντός του ύδατος (χωρίς να αναπνέωσιν). Έχουσι δε σπογγώδη τον πνεύμονα όλα τα γεννώντα ωά, ως είναι το γένος των βατράχων. Προσέτι αι χελώναι της ξηράς και αι της θαλάσσης δύνανται να μένωσι πολύν χρόνον εντός του ύδατος. Διότι ο πνεύμων αυτών, επειδή έχει ολίγον αίμα, έχει ολίγην θερμότητα. Ούτος λοιπόν άπαξ εισπνεύσας διά της κινήσεως του ψυχραίνει το ζώον και το κάμνει να διαμένη πολύν χρόνον εις το υγρόν, χωρίς ν' αναπνέη. Εάν όμως κρατήσωσι διά βίας την αναπνοήν των παρά πολύν χρόνον (εις το ύδωρ), πάντα πνίγονται, διότι ουδέν εξ αυτών δύναται να δεχθή το ύδωρ όπως οι ιχθύς (διά των βραγχίων). Όσα δε έχουσιν αίμα εις τον πνεύμονα ταύτα έχουσι περισσοτέραν χρείαν της τροφής ένεκα της πολλής θερμότητος αυτών. 3. Όσα δε εκ των άλλων δεν έχουσι πνεύμονα, ταύτα δεν αναπνέουσιν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.
Αναίρεσις δοξασιών Δημοκρίτου, Αναξαγόρου και Διογένους. Η αναπνοή σύγκειται από εισπνοήν και εκπνοήν.
1. Δημόκριτος ο Αβδηρίτης και τινες άλλοι, οι οποίοι επραγματεύθησαν περί αναπνοής, ουδέν ώρισαν περί των αλλων ζώων. Φαίνονται δε να φρονώσιν ότι πάντα τα ζώα αναπνέουσιν, 2. Ο Αναξαγόρας δε και ο Διογένης (ο Απολλωνιάτης) λέγουσιν, ότι πάντα αναπνέουσι, και μόνον περί των ιχθύων και των οστρέων λέγουσι κατά ποίον τρόπον αναπνέουσι. 3. Και ο μεν Αναξαγόρας λέγει ότι οι ιχθύς, όταν απορρίπτωσι το ύδωρ διά των βραγχίων, ροφούσι συγχρόνως τον εις το στόμα αυτών αναπτυσσόμενον αέρα και ούτω αναπνέουσι, διότι, λέγει, δεν δύναται να υπάρχη ουδέν κενόν. 4. Ο δε Διογένης λέγει ότι οι ιχθύς, όταν απορρίπτωσι το ύδωρ διά των βραγχίων, τότε διά του κενού το οποίον γίνεται εις το στόμα αυτών ροφούσι τον αέρα εκ του ύδατος, όπερ περιστοιχίζει το στόμα των, διότι υποθέτει ότι υπάρχει αήρ εις το ύδωρ.
5. Αλλά αι θεωρίαι αύται είναι αδύνατοι. Τω όντι, πρώτον μεν ούτοι αφαιρούσι το ήμισυ των πραγμάτων (της αληθείας), διότι λέγουσι περί του ενός των δύο μερών (της αναπνοής) ό,τι είναι κοινόν και εις τα δύο. Διότι καλείται μεν αναπνοή, αλλά έν μέρος αυτής είναι η εκπνοή, το δε άλλο είναι η εισπνοή. Και περί της εκπνοής ουδέν εκείνοι λέγουσι, πώς δηλ. εκπνέουσι τα ζώα ταύτα τα μη έχοντα πνεύμονα. Ουδέ δύνανται να είπωσι. Τω όντι, όταν τα ζώα αναπνεύσωσι, πρέπει πάλιν να εκπνεύσωσι δια του αυτού μέρους δι' ου ανέπνευσαν, και τούτο πρέπει να κάμνωσι πάντοτε αλληλοδιαδόχως. Ώστε συμβαίνει, κατ' εκείνους, άμα δέχωνται το ύδωρ εις το στόμα οι ιχθύς, ευθύς να εκπνέωσι τον αέρα όστις είναι εν αυτοίς. Αλλ' αναγκαίως ταύτα συναντώμενα πρέπει το εν να εμποδίζη το άλλο. Επειτα, όταν απορρίπτωσι το ύδωρ, εκπνέουσι τον αέρα είτε διά του στόματος, είτε διά των βραγχίων, ώστε συγχρόνως θα εκπνέωσι και θα εισπνέωσι· διότι τότε ακριβώς, ως εκείνοι λέγουσι, τα ζώα αναπνέωσιν. Αλλ' είναι αδύνατον να αναπνέωσι και να εκπνέωσι συγχρόνως. Ώστε, εάν εξ ανάγκης τα αναπνέοντα εκπνέωσι και εισπνέωσι, ουδέν δε αυτών δύναται να εκπνεύση, είναι πρόδηλον ότι ουδέν αυτών αναπνέει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'.
Συνέχεια της αναιρέσεως των γνωμών Αναξαγόρα και Διογένους, οίτινες επλανήθησαν διότι δεv παρετήρησαν ακριβώς, τα γεγονότα και τα όργανα των ζώων, —και ότι η φύσις πάντα ποιεί πρός τινα σκοπόν. Ούτε ιχθύες oύτε άλλα μη έχοντα πνεύμονα αναπνέουσιν.
1. Προσέτι ο ισχυρισμός, ότι οι ιχθύς ροφούσι τον αέρα εκ του στόματος ή δια του στόματος εκ του ύδατος είναι αδύνατον. Τω όντι οι ιχθύς δεν έχουσι (τραχείαν) αρτηρίαν, διότι δεν έχουσι πνεύμονα· αλλά ο στόμαχος αυτών είναι αμέσως παρά το στόμα αυτών. Ώστε κατ' ανάγκην θα εισπνέωσι τον αέρα διά του στόματος των. Τούτο όμως θα εποίουν και τα άλλα ζώα, αλλά πραγματικώς δεν τα κάμνουσι. Και οι ιχθύς δε, όταν είναι εκτός του ύδατος, θα έκαμνον αυτό φανερά. Αλλά προφανώς δεν το κάμνουσι. 2. Προσέτι εις πάντα τα ζώα, τα οποία αναπνέουσι και έλκουσι τον αέρα των, βλέπομεν ότι γίνεται κίνησις του οργάνου, το οποίον έλκει αυτόν, αλλά τούτο δεν παρατηρείται εις τους ιχθύς, διότι δεν φαίνονται να κινώσι καvέv μέρος εκ των πέριξ της κοιλίας, κινούσι δε μόνον τα βράγχια και εις το υγρόν και όταν πέσωσιν εις την ξηράν, ότε σπαρταρίζουσι. 3. Προσέτι, όταν τα ζώα, τα οποία αναπνέουσι, αποθνήσκωσιν εκ πνιγμού εντός υγρού, σχηματίζονται τότε πομφόλυγες, διότι ο αήρ εξέρχεται βιαίως (εκ του πνεύμονος), ως γίνεται τούτο, όταν τοιαύτην βίαν δοκιμάζη τις εις τας χελώνας, τους βατράχους ή εις άλλο τι του γένους τούτου. Αλλά εις τους ιχθύς δεν βλέπομεν να συμβαίνη τούτο, οιονδήποτε τρόπον αν δοκιμάσωμεν, διότι δεν έχουσιν ουδόλως αέρα έξωθεν εισπνεόμενον. 4. Αλλά καθ' όν τρόπον λέγουσιν ότι γίνεται η αναπνοή των ιχθύων, δύναται να γίνεται και εις τους ανθρώπους, όταν είναι εν τω ύγρω. Διότι, αν οι ιχθύς έλκωσι τον αέρα εκ του πέριξ ύδατος εις το στόμα αυτών, διατί τούτο δεν θα ηδύναντο να πράττωσι και οι άνθρωποι και τα άλλα ζώα ; Και ταύτα θα είλκον τον αέρα εκ του στόματος αυτών, όπως οι ιχθύς. Ώστε, αν οι ιχθύς έχωσι ταύτην την δύναμιν, και εκείνα θα είχον αυτήν. Αλλ' επειδή τούτο δεν είναι δυνατόν, άρα ούτε εκείνο. 5. Προς τούτοις, εάν οι ιχθύς αναπνέωσι, διά ποίαν αιτίαν εις τον αέρα αποθνήσκουσι και φαίνονται, ότι σπαρταρούσιν ως εάν επνίγοντο ; Βεβαίως δεν πάσχουσι τούτο δι' έλλειψιν τροφής, Και η αιτία δε την οποίαν αναφέρει ο Διογένης είναι μωρά· λέγει δηλαδή ότι εις τον αέρα ευρισκόμενα αναπνέουσι πάρα πολύν αέρα, εις δε το ύδωρ τόσον μόνον, όσον χρειάζονται, και διά τούτο αποθνήσκουσιν. Αλλά έπρεπε τούτο να δύναται να συμβαίνη και εις τα χερσαία ζώα (εάν ήτο αληθές). Αλλ' ουδέποτε ουδέν ζώον χερσαίον επνίγη, διότι ανέπνευσε πολύν αέρα. 6. Προσέτι, εάν πάντα τα ζώα αναπνέωσι, πρέπει και τα έντομα να αναπνέωσιν. Αλλά πολλά από αυτά ζώσιν, όταν κοπώσιν, και ουχί μόνον όταν κοπώσιν εις δύο, αλλά και εις περισσότερα μέρη, ως αι λεγόμεναι σκολόπενδραι. Πώς όμως τα μέρη ταύτα δύνανται τότε να αναπνέωσι και δια ποίου οργάνου;
7. Αιτία πρωτίστη του να μη εξηγώσιν ορθώς ταύτα είναι το ότι ούτοι δεν γνωρίζουσι τα εσωτερικά όργανα (των ζώων) και δεν συλλαμβάνουσι τον σκοπόν ένεκα του οποίου πάντα η φύσις ποιεί. Διότι, εάν εζήτουν προς ποίον σκοπόν υπάρχει η αναπνοή εις τα ζώα, και αν την ενέργειαν ταύτην παρετήρουν επί των οργάνων (των εκτελούντων αυτήν), λ.χ. επί των βραγχίων και των πνευμόνων, θα εύρισκον την αιτίαν ταχέως.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'.
Αvαίρεσις της Δημοκριτείου γνώμης, ότι η αναπνοή εμποδίζει την έκθλιψιν της ψυχής εκ του σώματος (τον θάνατον). Αναπνοή και θερμότης.
1. Ο Δημόκριτος λέγει μεν ότι εκ της αναπνοής αποτέλεσμά τι συμβαίνει εις τα αναπνέοντα ζώα, ισχυριζόμενος ότι αύτη εμποδίζει να εκθλίβηται (εξωθήται) η ψυχή εκ του σώματος. Ουδόλως είπεν όμως, ότι η φύσις εποίησε την αναπνοήν προς τον σκοπόν τούτον. Εν γένει δε και ούτος, όπως και οι άλλοι φυσικοί, ουδόλως θίγει την τελικήν αιτίαν. 2. Λέγει δε, ότι η ψυχή και η θερμότης είναι το αυτό πράγμα, ότι είναι στοιχειώδη σφαιροειδή άτομα (μόρια). Όταν λοιπόν ταύτα συνενώνται και πιέζωνται υπό του περιέχοντος αυτά αέρος, τότε η αναπνοή έρχεται εις βοήθειαν· διότι λέγει ότι είναι εν τω αέρι πολλά από τα σφαιροειδή ταύτα, τα οποία ονομάζει νουν και ψυχήν. Όταν λοιπόν το ζώον εισπνέη και εισέρχηται ο αήρ, εισέρχονται και τα σφαιροειδή ταύτα και αντιδρώντα εις την πίεσιν εμποδίζουσι να διαφύγη η ψυχή η υπάρχουσα εις τα ζώα. 3. Και διά τούτο η ζωή και ο θάνατος εξαρτώνται εκ της αναπνοής και εκπνοής. Διότι, όταν το στοιχείον, όπερ περιέχει, (ο αήρ), διά της συνθλίψεως υπερισχύη και το έξωθεν εισερχόμενον εις το σώμα δεν δύναται να αντιδρά εις την επικράτησιν, τότε, επειδή δεν δύναται το ζώον να αναπνεύση, επέρχεται ο θάνατος αυτού. Και ούτως ο θάνατος είναι η εκ του σώματος έξοδος των σφαιροειδών τούτων ατόμων, τα οποία εξωθούνται εκ του σώματος διά της πιέσεως του περιέχοντος (στοιχείου). 4. Δεν εξήγησεν όμως ο Δημόκριτος την αιτίαν, διά την οποίαν πάντα μεν τα ζώα πρέπει να αποθάνωσιν αναγκαίως, ουχί όμως όταν τύχη, αλλά εκ γήρατος μόνον κατά φύσιν (αποθνήσκουσι), βιαίως δε παρά φύσιν. Και όμως, επειδή το φαινόμενον τούτο φαίνεται ότι γίνεται εις μίαν περίοδον (το γήρας), άλλοτε δε δεν φαίνεται, ώφειλε να εξηγήση αν η αιτία είναι έξωθεν ή εντός. 5. Δεν λέγει δε ο Δημόκριτος ούτε περί της αρχής της αναπνοής, ποίον είναι το αίτιον αυτής και αν είναι έσωθεν ή έξωθεν. Διότι βέβαια ο νους, τον οποίον εισάγει έξωθεν, δεν δύναται να δώση την βοήθειαν' αυτού (εις το ζώον). Αλλά έσωθεν είναι η αρχή της αναπνοής και της κινήσεως, η βία δε του περιέχοντος στοιχείου ουδέν εξηγεί. Διότι είναι άτοπον και το λέγειν, ότι το περιέχον συνθλίβει το ζώον και συνάμα ότι εισερχόμενος (ο αήρ) διαστέλλει αυτό.
Ταύτα λοιπόν είναι σχεδόν όσα είπεν ο Δημόκριτος, και ούτος ο τρόπος καθ' όv είπεν αυτά.
6. Εάν όμως πρέπη να θεωρώμεν ότι είναι αληθή τα πρότερον λεχθέντα, δηλ. ότι δεν αναπνέουσι πάντα τα ζώα. δεv πρέπει να υπολάβωμεν ότι η αιτία, την οποίαν αναφέρει ο Δημόκριτος, εξηγεί τον θάνατον εν γένει, αλλά μόνον τον θάνατον των ζώων, τα οποία έχουσιν αναπνοήν. Αλλά και περί τούτων πάλιν ουχί ορθώς. 7. Φανερόν δ' είναι τούτο εκ των γεγονότων και μάλιστα εκείνων, των οποίων πείραν έχομεν όλοι. Διότι κατά τους ισχυρούς καύσωνας, επειδή τότε θερμαινόμενα περισσότερον του συνήθους, έχομεν και περισσοτέραν χρείαν της αναπνοής, και αναπνέομεν συχνότερον πάντες. Όταν όμως το περιέχον ημάς είvαι ψυχρόν και συσφίγγη και συμπηγνύη το σώμα, κρατούμεν την αναπνοήν μας, μολονότι τότε έπρεπε (κατά την δόξαν του Δημοκρίτου) ο έξωθεν εισερχόμενος εις ημάς αήρ να εμποδίζη την έξωσιν της ψυχής. 8. Και όμως συμβαίνει το εναντίον, διότι, όταν συναθροισθή πολλή θερμότης, επειδή δεν εκπνέομεν τον εσωτερικόν αέρα, τότε έχομεν χρείαν να αναπνέωμεν και αναγκαζόμεθα, αφού εισπνεύσωμεν, να αναπνεύσωμεν. Αληθώς, όταν πολύ θερμαινώμεθα, αναπνέομεν πολλάκις, διότι χάριν αναψύξεως αναπνέομεν εις καιρόν καθ' όν ούτω, ως λέγεται, προσθέτομεν πυρ εις το πυρ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'.
Αναίρεσις της εν τω Τιμαίω του Πλάτωνος θεωρίας περί αναπνοής.
1. Η εν τω Τιμαίω περιγραφομένη κυκλική ώθησις ουδόλως εξηγεί κατά ποίον τρόπον τα άλλα ζώα (εκτός του ανθρώπου) συντηρούσι την θερμότητα αυτών, δεν λέγει αν κατά τον αυτόν ή κατ' άλλον τρόπον γίνεται η συντήρησις. Τω όντι, αν εις μόνα τα χερσαία υπάρχη η αναπνοή, πρέπει να εξηγήσωμεν δια τί εις μόνα ταύτα υπάρχει. Εάν δε υπάρχη και εις τα άλλα ζώα, διαφέρη δε ο τρόπος καθ' ον αναπνέουσι, πρέπει και την διαφοράν αυτήν να προσδιορίσωμεν, αν είναι δυνατόν πάντα να αναπνέωσι. 2. Προσέτι δε είναι φανταστική η εξήγησις, την οποίαν ο Τίμαιος δίδει περί της αναπνοής· λέγει δηλ. ότι, όταν ο θερμός αήρ εξέρχηται έξω διά του στόματος, ο περιέχων ημάς αήρ ωθείται, και διερχόμενος διά των σαρκών, αίτινες είναι αραιαί, εμπίπτει εις τον αυτόν τόπον, οπόθεν εξήλθεν ο εσωτερικός θερμός αήρ, διότι, επειδή ουδαμού υπάρχει κενόν, τα μέρη αντικαθιστώσιν άλληλα. Όταν δε θερμανθή, ο εισελθών αήρ πάλιν εξέρχεται διά του αυτού τρόπου, και ο θερμός αήρ εντός, εξερχόμενος διά του στόματος, εξακολουθεί την κυκλικήν ώθησιν. Και την κίνησιν ταύτην διαρκώς και συνεχώς κάμνομεν, ούτω δε αναπνέομεν και εκπνέομεν. 3. Αλλά κατά τους τοιαύτα δοξάζοντας συμβαίνει η εκπνοή να γίνηται πρότερον της εισπνοής, ενώ υπάρχει το εναντίον, και απόδειξις είναι, ότι αι κινήσεις αύται αλληλοδιαδέχονται η μία την άλλην. Όταν όμως αποθνήσκωμεν, τότε εκπνέομεν, αναγκαίως άρα ηρχίσαμεν με την εισπνοήν. 4. Αλλά oι ταύτα λέγοντες ουδόλως λέγουσι προς ποίον σκοπόν υπάρχουσιν εις τα ζώα η αναπνοή και η εκπνοή, αλλ' ομιλούσι περί αυτών ως περί τινος επουσιώδους φαινομένου, και όμως βλέπομεν ότι αι λειτουργίαι αύται είναι οι κύριοι όροι της ζωής και του θανάτου. Διότι, όταν τα ζώα τα αναπνέοντα δεν δύνανται να αναπνεύσωσιν, αναγκαίως αποθνήσκουσι. 5. Προσέτι είναι άτοπον να νομίζωμεν, ότι η διά του στόματος έξοδος και πάλιν είσοδος του θερμού αέρος δεv διαφεύγει την αντίληψιν ημών, η δε εις το στήθος είσοδος του αέρος και πάλιν η έξοδος αυτού, όταν θερμανθή, μας διαφεύγει. Άτοπον δε είναι και να λέγωσιν, ότι η αναπνοή είναι η είσοδος της θερμότητος, διότι το εναντίον είναι φανερόν, δηλ. ο εκπνεόμενος αήρ είναι θερμός, ο δε εισπνεόμενος είναι ψυχρός· και όταν ούτος είναι θερμός, τότε ασθμαίνοντες αναπνέομεν αυτόν, διότι, επειδή ο εισερχόμενος αήρ δεν δροσίζει αρκετά το σώμα, αναγκαζόμεθα να αναπνέωμεν πολλάκις.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ς'.
Η αναπνοή δεv γίνεται προς συντήρησιν της εσωτερικής θερμότητος, ήτις παράγεται προ πάντων εκ τωv τροφών.
1. Αλλά προσέτι δεν πρέπει να νομίζωμεν, ότι η αναπνοή σκοπόν έχει την τροφήν της εσωτερικής θερμότητος, ως εάν αύτη ετρέφετο διά του αέρος (ον εισπνέομεν), και ως εάv η αναπνοή ήτο τρόπον τινά επίθεσις καυσίμου ύλης εις το πυρ, η δε εκπνοή εγίνετο, όταν ήθελε τραφή το πυρ. 2. Κατά της δοξασίας ταύτης θα είπομεν πάλιν τα αυτά, τα οποία είπομεν κατά των προηγουμένων. Τω όντι έπρεπε τούτο να συμβαίνη και επί των άλλων ζώων, ή όμοιον τι με αυτά. Διότι πάντα έχουσι ζωτικήν θερμότητα. 3. Έπειτα, αν η θερμότης γίνεται εκ της αναπνοής, πρέπει να είπωμεν κατά ποίον τρόπον γίνεται, Αληθώς είναι όλως φανταστική η γνώμη αύτη. Τω όντι βλέπομεν, ότι η θερμότης προέρχεται μάλλον εκ της τροφής. 4. (Κατά την δόξαν ταύτην) συμβαίνει προσέτι το αυτό όργανον να δέχηται την τροφήν και vα αποβάλλη το περίττωμα, αλλά τούτο δεν βλέπομεν να γίνηται εις ουδεμίαν άλλην περίπτωσιν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'.
Αναίρεσις της δόξης του Εμπεδοκλέους περί αvαπvoής.
1. Επραγματεύθη δε και ο Εμπεδοκλής περί αναπνοής, αλλ' ουδέν είπε σαφές προς ποίον σκοπόν και αν πάντα τα ζώα αναπνέουσιν ή όχι. 2. Ομιλών δε περί της αναπνοής, ήτις γίνεται διά των μυκτήρων, νομίζει ότι ομιλεί περί της κυρίας αναπνοής. Αλλ' απατάται, διότι υπάρχει και η αναπνοή διά της τραχείας αρτηρίας γινομένη εκ του στήθους, και η διά των μυκτήρων· άνευ όμως της πρώτης δεν δύνανται να αναπνεύσωσι μόνοι οι μυκτήρες. Και αν τα ζώα στερηθώσι της διά των μυκτήρων γινομένης αναπνοής, δεv πάσχουσι τίποτε, αν όμως στερηθώσι της δια της αρτηρίας αναπνοής, αποθνήσκουσιν. 3. Η φύσις είς τινα ζώα μεταχειρίζεται ως πάρεργόν τι την διά των μυκτήρων αναπνοήν χάριν της οσφρήσεως. Διά τούτο πάντα σχεδόν τα ζώα έχουσιν όσφρησιν, αλλά δεν έχουσι το αυτό αισθητήριον προς τον σκοπόν τούτον. Περί αυτού ωμιλήσαμεν αλλαχού σαφέστερον. 4. Λέγει δε ο Εμπεδοκλής, ότι η αναπνοή και εκπνοή γίνεται, διότι υπάρχουσι φλέβες τινές, αίτινες έχουσιν αίμα, αλλά δεν είναι πλήρεις αίματος, και έχουσι πόρους, ίνα δέχωνται τον εξωτερικόν αέρα, λίαν μικρούς ή ώστε να δέχωνται τα μόρια του σώματος, μεγάλους δε αρκούντως, ίνα δέχωνται τα μόρια του αέρος. Όθεν, επειδή το αίμα φύσει κινείται άνω και κάτω, όταν φέρηται εις τα κάτω, τότε εισρέει ο αήρ και γίνεται αναπνοή, όταν δε αναβαίνη εις τα άνω το αίμα, τότε ο αήρ πίπτει έξω και γίνεται η εκπνοή. Παρομοιάζων δε την κίνησιν ταύτην με την των κλεψύδρων, ο Εμπεδοκλής λέγει ότι: “Όλα τα ζώα αναπνέουσι και εκπνέουσι κατά τον εξής τρόπον: Επί της επιφανείας του σώματός των εκτείνονται σαρκώδεις σωλήνες (αρτηρίαι) άναιμοι. Υπεράνω του στόματός των υπάρχουν τα έσχατα άκρα των ρινών τρυπημένα από το εν εις το άλλο μέρος διά πυκνών αυλακίων, ούτως ώστε να εμποδίζηται η εκροή του αίματος και να εισχωρή ευκόλως ο αήρ διά των διόδων. Έπειτα δε, όταν μεν το τρυφερόν αίμα ορμήση προς τα κάτω, ο αήρ φυσών καταβαίνει εντός με ρεύμα ορμητικόν, όταν όμως το αίμα αναπηδά επάνω, εξέρχεται πάλιν ο αήρ,όπως όταν κόρη παίζη με κλεψύδραν εκ λείου χαλκού κατεσκευασμένην. Αφού σκεπάση με την κομψήν χείρα της το στόμιον του σωλήνος και εμβαπτίση εις το υποχωρούν σώμα του αργυρού ύδατος, δεν εισέρχεται τότε το ύδωρ εις το αγγείον, αλλά το αποκλείει ο όγκος του αέρος, όστις έσωθεν εισεχώρησεν εις τας πυκνάς οπάς, έως ου απομακρύνη την χείρα της και αφήση ελεύθερον τον πυκνόν ρουν του ύδατος· τότε δε ελλείποντος του αέρος εισέρχεται ακωλύτως το ύδωρ. Ωσαύτως δε, όταν αφ' ενός μεν το ύδωρ κατέχη τον πυθμένα του χαλκού αγγείου, σκεπασθέντος του στομίου του σωλήνος και παντός πόρου διά της χειρός, αφ' ετέρου δε ο εξωτερικός αήρ ορμών να εισέλθη εντός, εμποδίζη την εκροήν του ύδατος περί τας οπάς του συρίττοντος λαιμού, ούτινος κατέχει τα άκρα, τότε πάλιν συμβαίνει το εναντίον παρά πρότερον. Εισχωρούντος του αέρος, εκτρέχει ελεύθερον το ύδωρ.
Κατά τον αυτόν τρόπον το τρυφερόν αίμα εξακοντιζόμενον διά, των μελών του σώματος, οσάκις μεν οπισθοδρομικώς ορμα προς το βάθος, αμέσως κατέρχεται ρεύμα αέρος με ορμητικόν φύσημα, οσάκις δε εκείνο αναπηδά επάνω, πάλιν ο αήρ εξ ίσου οπίσω εξέρχεται”.
Ταύτα λοιπόν λέγει ο Εμπεδοκλής περί της αναπνοής. Αλλ', ως είπομεν, τα ζώα, τα οποία φανερώς αναπνέουσι διά της αρτηρίας, αναπνέουσι και διά του στόματος συνάμα και των μυκτήρων. Ώστε, εάν μεν περί τοιαύτης αναπνοής ομιλή ο Εμπεδοκλής, πρέπει να εξετάσωμεν πώς συμφωνεί με τα πράγματα η υπ' αυτού αναφερομένη εξήγησις. 7. Αλλά φαίνεται ότι δεν συμβιβάζεται με αυτά. Τω όντι ανυψούντα το μέρος, όπως ανυψούσι τα φυσερά εις τα σιδηρουργεία, αναπνέουσι τα ζώα. Εύλογον δε να δεχθώμεν ότι τούτο ανυψώνουσι η θερμότης και το αίμα, όπερ λαμβάνει τον τόπον της θερμότητος. Εξ άλλου τα ζώα εκπνέουσι συμπιεζόμενα και συσφιγγόμενα, όπως και τα φυσερά εις τα σιδηρουργεία. Πλην τα μεν φυσερά δεν δέχονται και δεν εξάγουσι τον αέρα διά της αυτής οπής, ενώ οι αναπνέοντες εισάγουσι και εξάγουσι τον αέρα διά της αυτής οπής. 8. Εάν όμως ο Εμπεδοκλής ομιλή περί μόνης της διά μυκτήρων αναπνοής, σφάλλει πολύ, διότι η αναπνοή δεν γίνεται ιδία μόνον διά των μυκτήρων, αλλά κατά την περί τον σταφυλίτην αύλακα, όπου είναι το άκρον του εν τω στόματι ουρανίσκου, μέρος του αέρος εισχωρεί διά των δύο ανοιγμάτων των μυκτήρων, μέρος δε διά του στόματος, και ούτω συμβαίνει και όταν εισέρχηται και όταν εξέρχηται.
9. Όσα λοιπόν είπον άλλοι περί αναπνοής έχουσι τοιαύτας και τοσαύτας αντιρρήσεις.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'.
Αναγκαία η φυσική θερμότης προς θρέψιν και ζωήν. Η καρδία όργανον αυτής. Ανάγκη ψύξεως προς συντήρησιv του ζώου.
1. Είπομεν πρότερον, ότι η ζωή και η ψυχή υπάρχει εις τα ζώα πάντοτε μετά τινος θερμότητος. Διότι και η πέψις, διά της οποίας γίνεται η θρέψις των ζώων, δεν υπάρχει ούτε άνευ ψυχής, ούτε άνευ θερμότητος, επειδή διά του πυρός γίνονται πάσαι αι λειτουργίαι. 2. Δια τούτο εις τον πρώτον τόπον του σώματος, και εις το πρώτον μέρος του πρώτου τούτου τόπου αναγκαίως είναι η τοιαύτη αρχή, και ενταύθα αναγκαίως υπάρχει και η πρώτη ψυχή, η θρεπτική. 3. Ο τόπος δε ούτος (ο κεντρικός) είναι ο μέσος μεταξύ του δεχομένου την τροφήν και του αποβάλλοντος το περίττωμα. Και εις μεν τα μη έχοντα αίμα ζώα το μέρος τούτο δεν έχει ίδιον όνομα, εις δε τα έχοντα αίμα το μέρος τούτο είναι η λεγομένη καρδία. 4. Η τροφή, εκ της οποίας γεννώνται αμέσως τα μέρη των ζώων, είναι το αίμα. Αναγκαίως δε είναι η αυτή η αρχή του αίματος και η των φλεβών, διότι το εν υπάρχει χάριν του άλλου, ως αγγείον ικανόν να δέχηται (το αίμα). Η αρχή δε των φλεβών εις τα έναιμα είναι η καρδία, διότι όλα είναι εξηρτημένα εξ αυτής, και δεν διέρχονται δι' αυτής, αλλά έρχονται εξ αυτής. Φανερόν δε είναι τούτο από τας ανατομάς των σωμάτων.
5. Αι μεν άλλαι δυνάμεις της ψυχής είναι αδύνατον να υπάρχωσιν άνευ της θρεπτικής, την αιτίαν δε τούτου είπομεν πρότερον εις τα περί ψυχής. Η θρεπτική δε δεν δύναται να υπάρχη άνευ φυσικής θερμότητος, διότι διά ταύτης η φύσις επύρωσε και την δύναμιν ταύτην. 6. Αλλ' η φθορά του πυρός είναι, ως είπομεν, η σβέσις (υπ' άλλου) ή μάρανσις (αφ' εαυτού). Σβέσις δηλ. είναι όταν προέρχηται από τα εναντία στοιχεία, διά τούτο δε το πυρ και όταν είναι ηθροισμένον ως μία μάζα δύναται να σβεσθή υπό της ψυχρότητος (του στοιχείου, αέρος ή ύδατος) του περιέχοντος (το ζώον), και ταχύτερον όταν είναι διεσπαρμένον. Αυτή λοιπόν η βίαιος φθορά του πυρός γίνεται ομοίως και εις τα έμψυχα και εις τα άψυχα. Διότι τα ζώα, όταν κόπτωνται δι' οργάνων ή όταν παγώνωσιν εξ υπερβολικού ψύχους, αποθνήσκουσιν. 7. Η μάρανσις όμως έρχεται εκ της πολλής θερμότητος. Διότι, αν η πέριξ θερμότης γίνηται υπερβολική, και δεν λαμβάνηται πλέον εσωτερική τροφή, καταστρέφεται το πυρούμενον ουχί εκ του ψύχους αλλ' αφ' εαυτού σβυνόμενον. Ώστε αναγκαίον είναι να γίνηται κατάψυξις, εάν μέλλη να διατηρήταί τι, διότι τούτο μόνον βοηθεί κατά της καταστροφής ταύτης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'.
Τρόποι καταψύξεως αναγκαίας εις την αναπνοήν. Οργανισμός βομβούντων εντόμων. Ζώα έχοντα πνεύμονας και δυνάμενα να ζώσι πολύ άνευ αvαπvoής. Αμφίβια.
1. Εκ των ζώων τα μεν ζώσιν εν τω ύδατι, τα δε εν τη ξηρά. Εκ τούτων τα όλως μικρά και τα άναιμα, η ψύξις, ήτις γίνεται εκ του περιέχοντος, είτε ύδατος είτε αέρος, αρκεί, ίνα προφυλάξη από της καταστροφής ταύτης. Διότι, επειδή έχουσιν ολίγην θερμότητα, ολίγην χρειάζονται βοήθειαν. Δια τούτο όλα σχεδόν ταάτα τα ζώα είναι βραχύβια, διότι μικρά μόνον μεταβολή προς το εν ή το άλλο μέρος καταστρέφει την ισορροπίαν.
2. Όσα δε των εντόμων ζώσι περισσότερον χρόνον, και ως πάντα τα έντομα δεν έχουσιν αίμα, εις ταύτα το υποκάτω του διαζώματος μέρος είναι εσχισμένον εις δύο μέρη, ίνα ψύχωνται διά της μεμβράνης, ήτις είναι λεπτοτάτη εις το μέρος τούτο. Διότι επειδή είναι περισσότερον θερμά, έχουσι χρείαν περισσοτέρας ψύξεως, ως αι μέλισσαι, 3, (τω όντι τινές των μελισσών ζώσιν επτά έτη) και πάντα τα άλλα έντομα, όσα βομβούσιν, ως αι σφήκες, αι μηλολόνθαι και οι τέττιγες. Διότι τούτον τον ήχον παράγουσι διά της πνοής των ως να ήσθμαινον διότι υπ' αυτό το διάφραγμα, διά της εμφύτου πνοής, ήτις υψούται και καταβαίνει, γίνεται η σύγκρουσις (του εσωτερικού αέρος) προς την μεμβράνην. Διότι τα έντομα κινούσι το μέρος τούτο, καθώς τα άλλα, ίσα αναπνέουσι, τον εξωτερικόν αέρα κινούσι διά του πνεύμονας, ή οι ιχθύες διά των βραγχίων. 4. Συμβαίνει δήλα δη εις ταύτα τα έντομα όμοιόν τι με το συμβαίνον, εάν τις πνίγη τι εκ των αναπνεόντων κρατών το στόμα αυτού. Διότι και ταύτα διά του πνεύμονος ποιούσι την ανύψωσιν του στήθους. Αλλ' η τοιαύτη κίνησις δεv προξενεί εις ταύτα ικανήν κατάψυξιν, εις τα έντομα όμως παράγει αρκετήν. Και ταύτα διά της τρίψεως του αέρος προς την μεμβράνην παράγουσι τον βόμβον, ως είπομεν, όπως τα παιδία διά των τρυπημένων καλάμων, όταν επιθέσωσι λεπτήν μεμβράνην. Διά του τρόπου τούτου τραγωδούσι και οι τέττιγες, όσοι τραγωδούσι, διότι έχουσι περισσοτέραν θερμότητα παρά τους άλλους και είναι διηρημένον το υπό το διάφραγμα μέρος. Αλλ' οι μη ωδικοί δεν έχουσι το σχίσμα τούτο. 6. Και εκ των ζώων δε, τα οποία έχουσιν αίμα και πνεύμονα ολιγόαιμον και σπογγώδη, μερικά δύνανται πολύν χρόνον να ζώσι χωρίς να αναπνέωσι, διότι ο πνεύμων αυτων δύναται να λάβη μεγάλην διαστολήν και έχει ολίγην ποσότητα αίματος και υγρού. Και ούτως η ιδία αυτού κίνησις αρκεί να ψύξη το ζώον επί πολύν χρόνον. Επί τέλους όμως δεν δύναται να εξακολουθήση τούτο, αλλ' αποπνίγονται εάν δεν αναπνέωσιν, ως είπομεν πρότερον. 7. Ο μαρασμός, όστις συνίσταται εις καταστροφήν δι' έλλειψιν ψύχους, καλείται πνίξις, και τα ούτως αποθνήσκοντα ζώα, λέγομεν ότι πνίγονται. 8. Ότι δε τα έντομα δεν αναπνέουσιν είπομεν και πρότερον, αλλ' ευκόλως αποδεικνύεται από τα μικρά ζώα, οποία είναι αι μυίαι και αι μέλισσαι, διότι ταύτα δύνανται πολύν χρόνον να κολυμβώσιν εις το υγρόν, εάν τούτο δεν είναι λίαν ψυχρόν ή λίαν θερμόν. 9. Όμως τα ζώα, τα οποία έχουσι μικράν δύναμιν, ζητούσι να αναπνέωσι συχνότερον· αλλ' αποθνήσκουσι ταύτα και, ως λέγεται, πνίγονται, όταν γίνηται πλήρες το στήθος αυτών και αφανίζεται το υγρόν, το οποίον είναι εις το υπόζωμα αυτών. Διά τούτο, και όταν μείνωσι πολύν χρόνον εις την τέφραν, εγείρονται πάλιν.
10. Και εκ των ζώων δε, τα οποία ζώσιν εις το υγρόν, πάντα όσα δεν έχουσιν αίμα, ζώσιν εις τον αέρα περισσότερον χρόνον παρά τα έχοντα αίμα και δεχόμενα το θαλάσσιον υγρόν, ως οι ιχθύς. Τω όντι, επειδή έχουσιν ολίγην θερμότητα, ο αήρ είναι ικανός να ψύχη αυτά επί πολύν χρόνον, και τοιαύτα είναι τα μαλακόστρακα και οι πολύποδες. Αλλ' όμως ο αήρ επί τέλους δεν αρκεί ίνα ζήσωσι ταύτα διαρκώς, διότι έχουσιν ολίγην θερμότητα. 11. Διότι και πολλοί των ιχθύων ζώσιν εν τη ξηρά, αλλά μένουσιν ακίνητοι, και ανευρίσκονται όταν εξορύττωνται. 12. Όσα δε ζώα δεν έχουσι πνεύμονα, ή έχουσι πνεύμονα εστερημένον αίματος, έχουσιν ανάγκην ολίγιστα συχνής καταψύξεως.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι'.
Τρόποι ψύξεως ζώων εχόντων πνεύμονας και αίμα. Ζωοτόκα και ωοτόκα. Πνεύμονες και βράγχια.
1. Είπομεν περί των ζώων, τα οποία δεν έχουσιν αίμα, ότι άλλα μεν ο αήρ ο περιέχων αυτά, άλλα δε το υγρόν βοηθεί, ίνα συντηρώσι την ζωήν των. 2. Εκ των εχόντων δε αίμα και καρδίαν, όσα αυτών έχουσι πνεύμονα, πάντα δέχονται τον αέρα και ψύχονται διά της αναπνοής και εκπνοής. 3. Πνεύμονα δε έχουσιν εκείνα, τα οποία ζωοτοκούσιν εντός εαυτών και ουχί εκτός, (όπως τα σελαχώδη, τα οποία γεννώσι μικρά ζώα, αλλ' ουχί εντός εαυτών) και εξ εκείνων τα οποία γεννώσιν ωά τα έχοντα πτέρυγας, λ. χ. τα πτηνά, και τα έχοντα φολίδας, λ. χ. αι χελώναι, αι σαύραι και οι όφεις. Των ζωοτόκων ο πνεύμων έχει αίμα, των ωοτόκων δε των πλείστων είναι σπογγώδης· διό ταύτα αραιότερον αναπνέουσιν, ως είπομεν και πρότερον. 4. Αναπνέουσι δε πάντα, και προσέτι όσα μένουσι και ζώσιν εις το ύδωρ. ως τα υδρόφειδα, οι βάτραχοι, οι κροκόδειλοι. και αι μύδαι και αι χελώναι, αι θαλάσσιαι και αι χερσαίαι, και αι φώκαι. Διότι πάντα ταύτα τα ζώα και τα της αυτής τάξεως γεννώσιν εις την ξηράν και κοιμώνται ή εις την ξηράν ή εις το υγρόν ανέχοντα έξω το στόμα, ίνα αναπνέωσιν. 5. Όσα όμως έχουσι βράγχια, πάντα ψύχονται δεχόμενα το ύδωρ. Βράγχια δε έχουσι το γένος των ιχθύων, οίτινες καλούνται σαλάχια, και άλλα ζώα, τα οποία δεν έχουσι πόδας. Πάντες δε οι ιχθύς είναι άποδες, διότι, και όταν έχωσι πόδας, έχουσι τούτους ομοίους με πτέρυγας. Εκ δε των εχόντων πόδας εν μόνον εκ των γνωστών έχει βράγχιον, ο λεγόμενος κορδύλος.
6. Ουδέν όμως ζώον εφάνη ποτέ έχον πνεύμονα ομού και βράγχια. Αίτιον δε τούτου είναι ότι ο μεν πνεύμων προορισμόν έχει την κατάψυξιν την γινομένην υπό του αναπνεομένου αέρος· φαίνεται δ' ότι ο πνεύμων έλαβε και το όνομα, διότι δέχεται το πνεύμα (πνοήν). Τα δε βράγχια είναι προωρισμένα προς την κατάψυξιν την εκ του ύδατος προερχομένην. Αλλά εν όργανον είναι χρήσιμον προς ένα σκοπόν, και μία κατάψυξις αρκεί εις έκαστον ζώον. Ώστε, επειδή βλέπομεν ότι η φύσις ουδέν ποιεί μάτην, και (αν δύο όργανα καταψύξεως ήσαν), το εν εξ αυτών θα ήτο περιττόν, διά τούτο άλλα μεν ζώα έχουσι βράγχια, άλλα δε πνεύμονα, και τα δύο όμως ουδέν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'.
Αναφοραί αναπνοής και θρέψεως. Στόματος και βραγχίων χρησιμότης.
1. Επειδή δε, ίνα ζη έκαστον ζώον, έχει χρείαν τροφής, ίνα δε συντηρήται έχει χρείαν καταψύξεως, η φύσις χρησιμοποιεί το αυτό όργανον προς τας δύο ταύτας λειτουργίας, όπως είς τινα ζώα χρησιμοποιεί την γλώσσαν προς τους χυμούς και προς την διάλεκτον. Ούτω και εις τα έχοντα πνεύμονα μεταχειρίζεται η φύσις το στόμα δια την κατεργασίαν της τροφής και διά την εκπνοήν και την αναπνοήν. 2. Είς δε τα ζώα, τα οποία δεv έχουσι πνεύμονα και δεν αναπνέουσι, το μεν στόμα χρησιμοποιεί εις την επεξεργασίαν της τροφής, προς δε την κατάψυξιν υπάρχουσι τα βράγχια εις όσα έχουσι χρείαν καταψύξεως. 3. Πως δε η λειτουργία των ρηθέντων οργάνων ενεργεί την κατάψυξιν, θα είπωμεν ύστερον. 4. Ίνα δε μη εμποδίζηται η τροφή, όμοιον τι συμβαίνει και εις τα ζώα, τα οποία αναπνέουσι και εις εκείνα, τα οποία δέχονται το υγρόν. Τω όντι, δεν καταταπίνουσι την, τροφήν καθ' όν χρόνον αναπνέουσιν, άλλως θα συμβαίνη να πνίγωνται, διότι η τροφή, είτε ξηρά είτε υγρά, θα εισέρχηται εις τον πνεύμονα διά της αρτηρίας. 5. Διότι η αρτηρία κείται έμπροσθεν του οισοφάγου, δια του οποίου η τροφή εισέρχεται εις τον καλούμενον στόμαχον. Εις τα τετράποδα μεν τα έχοντα αίμα η αρτηρία έχει ως πώμα την επιγλωττίδα. Τα πτηνά όμως και τα τετράποδα, τα οποία γεννώσιν ωά, δεv έχουσιν επιγλωττίδα, αλλά διά της συστολής (του λάρυγγος) κάμνουσι την αυτήν ενέργειαν. 6. Διότι, όταν καταπίνωσι την τροφήν, τα ωοτόκα μεν συστέλλουσι την τραχειαν, ενώ τα ζωοτόκα κλείουσι την επιγλωττίδα. Όταν δε η τροφή εισέλθη, τα μεν ωοτόκα εκτείνουσι την τραχείαν, τα δε ζωοτόκα ανοίγουσι την επιγλωττίδα, και τότε δέχονται το πνεύμα το αναγκαιούν εις την κατάψυξιν. 7 Όσα δε έχουσι βράγχια απορρίπτουσι διά τούτων το υγρόν, και διά του στομάχου δέχονται την τροφήν διότι αρτηρίαν δεν έχουσιν, ώστε, αν εις ταύτην παρενίπιπτε το υγρόν, ουδόλως θα εβλάπτοντο, αλλά μόνον αν το ύδωρ εισήρχετο εις τον στόμαχον αυτών. Διά τούτο ταχέως απορρίπτουσι το υγρόν και καταπίνουσι την τροφήν, και έχουσιν οξείς τους οδόντας, και σχεδόν πάντα έχουσιν αυτούς πριονοειδως, διότι δεv δύνανται να λειοτριβώσι (μασσώσι) την τροφήν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'.
Αναπνοή των κητωδών, των εχόντων αυλόν, των καράβων, καρκίνων. μαλακίων, πολυπόδων.
1. Δύναταί τις να απορήση ως προς τα κητώδη εκ των ζωών, τα οποία ζώσιν εις το ύδωρ, αλλά και ταύτα συμφωνούσι προς την θεωρίαν ημών, ως οι δελφίνες και αι φάλαιναι και άλλα, όσα έχουσι τον λεγόμενον αυλόν. Ταύτα μεν δεν έχουσι πόδας, αλλά καίτοι έχουσι πνεύμονα, δέχονται το ύδωρ της θαλάσσης. 2. Αίτιον δε τούτου είναι εκείνο το οποίον είπομεν. Τω όντι, ταύτα δεν δέχονται το υγρόν χάριν καταψύξεως, διότι αύτη γίνεται, όταν αναπνέωσιν, επειδή έχουσι πνεύμονα. Διά τούτο και κοιμώνται έχοντα το στόμα υπεράνω του ύδατος, οι δέλφινες μάλιστα ρέγχουσι. Προσέτι δε, όταν συλληφθώσι με τα δίκτυα, ταχέως πνίγονται, διότι δεν αναπνέουσι. Και φαίνονται τα τοιαύτα ότι μένουσιν επάνω εις την θάλασσαν, ίνα αναπνέωσιν. 3. Αλλ' επειδή πρέπει αναγκαίως να λαμβάνωσι την τροφήν των εκ του ύδατος, αναγκαίως απορρίπτουσι το υγρόν άμα το ροφήσωσι. Και διά τούτο πάντα έχουσι τον αυλόν διότι, όταν ροφήσωσι το υγρόν, τότε, ως οι ιχθύς διά των βραγχίων, ταύτα διά του αυλού απορρίπτουσι το ροφηθέν ύδωρ. Απόδειξις δε τούτου είναι και η θέσις του αυλού, διότι δεv άγει εις κανέν από τα μέρη τα οποία έχουσιν αίμα, αλλά κείται έμπροσθεν του εγκεφάλου και εκείθεν ρίπτει το ύδωρ. 4. Διά την αυτήν δε ταύτην αιτίαν και τα μαλάκια και τα μαλακόστρακα ροφώσι το ύδωρ, θέλω να είπω π. χ. τους καλουμένους καράβους και τους καρκίνους. Διότι ουδέν εκ τούτων των ζώων έχει ανάγκην καταψύξεως· διότι έκαστον έχει ολίγην θερμότητα και δεν έχει αίμα· ώστε αρκετά ψύχονται υπό του υγρού του περιέχοντος αυτά. Άλλα χάριν της τροφής (είναι ούτως οργανωμένα) ώστε, όταν δέχωνται την τροφήν, να μη εισρέη μετ' αυτής το υγρόν. Τα μεν λοιπόν μαλακόστρακα, ως οι κρκίνοι και οι κάραβοι, απορρίπτουσι το ύδωρ διά των κατά το τριχωτόν επικάλυμμα αυτών πτυχών. 5. Αλλ' αι σηπίαι και οι πολύποδες το ρίπτουσι δια του κοιλώματος, όπερ είναι υπεράνω της λεγομένης κεφαλής των.
6. Περί τούτων εγράψαμεν μετά μείζονος ακριβείας εις τας περί “ζώων ιστορίας”. Ενταύθα δε εξηγήσαμεν ότι τα ζώα, των οποίων η φύσις είναι να ζώσιν εν τω ύδατι, δέχονται το ύδωρ εν εαυτοίς, διότι έχουσιν ανάγκην της καταψύξεως και διότι πρέπει να λαμβάνωσι την τροφήν των εκ του υγρού (εν ω ζώσιν).
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ'.
Τελειότερα ζώα είναι τα έχοντα τελειοτέραν την αναπνοήν.—Πλεονεκτήματα ανθρώπου.
1. Περί δε της καταψύξεως, με ποίον τρόπον γίνεται εις τα ζώα, τα οποία αναπνέουσι, και εις τα έχοντα βράγχια, δέον να είπωμεν μετά ταύτα. 2. Είπομεν πρότερον, ότι αναπνέουσιν όσα ζώα έχουσι πνεύμονα. Διατί δε ζώα τινα έχουσι το όργανον τούτο, και διατί έχοντα αυτό έχουσι χρείαν αναπνοής; Το αίτιον δι' ό έχουσι πνεύμονα είναι ότι τα τελειότερα των ζώων έχουσι θερμότητα μείζονα των άλλων ταύτα δε κατ' ανάγκην έχουσι και ψυχήν τελειοτέραν. Λιοτι η φύσις τούτων είναι ανωτέρα της των φυτών. Διά τούτο και όσα έχουσι τον πνεύμονα πλήρη αίματος και θερμότατον έχουσι και μεγαλυτέρας σωματικάς διαστάσεις, και ο άνθρωπος όστις έχει το αφθονώτατον και καθαρώτατον αίμα παρά πάντα τα ζώα, είναι εξ όλων το ορθότατον και το μόνον, όπερ έχει το άνω του σώματος του προς τα άνω του σύμπαντος, διότι έχει τοιουτοτρόπως πεπλασμένον το όργανον τούτο (πνεύμονα). 4. Ώστε πρέπει να δεχθώμεν, ότι ο πνεύμων είναι εις τον άνθρωπον και τα άλλα ζώα αίτιον της υπάρξεως, όπως και οιονδήποτε άλλο εκ των μελών. Ένεκα τούτων λοιπόν έχουσι πνεύμονα. 5. Πρέπει δε να νομίζωμεν, ότι η υλική αιτία και η της κινήσεως συνέστησαν ταύτα τα ζώα τοιουτοτρόπως, όπως και πολλά μη όντα τοιαύτα· διότι άλλα μεν αποτελούνται περισσότερον εκ γης, ως τα φυτά, άλλα δε περισσότερον εξ ύδατος, ως τα ένυδρα ζώα, εκ των πτηνών δε και χερσαίων τα μεν έγειναν εξ αέρος, τα δε εκ πυρός. Έκαστον δε αυτών έχει την θέσιν του εις τας καταλλήλους δι' αυτά χώρας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ'.
Αναίρεσις δόξης Εμπεδοκλέους ότι θερμότατα είναι τα ένυδρα.— Αναφοραί τόπων και οργανισμών.
1. Ο Εμπεδοκλής όμως δεν είπεν ορθά, ισχυρισθείς ότι τα ένυδρα είναι τα θερμότατα και τα έχοντα πυρ πολύ περισσότερον των άλλων ζώων, αποφεύγουσι δε την υπερβολικήν θερμότητα την εν τη φύσει υπάρχουσαν, όπως, επειδή έχουσιν έλλειψιν του υγρού και του ψυχρού δια μέσου στοιχείου, προς το οποίον έχουσιν εναντίας ιδιότηταις, εύρωσι σωτηρίαν. Διότι το υγρόν είναι ολιγώτερον θερμόν παρά τον αέρα. 2. Αλλ' όμως είναι όλως ακατανόητον πώς έκαστον των ζώων τούτων, όπερ εγεννήθη επί της ξηράς, ηδυνήθη να μεταβάλη τόπον διαμονής και να υπάγη εις το ύδωρ· διότι σχεδόν τα πλείστα αυτών δεν έχουσι πόδας. Ο Εμπεδοκλής δε εξηγών την απ' αρχής σύστασιν αυτών, λέγει ότι εγεννήθησαν μεν εις την ξηράν, αλλά φεύγοντα ήλθον εις το υγρόν. 3. Προσέτι δε δεv φαίνονται τα ένυδρα θερμότερα των χερσαίων, διότι άλλα μεν δεν έχουσιν ουδόλως αίμα, άλλα δε έχουσι πολύ ολίγον. 4. Αλλά ποία όντα πρέπει να λέγωμεν θερμά και ποία ψυχρά ; περί τούτου δέον να πραγματευθώμεν ιδία. Η αιτία δε, την οποίαν αναφέρει ο Εμπεδοκλής, εν μέρει περιέχει την ζητουμένην εξήγησιν, αλλ' όμως εκείνο, όπερ λέγει, δεν είναι όλον αληθές. 5. Διότι οι τόποι και αι εποχαί, αι οποίαι έχουσι καθ' υπερβολήν τας ιδιότητας τας εναντίας (προς τα ζώα), συντηρούσι μεν ταύτα. Αλλ' η φύσις (παντός όντος) συντηρείται προ πάντων εις τους τόπους, οίτινες είναι οικείοι προς αυτό. Διότι η ύλη, εξ ης αποτελείται έκαστον είδος ζωών, δεv πρέπει να συγχέηται προς τας διαφόρους ιδιότητας και διαθέσεις αυτής. Εννοώ π. χ. ότι εάν η φύσις ήθελε πλάσει ον τι εκ κηρού ή πάγου, δεν θα το συνετήρει θέτουσα αυτό εις θερμόν περιέχον, διότι θα κατεστρέφετο ταχέως υπό του εναντίου του, επειδή η θερμότης διαλύει παν ό,τι επλάσθη εκ του εναντίου αυτής. Και αν ήθελε συστήσει τι από άλας ή νίτρον, δεν θα το έθετε βεβαίως εις το ύδωρ, διότι το υγρόν φθείρει τα αποτελεσθέντα εξ υγρού και ψυχρού. 6. Εάν λοιπόν το ξηρόν και το υγρόν είναι η ύλη πάντων των σωμάτων εύλογον να υποθέσωμεν ότι τα συσταθέντα από υγρόν και ψυχρόν θα είναι εις υγρόν περιέχον, και τα εκ ξηρού (στερεού) ποιηθέντα θα είναι εις το ξηρόν (στερεόν). 7. Διά τούτο τα δένδρα δεν φύονται εις το ύδωρ, αλλ' εις την ξηράν. Και όμως, κατά την εξήγησιν του Εμπεδοκλέους, έπρεπε να έρχωνται εις το ύδωρ, διότι είναι λίαν ξηρά, ή, καθώς λέγει, είναι “λίαν πυρώδη”. Διότι θα ήρχοντο εις αυτό τα δένδρα, ουχί διότι είναι ψυχρόν, αλλά διότι είναι υγρόν.
8. Αι φυσικαί συστάσεις λοιπόν της όλης εις οιονδήπητε τόπον υπάρχουσιν, είναι τοιαύται οίος είναι ο τόπος· αι μεν υπάρχουσαι εις το ύδωρ είναι υγραί, αι δε εις ξηράν γην ξηραί, και αι εν τω αέρι είναι θερμαί. Αι αποκτηθείσαι ιδιότητες όμως συντηρούνται περισσότερον, αι μεν έχουσαι υπερβολικήν θερμότητα εις το ψυχρόν, αι δε έχουσαι υπερβολικήν ψυχρότητα εις το θερμόν. Διότι ο τόπος επαναφέρει εις την προσήκουσαν ισορροπίαν την υπερβολήν της ιδιότητος. Ταύτην λοιπόν την ισορροπίαν τα ζώντα πρέπει να ζητώσιν εις τους τόπους τους οικείους εις εκάστην ύλης οργάνωσιν και κατά τας μεταβολάς του συνήθους κλίματος. Διότι αι ιδιότητες της ύλης δύνανται να είναι εις αντίθεσιν προς τον τόπον της διαμονής, αλλά τούτο είναι αδύνατον κατά την αρχικήν σύστασιν της ύλης.
9. Ότι λοιπόν ουχί εξ αιτίας της φυσικής θερμότητος άλλα μεν ζώα είναι ένυδρα άλλα δε πεζά, ως λέγει ο Εμπεδοκλής, αρκούσι να αποδείξωσι τα ειρημένα, και προσέτι να εξηγήσωσι διατί άλλα μεν έχουσι πνεύμονα, αλλά δε δεν έχουσιν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ'.
Σύστασις και λειτουργία του πνεύμονος εις τα ανώτερα ζώα.
1. Διατί δε τα ζώα τα έχοντα πνεύμονα δέχονται τον αέρα και αναπνέουσι, και μάλιστα όσα εξ αυτών έχουσι τον πνεύμονα πλήρη αίματος; 2. Αίτιον τούτου είναι ότι ο πνεύμων είναι σπογγώδης και πλήρης σωλήνων. Το μέρος τούτο έχει το περισσότερον αίμα εξ όλων των ονομαζομένων σπλάγχνων. 3. Όσα δε έχουσιν αίμα εις τον πνεύμονα, έχουσι χρείαν ταχείας καταψύξεως, διότι η ζωική θερμότης είναι λίαν ευκίνητος και διότι η ψύξις πρέπει να εισέρχηται εις όλον το εσωτερικόν του ζώου ένεκα της αφθονίας του αίματος και της θερμότητος. Και τα δύο δε ταύτα ο αήρ δύναται ευκόλως να εκτελή, διότι είναι φύσει λεπτός και εισδύων εις όλον το ζώον ταχέως ψύχει αυτό, ενώ το ύδωρ (θα εξετέλει) το εναντίον. Και ότι ιδία αναπνέουσιν εκείνα τα ζώα, όσων ο πνεύμων έχει αίμα, είναι φανερόν εκ τούτου, ότι δηλ. το θερμότερον έχει χρείαν περισσοτέρας ψύξεως, και συνάμα ο αήρ, ενώ πληροί τους πνεύμονας, ευκόλως φθάνει μέχρι της αρχικής πηγής της ζωικής θερμότητας, ήτις είναι εv τη καρδία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΣT'.
Αναφοραί της καρδίας πρός τον πνεύμονα και τα βράγγια. Θέσις της καρδίας και σύστασις. Θάνατος η παύσις της κινήσεως του πνεύμονος και των βραγχίων.
1. Τον τρόπον, καθ' ον η καρδία συγκοινωνεί με τον πνεύμονα, πρέπει να ίδωμεν και εις τα ανατεμνόμενα ζώα και εις τα συγγράμματα περί “Ζώων Ιστορίας”. 2. Γενικώς η φύσις των ζώων έχει χρείαν καταψύξεως ένεκα της ζωικής θερμότητος, ήτις είναι εις την καρδίαν. Την κατάψυξιν δε ταύτην ενεργούσι διά της αναπνοής όσα εκ των ζώων έχουσιν ου μόνον καρδίαν, αλλά και πνεύμονα. Όσα δε έχουσι καρδίαν, ουχί δε πνεύμονα, καθώς οι ιχθύς, επειδή η φύσις αυτών είναι να ζώσιν εις το ύδωρ, ενεργούσι την κατάψυξίν των εις το ύδωρ δια των βραγχίων. 3. Ποίαι δε είναι αι σχετικαί θέσεις της καρδίας και των βραγχίων πρέπει να ίδωμεν διά της όψεως εις τας ανατομάς, και εις τας ιστορίας των ζώων, καθ' όσον αφορά τας λεπτομερείας. Αλλ' ίνα και τώρα συγκεφαλαιώσωμεν, τα πράγματα έχουσιν ως εξής: Φαίνεται ίσως ότι η καρδία δεν έχει την αυτήν θέσιν εις τα χερσαία ζώα όπως και εις τους ιχθύς, αλλ' όμως είναι εις την αυτήν θέσιν· διότι η καρδία έχει την κορυφήν αυτής προς το μέρος, όπου τα ζώα κλίνουσι τας κεφάλας αυτών. Αλλ' επειδή αι κεφαλαί δεν κλίνουσι κατά την αυτήν διεύθυνσιν εις τα χερσαία και εις τους ιχθύς, η καρδία τούτων έχει τήν κορυφήν εστραμμένην προς το στόμα. 4. Διευθύνεται δε από του άκρου της καρδίας αυλός φλεβονευρώδης εις το μέσον αυτής, όπου όλα τα βράγχια συνενούνται μεταξύ των. Είναι δε μέγιστος ο αυλός ούτος. Και από το εν και από το άλλο μέρος της καρδίας άλλοι σωλήνες διευθύνονται εις το άκρον εκάστου των βραγχίων, διά των οποίων γίνεται η κατάψυξις της καρδίας, διότι το ύδωρ πάντοτε διοχετεύεται διά των βραγχίων. 5. Ομοίως δε και εις τα ζώα, τα οποία αναπνέουσιν, ο θώραξ κινείται πολλάκις άνω και κάτω, όταν ταύτα δέχωνται και εξάγωσι τον αέρα, τον οποίον αναπνέουσι, όπως συμβαίνει εις τα βράγχια των ιχθύων. Και όσα μεν ζώα αναπνέουσιν εις ολίγον αέρα και τον αυτόν (μη ανανεούμενον) αποπνίγονται, διότι και ο αήρ και το ζώον γίνονται ταχέως θερμά, επειδή η επαφή του αίματος θερμαίνει και τα δύο. Όταν όμως το αίμα είναι θερμόν, εμποδίζει την κατάψυξιν. Και όταν τα ζώα, τα οποία αναπνέουσι, δεν δύνανται να θέτωσιν εις κίνησιν τον πνεύμονα αυτών, τα δε ένυδρα τα βράγχια αυτών ή δια πάθημα τι ή διά γήρας, τότε αναγκαίως αποθνήσκουσιν,
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΖ'.
Περί Ζωής και Θανάτου. Ο θάνατος είναι, βίαιος ή φυσικός. Ο φυσικός είναι αποτέλεσμα ελλείψεως θερμότητος εν τη καρδία. Θάνατος εκ γήρατος. Νοσήματα πνεύμονας.
1. Εις πάντα λοιπόν τα ζώα είναι κοινά η γέννησις και ο θάνατος, οι τρόποι δε αυτών διαφέρουσι κατ' είδος. 2. Ο θάνατος δεν είναι άνευ διαφορών, έχει όμως πάντοτε κοινόν τι. Ο θάνατος είναι άλλοτε μεν βίαιος, άλλοτε δε φυσικός. Βίαιος είναι όταν η αιτία αυτού είναι έξωθεν, φυσικός δε όταν η αιτία είναι εν αυτώ τω ατόμω. Και η σύστασις του πνεύμονος 55 είναι τοιαύτη εξ αρχής και δεν είναι ιδιότης τις επίκτητος. 3. Εις τα φυτά η πορεία αυτή λέγεται αποξήρανσις, εις δε τα ζώα γήρας. Ο θάνατος δε και η καταστροφή είναι όμοια εις πάντα τα μη ατελή (κατά την ανάπτυξιν) ζώα. Και εις τα ατελή είναι παρόμοια, αλλ' ο τρόπος είναι διάφορος. Ατελή δε λέγω τα ωά, π. χ. και τα σπέρματα των φυτών, όταν δεv έχωσιν ακόμη ρίζας. 4. Εις πάντα λοιπόν η καταστροφή γίνεται δι' έλλειψιν θερμότητος, εις δε τα τέλεια (κατά την ανάπτυξιν) γίνεται εις το μέρος, εις το οποίον υπάρχει η ζωική αρχή. Είναι δε αύτη, ως είπομεν πρότερον, το μέρος, εις το οποίον συνενούνται το άνω και το κάτω μέρος του ζώου, και εις μεν τα φυτά είναι το μέσον μεταξύ στελέχους και ρίζης, εις δε τα άναιμα το μέρος το ανάλογον με την καρδίαν. 5. Τίνα δε εκ τούτων έχουσιν εν δυνάμει πολλά ζωικά κέντρα, oυχί όμως και εν ενεργεία. Διά τούτο και τινα εκ των εντόμων ζώσι και αφού διαιρεθώσι, και όσα εκ των εναίμων δεν είναι πολύ καλώς οργανωμένα, ζώσι πολύν χρόνον, όταν αφαιρεθή η καρδία αυτών, ως αι χελώναι, αίτινες και κινούνται με τους πόδας, ενώ ακόμη έχουσι τα χελώνια (καύκαλον), διότι η φύσις αυτών δέν είναι ωργανωμένη καλώς, ομοιάζουσι δε με τα έντομα.
6. Η αρχή δε της ζωής εκλείπει εις τα έχοντα αυτήν, όταν η θερμότης η μετ' αυτής συνδεδεμένη δεν ελαττούται εκ καταψύξεως. Διότι, καθώς είπομεν πρότερον, η θερμότης καταναλίσκει αυτή εαυτήν. Όταν λοιπόν ο πνεύμων εις τα μεν, και τα βράγχια εις τα αλλά, σκληρύνονται και συν τω χρόνω ξηραίνωνται, εις ταύτα μεν τα βράγχια και εις εκείνα ο πνεύμων, και γίνωνται γεώδη, τα ζώα δεν δύνανται πλέον να κινώσι τα όργανα ταύτα, ούτε να τα διαστέλλωσι και να τα συστέλλωσι, επί τέλους δε επιτεινομένης της καταστάσεως ταύτης οξύνεται το πυρ (της ζωής). 7. Διά τούτο, όταν εις το γήρας μικρά νοσήματα συμβώσιν, ο θάνατος επέρχεται ταχέως. Τω όντι η θερμότης τότε είναι ολίγη, διότι το περισσότερον μέρος αυτής κατηναλώθη κατά τήν διάρκειαν της ζωής, και επομένως οιαδήποτε επέλθη επίτασις της λειτουργίας του πνεύμονος, ταχέως αποσβύνεται το πυρ. Αποσβύνεται δε διά παραμικράν κίνησιν μη ον πλέον ή αμυδρά και μικρά φλοξ εις το ζώον. 8. Δια τούτο και ό κατά το γήρας θάνατος είναι άλυπος και οι γέροντες αποθνήσκουσι χωρίς να συμβή εις αυτούς κανέν βίαιον πάθημα, αλλ' η ψυχή αποχωρίζεται, χωρίς να το αισθανθώσι παντελώς.
9. Και όσα νοσήματα ποιούσι σκληρόν τον πνεύμονα ή διά φυμάτων ή δι' εκκρίσεων ή δι' υπερβολικής νοσηράς θερμότητος, ως είναι εις τους πυρετούς, επιταχύνουσι την αναπνοήν, διότι ο πνεύμων δεν δύναται πολύ ευρέως να διαστέλλεται υψούμενος και να συστέλληται· και τέλος, όταν δεν δύνανται πλέον να κάμνωσι την κίνησιν ταύτην 60, τελευτωύσιν οι άνθρωποι αποπνέοντες την τελευταίαν πνοήν αυτών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΗ'.
Ορισμός γεννήσεως, νεότητος, γήρατος, ζωής και θανάτου, πάντων αναφερομένων εις τήν φυσικήv θερμότητα, καθ' όσον άρχεται, ακμάζει ή σβύνεται.
1. Γέννησις είναι λοιπόν η πρώτη συμπλοκή της θρεπτικής ψυχής με την θερμότητα. Ζωή είναι η εμμονή της συνενώσεως ταύτης· νεότης δε είναι η ανάπτυξις του πρώτου οργάνου, όπερ καταψύχει (το ζώον), γήρας δε είναι η καταστροφή αυτού, ακμή δε είναι το μέσον μεταξύ νεότητος και γήρατος. 2. Θάνατος δε και καταστροφή βίαιος είναι η απόσβεσις και ο μαρασμός της ζωικής θερμότητος (ήτις φθείρεται και διά τας δύο αιτίας ταύτας)· η δε φυσική μάρανσις του αυτού τούτου θερμού παράγεται διά τον πολύν χρόνον, και είναι κανονικόν τέλος ζωής, καλείται δε ως προς τα φυτά ξήρανσις, ως προς δε τα ζώα θάνατος. 3. Και ο μεν κατά το γήρας θάνατος είναι ο μαρασμός του οργάνου, διότι διά το γήρας γίνεται αδύνατον να καταψύχη το ζώον. 4. Είπομεν λοιπόν τί είναι η γέννησις, η ζωή και ο θάνατος, και δια ποίας αιτίας υπάρχουσιν εις τα ζώα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΘ'.
Ανακεφαλαίωσις των ειρημένων περί πνεύμονος και βραγχίων.
1. Εκ των ειρημένων γίνεται φανερόν διά ποίαν αιτίαν συμβαίνει να πνίγωνται εις το υγρόν όσα ζώα αναπνέουσι και εις τον αέρα οι ιχθύς. Εις τους ιχθύς δηλ. η κατάψυξις γίνεται διά του ύδατος, εις τα άλλα δε διά του αέρος, και ταύτα δε και εκείνα στερούνται των στοιχείων τούτων, όταν μεταβάλλωσι τον τόπον της διαμονής των. 2. Θα είπωμεν εφεξής ποία είναι η αιτία της κινήσεως των βραγχίων εις τους ιχθύς και των πνευμόνων εις τα άλλα· καθ' όσον τα όργανα ταύτα διαστέλλονται και συστέλλονται, τα μεν εκπνέουσι και εισπνέουσι τον αέρα, τα δε δέχονται και απορρίπτουσι το υγρόν. Προσέτι θα εξηγήσωμεν την σύστασιν του οργάνου τούτου εν τοις επομένοις.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Κ'.
Τρείς εν τη καρδία κινήσεις: πήδησις, σφύξις, αναπνοή.
1. Τρία δε είναι όσα συμβαίνουσιν εις την καρδίαν, τα οποία φαίνονται μεν ότι έχουσι την αυτήν φύσιν, αλλ' όμως είναι διάφορα, ήτοι πήδησις (άτακτος κίνησις), σφυγμός και αναπνοή. 2. Η πήδησις είναι η συγκέντρωσις εν τη καρδία θερμότητος ένεκα καταψύξεως άλλων μερών, ήτις δύναται να είναι ή εκκριματική ή διαλυτική, ως εις την νόσον, ήτις λέγεται παλμός καρδίας, και εις άλλας νόσους και έτι εις τους φόβους. Διότι και οι φοβούμενοι καταψύχονται εις τα άνω μέρη, η δε θερμότης φεύγουσα και συγκεντρουμένη εις την καρδίαν προξενεί την πήδησιν, συμπιεζομένη εις μικρόν χώρον ούτως, ώστε ενίοτε τα ζώα αποσβύνονται και αποθνήσκουσι διά φόβον και πάθημα νοσηρόν. 3. Ο δε γινόμενος σφυγμός της καρδίας, τον οποίοv αύτη φαίνεται ότι ενεργεί πάντοτε συνεχώς, είναι όμοιος με την κίνησιv, την οποίαν προξενούσι τα οιδήματα μετά άλγους, διότι η μεταβολή αύτη του αίματος δεν είναι φυσική. Γίνεται δε η κίνησις έως ου το κακόν ωριμάση και γίνη πύον. 4. Τό πάθημα δε τούτο ομοιάζει με βρασμόν διότι ο βρασμός γίνεται όταν το υγρόν εξατμίζηται υπό τής θερμότητος. Τω όντι τούτο υψούται τότε, διότι αυξάνεται ο όγκος αυτού. Τέρμα δε της ατάκτου κινήσεως των οιδημάτων τίθεται, όταν το πύον δεν εξατμισθή και γένηται πυκνότερον το υγρόν, του δε βρασμού τέρμα είναι ξ πτώσις του υγρού έξω του περιέχοντος αυτό (αγγείου). 5. Εις δε την καρδίαν η δια της θερμότητος παραγομένη εξόγκωσις του υγρού, όπερ φέρει αδιαλείπτως η τροφή, προξενεί τον σφυγμόν, διότι η εξόγκωσις ανυψοί την εξωτερικήν μεμβράναν της καρδίας. Και η κίνησις αύτη πάντοτε γίνεται συνεχώς, διότι πάντοτε επιρρέει συνεχώς το υγρόν, εκ του οποίου γίνεται το αίμα.
6. Tο αίμα πρώτον εις την καρδίαν διαπλάσσεται, ως φαίνεται κατά τας αρχάς της γεννήσεως (ζώου), διότι, αν και δεν διακρίνονται ακόμη αι φλέβες, η καρδία όμως φαίνεται, ότι έχει αίμα. Και δια τούτο ο σφυγμός είναι ταχύτερος εις τους νέους παρά εις τους γέροντας, διότι η αναθυμίασις είναι μεγαλυτέρα εις τους νεοτέρους. 7. Και πάσαι αι φλέβες έχουσι σφυγμόν, και κτυπούσι συγχρόνως, διότι όλαι εξαρτώνται εκ της καρδίας. Η καρδία δε κινείται πάντοτε, άρα και αι φλέβες είναι πάντοτε εις κίνησιν, ήτις γίνεται συγχρόνως εις όλας, εφ' όσον η καρδία τας κινεί. 8. Πήδησις λοιπόν (παλμός) της καρδίας είναι η κίνησις αντιστάσεως κατά της συγκεντρώσεως του ψυχρού, σφυγμός δε είναι η εξάτμισις του υγρού, όταν θερμαίνηται.
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΑ'.
Πώς γίνεται η αναπνοή διά του πνεύμονος. Εισπνοή και εκπνοή διά της αλληλεπιδράασως του αέρος και της ζωικής θερμότητος. Βράγχια. — Περί υγιείας και νόσου.
1. Η αναπνοή γίνεται, όταν η θερμότης αυξάνηται εις το μέρος, εις το οποίον υπάρχει η θρεπτική αρχή. Διότι. καθώς και τα άλλα σωματικά στοιχεία, ούτω και η θερμότης αύτη έχει χρείαν τροφής, και αύτη περισσότερον των άλλων, διότι είναι πηγή της τροφής των άλλων. 2. Κατ' ανάγκην δε αύτη, όταν αυξάνηται, ανυψώνει το όργανον (εις το οποίον είναι). Δέον δε να φαντασθώμεν την σύστασιν του οργάνου τούτου ομοίαν με τα φυσερά των χαλκείων· διότι ούτε ο πνεύμων ούτε η καρδία απέχουσι πολύ από του να λαμβάνωσι τοιούτον σχήμα. Τα τοιαύτα όργανα είναι διπλά. Η θρεπτική δε αρχή πρέπει να είναι εν τω κέντρω της ζωτικής δυνάμεως. 3. Ο πνεύμων λοιπόν ανυψούται εξογκούμενος, όταν δε εξογκούται, κατ' ανάγκην διαστέλλεται και το μέρος το περιέχον τον πνεύμονα. Και τούτο φαίνονται, ότι κάμνουσιν οι αναπνέοντες, ανυψούσι δηλ. το στήθος, διότι η αρχή, ήτις υπάρχει εις το μέρος τούτο, κάμνει το αυτό. Τω όντι, όταν υψούται ο πνεύμων, αναγκαίως, όπως συμβαίνει εις τα φυσερά, εισέρχεται έξωθεν ο αήρ, όστις είναι ψυχρός και δια της ψύξεως, την οποίαν ενεργεί, ελαττώνει την υπερβολικήν θερμότητα έσω. 4. Καθώς δε, όταν η θερμότης αυξάνηται, ο πνεύμων ανυψούται, ούτω και όταν εκείνη ελαττούται, κατ' ανάγκην ούτος συστέλλεται· και όταν ούτος συστέλληται, εξ ανάγκης ο εισελθών αήρ πρέπει να εξέρχηται, και εισέρχεται μεν ψυχρός, εξέρχεται δε θερμός, διότι θίγεται υπό της θερμότητος, ήτις είναι εις το όργανον τούτο. Συμβαίνει δε τούτο προ πάντων εις τα ζώα, των οποίων ο πνεύμων είναι πλήρης αίματος. Διότι ό αήρ πίπτει εις τους πολυαρίθμους σωλήνας, οίτινες είναι εις τον πνεύμονα και ομοιάζουσι με αύλακας, εις έκαστον δε των σωλήνων παράκεινται φλέβες, ούτως ώστε ο πνεύμων ολόκληρος φαίνεται πλήρης αίματος.
5. Ονομάζεται δε η είσοδος του αέρος εις τον πνεύμονα εισπνοή, η δε έξοδος εκπνοή. Και η κίνησις αύτη γίνεται πάντοτε συνεχώς, εφ' όσον το ζώον ζη και κινεί συνεχώς το όργανον τούτο, και διά τούτο η ζωή συνίσταται εκ της εισπνοής και εκπνοής.
6. Κατά τον αυτόν δε τρόπον γίνεται και η κίνησις των βραγχίων εις τους ιχθύς. Όταν δηλαδή υψούται η θερμότης του αίματος χωρούντος διά των μερών τούτων, υψούνται και τα βράγχια και αφίνουσι το ύδωρ να διέλθη· όταν δε η θερμότης καταβή εις την καρδίαν διά των αγγείων και γίνηται η κατάψυξις, τα ζώα συστέλλουσι τα βράγχια και απορρίπτουσι το ύδωρ. Αλλ' η θερμότης, ήτις διαρκώς υψούται εν τη καρδία, διαρκώς δέχεται πάλιν το στοιχείον, όπερ καταψύχει αυτήν. 7. Διά τούτο και εις τα χερσαία το ζην και το μη ζην συνίσταται επί τέλους εις το αναπνέειν, και εις τους ιχθύς συνίσταται εις το δέχεσθαι το υγρόν.
8. Περί της ζωής λοιπόν και του θανάτου και περί όσων σχετίζονται με την μελέτην ταύτην είπομεν σχεδόν περί πάντων. 9. Περί δε της υγιείας και της νόσου όχι μόνον του ιατρού, αλλά και του φυσικού φιλοσόφου είναι έργον να εξετάση τας αιτίας αυτών. Δεν πρέπει να αγνοώμεν κατά τί διαφέρουσι και πώς εξετάζουσι αντικείμενον τι εκ διαφόρου επόψεως αι δύο αυταί τάξεις ανθρώπων· ότι δε αύται είναι μελέται συνορεύουσαι μέχρι τινός μαρτυρεί το γεγονός τούτο: Όσοι των ιατρών είναι ικανοί και εργατικοί ασχολούνται περί της φύσεως, και θεωρούσι πρέπον εξ αυτής να λαμβάνωαι τας αρχάς των, και αφ' ετέρου οι ικανότατοι εκ των περί φύσεως πραγματευθέντων φιλοσόφων καταλήγουσι πάντοτε σχεδόν εις συζήτησιν περί των αρχών της ιατρικής. _________________ "Εάν δεν αφαιρέσεις από την αστική ηγεσία την υπεράσπιση του εθνισμού και την περάσεις στα χέρια της Αριστεράς, είσαι τελείως χαμένος σε οποιοδήποτε επαναστατικό σου παιχνίδι." Μιχάλης "Πάμπλο" Ράπτης.
|
|
Επιστροφή στην κορυφή |
|
|
ΓΙΑΝΝΗΣΜ
Ένταξη: 03 Ιούλ 2006 Δημοσιεύσεις: 463
|
Δημοσιεύθηκε: Δευ Σεπ 03, 2007 11:30 am Θέμα δημοσίευσης: |
|
|
|
Λίγα βιογραφικά στοιχεία εισαγωγικά.
Γοργίας
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το παρόν άρθρο αφορά στον σοφιστή Γοργία τον Λεοντίνο.
Ο Γοργίας ο Λεοντίνος, σημαντικός εκπρόσωπος της ρητορικής τέχνης και σύγχρονος του Πρωταγόρα και του Σωκράτη, έζησε ανάμεσα στο 485 - 380 Π.Χ. περίπου. Γεννήθηκε στους Λεοντίνους και επηρεάστηκε σημαντικά από τη σκέψη της Ελεατικής σχολής και ιδιαίτερα τη σκέψη του Εμπεδοκλή, με τον οποίο φέρεται ότι είχε σχέσεις. Ο Γοργίας έδειξε επίσης μια στενή συγγένεια με τον ελεατικό στοχασμό και ιδιαίτερα με τη σκέψη του Παρμενίδη και του Ζήνωνα, αν και από το αντιθετικό του ύφος δείχνει επίσης συγγένεια με το αντιθετικό ύφος των ηρακλείτειων κειμένων. Περιπλανώμενος, όπως οι περισσότεροι των σοφιστών, ο Γοργίας εμφανίζεται στην Αθήνα στην περίοδο κορύφωσης της δόξας του, όπου ασκεί σημαντική επίδραση στη διαμόρφωση της αττικής πεζογραφίας και ποίησης. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έζησε στη Θεσσαλία, όπου και πέθανε σε βαθύ γήρας σε πλήρη πνευματική διαύγεια.
Γοργίου
Ἑλένης Ἐγκώμιον
Επιμέλεια-Μετάφραση: Π. Καλλιγάς
[από το βιβλίο Η Αρχαία Σοφιστική, Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, ΓΝΩΣΗ 1991]
(1) Ευκοσμία είναι για την πόλη οι γεροί άντρες, για το σώμα η ομορφιά, για την ψυχή η σοφία, για την πράξη η αρετή, για το λόγο η αλήθεια· τα αντίθετά τους ακοσμία. Τον άντρα και τη γυναίκα, το λόγο και την πράξη, την πόλη και το πράγμα που αξίζουν τον έπαινο πρέπει με επαίνους να τα τιμάμε, ενώ τα ανάξια να τα κατακρίνουμε· γιατί είναι εξ ίσου σφάλμα όσο και αμάθεια να κατακρίνει κανείς τα αξιέπαινα και να επαινεί τα αξιοκατάκριτα. (2) Ο ίδιος άνθρωπος λοιπόν είναι που πρέπει και να πει σωστά αυτό που πρέπει, και να αντικρούσει όσους κατακρίνουν την Ελένη, μιά γυναίκα για την οποία έχει υπάρξει ομόφωνη και ομόψυχη και η γνώμη όσων έχουν ακούσει τους ποιητές, αλλά και η φήμη του ονόματός της, το οποίο έχει καταστεί υπόμνηση συμφορών. Εγώ όμως θέλω, προσδίδοντας κάποια λογική στον λόγο μου, από τη μιά μεριά αυτήν να την απαλλάξω από το να δέχεται κατηγορίες άδικες, και από την άλλη να καταδείξω ότι αυτοί που την κατακρίνουν λένε ψέματα· και δείχνοντας την αλήθεια να σταματήσω την αμάθεια.
(3) Δεν είναι άγνωστο, ούτε καν σε λίγους, πως η γυναίκα την οποία αυτός ο λόγος αφορά είναι, ως προς τη φύση και την καταγωγή της, πρώτη από τους πρώτους, άντρες και γυναίκες. Είναι γνωστό ότι μητέρα της ήταν η Λήδα και πατέρας της, ο πραγματικός, ένας θεός, ενώ ο υποτιθέμενος, ένας θνητός, ο Τυνδάρεως και ο Δίας —από τους οποίους ο ένας πιστεύτηκε ότι ήταν επειδή πράγματι ήταν, ενώ ο άλλος λέχθηκε ότι ήταν επειδή το ισχυρίστηκε— και ο ένας ήταν ο ισχυρότερος από τους ανθρώπους, ο άλλος κυρίαρχος των πάντων. (4) Έχοντας απ' αυτούς γεννηθεί, είχε ομορφιά όση οι θεοί, που την δέχτηκε και δεν την έκρυψε· προκάλεσε σε πάρα πολλούς πάρα πολύ ερωτικό πάθος, και με ένα σώμα συγκέντρωσε σώματα πολλών ανδρών που είχαν επιδιώξεις μεγάλες για μεγάλους στόχους· απ' αυτούς άλλοι είχαν μεγάλο πλούτο, άλλοι ένδοξη παλαιά γενιά, άλλοι την ευρωστία της δικής τους αλκής, άλλοι τη δύναμη της κατακτημένης σοφίας· και όλοι έρχονταν οδηγημένοι από άμιλλα ερωτική και φιλοδοξία απαράμιλλη. (5) Δεν θα αναφερθώ στο ποιός και γιατί και πώς ικανοποίησε τον έρωτά του παίρνοντας την Ελένη· γιατί το να λέει κανείς σ' αυτούς που ξέρουν αυτά που γνωρίζουν είναι πειστικό, δεν φέρνει όμως ευχαρίστηση. Αφήνω τώρα με το λόγο μου τον τότε χρόνο και θα προχωρήσω στην αρχή του μελλοντικού μου λόγου· θα εκθέσω τις αιτίες για τις οποίες ήταν πιθανό να έγινε το ταξίδι της Ελένης στην Τροία.
(6) Έκανε όσα έκανε είτε από θέλημα της Τύχης και απόφαση των θεών και της Ανάγκης προσταγή, είτε επειδή αρπάχτηκε με τη βία, είτε επειδή πείσθηκε με λόγια, είτε επειδή από τη θωριά ερωτεύτηκε. Αν λοιπόν είναι το πρώτο, πρέπει την ευθύνη να την έχει μόνο ο υπαίτιος· γιατί είναι αδύνατον η προαπόφαση του θεού να εμποδιστεί από την ανθρωπίνη προνοητικότητα. Αφού από τη φύση του το ανώτερο δεν εμποδίζεται από το κατώτερο, παρά το κατώτερο κυριαρχείται και καθοδηγείται από το ανώτερο, και το ανώτερο κυβερνά ενώ το κατώτερο ακολουθεί. Αλλά ο θεός είναι ανώτερος από τον άνθρωπο και ως προς τη βία και ως προς τη σοφία και ως προς τα υπόλοιπα. Αν λοιπόν πρέπει να αποδώσουμε την ευθύνη στην Τύχη και στο θεό, την Ελένη πρέπει οπωσδήποτε να την απαλλάξουμε από την καταισχύνη.
(7) Αν όμως την άρπαξαν με τη βία και άσκησαν πάνω της βία παράνομη και προπηλακίσθηκε άδικα, είναι φανερό ότι αυτός που την άρπαξε της έκανε με την προσβολή του κακό, ενώ εκείνη, που την άρπαξαν, υπέφερε από την προσβολή. Αξίζει λοιπόν ο βάρβαρος που διέπραξε το βάρβαρο εγχείρημα, και με το λόγο και με το νόμο και με τις πράξεις, και να κατηγορηθεί με το λόγο και να ατιμασθεί με το νόμο και να τιμωρηθεί με πράξεις· ενώ αυτή που έπεσε θύμα βίας και στερήθηκε την πατρίδα της και απορφανίστηκε από τους φίλους της, τί, δεν είναι σωστό να τη λυπηθούμε μάλλον παρά να την κακολογούμε; Γιατί αυτός διέπραξε πράγματα φοβερά, ενώ εκείνη τα υπέστη· είναι λοιπόν σωστό να την πονέσουμε αυτήν και να μισήσουμε εκείνον.
( Αν όμως ήταν ο λόγος που την έπεισε και εξαπάτησε την ψυχή της, ούτε σ' αυτή την περίπτωση είναι δύσκολη η υπεράσπιση και η ανασκευή της κατηγορίας ως εξής: Ο λόγος είναι ένας μεγάλος δυνάστης, που ενώ έχει το πιο μικρό και αφανές σώμα, επιτελεί τα έργα τα πιο θεϊκά· γιατί μπορεί και το φόβο να σταματήσει και τη λύπη να διώξει και χαρά να προκαλέσει και τον οίκτο να αυξήσει. Και θα δείξω ότι έτσι είναι αυτά. (9) Αλλά πρέπει να το δείξω στους ακροατές μου και μέσω της πεποίθησης· θεωρώ και ονομάζω όλη την ποίηση λόγο που έχει μέτρο· όποιοι την ακούν, εισχωρεί μέσα τους φρίκη8 γεμάτη φόβο, οίκτος όλο δάκρυα, πόθος όλο λαχτάρα, και η ψυχή, με τα λόγια, παθαίνει η ίδια αυτά που ξένα πράγματα και σώματα παθαίνουν στις ευτυχίες και στις δυστυχίες τους. Ας στραφώ τώρα από τον ένα λόγο στον άλλο. (10) Και οι θεϊκές επωδές που λέγονται με λόγια προξενούν ηδονή και διώχνουν τη λύπη· γιατί όταν η δύναμη της επωδής αναμιχθεί με την πίστη της ψυχής, την θέλγει, την πείθει και τη μεταβάλλει με τη μαγεία της. Και έχουν εφευρεθεί δύο ειδών τέχνες, η γοητεία και η μαγεία, οι οποίες συνίστανται σε σφάλματα της ψυχής και εξαπατήσεις της πίστης. (11) Πόσοι δεν έχουν πείσει ή δεν πείθουν τόσους και τόσους για τόσα πράγματα, πλάθοντας έναν ψευδή λόγο! Γιατί αν οι πάντες είχαν για τα πάντα, μνήμη για τα περασμένα, συνείδηση για τα παρόντα και πρόγνωση για τα μελλοντικά, ο λόγος δεν θα εξαπατούσε έτσι· στην πραγματικότητα όμως δεν είναι εύκολο ούτε να θυμόμαστε το παρελθόν, ούτε να έχουμε γνώση του παρόντος, ούτε να μαντεύουμε το μέλλον· έτσι, για τα περισσότερα ζητήματα οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν σύμβουλο της ψυχής τους την πίστη. Επειδή όμως η πίστη είναι σφαλερή και αβέβαιη, οδήγει όσους τη χρησιμοποιούν σε σφαλερές και αβέβαιες επιτυχίες.
(12) Ποιά αιτία λοιπόν μας εμποδίζει να θεωρήσουμε ότι η Ελένη ήρθε στην Τροία χωρίς τη θελήσή της, το ίδιο όπως αν αρπάχτηκε από απαγωγέων τη βία; Αφού η επίδραση της πειθούς, αν και δεν έχει του εξαναγκασμού τη μορφή, έχει την ίδια μ' αυτόν δύναμη. Γιατί ο λόγος που έπεισε την ψυχή εξανάγκασε και αυτήν την οποία έπεισε να πιστέψει αυτά που λέχθηκαν και να συγκατατεθεί σ' αυτά που έγιναν. Αυτός λοιπόν που την έπεισε, εφόσον την εξανάγκασε, διέπραξε αδίκημα, ενώ αυτή που πείσθηκε, εφόσον εξαναγκάστηκε από τον λόγο, άδικα κατηγορείται. (13) Και για να αντιληφθεί κανείς ότι η πειθώ, όταν προστεθεί στο λόγο, προκαλεί και στην ψυχή την εντύπωση που θέλει, πρέπει να μελετήσει, πρώτον, τα λόγια των κοσμολόγων, οι οποίοι, αντικαθιστώντας τη μιά πεποίθηση με την άλλη, απορρίπτοντας τη μιά και εφαρμόζοντας την άλλη, καθιστούν τα απίστευτα και άδηλα φανερά στα μάτια της πίστης· δεύτερον, τους υποχρεωτικούς στους δικαστικούς αγώνες λόγους, όπου ένας με τέχνη γραμμένος λόγος τέρπει και πείθει ένα μεγάλο πλήθος, κι ας μη λέει την αλήθεια· και τρίτον, τους διαγωνισμούς των φιλοσοφικών λόγων, στους οποίους φανερώνεται, μεταξύ άλλων, ότι η ταχύτητα της σκέψης κάνει ευμετάβλητη την πίστη σε μιά πεποίθηση. (14) Και η δύναμη του λόγου είναι για την ψυχή ό,τι τα φάρμακα για τη φύση των σωμάτων. Γιατί όπως κάθε φάρμακο εξάγει από το σώμα διαφορετικούς χυμούς, και άλλα σταματούν την αρρώστια ενώ άλλα τη ζωή, έτσι και οι λόγοι, άλλοι προκαλούν λύπη, άλλοι ευχαρίστηση, άλλοι φόβο, άλλοι δίνουν στους ακροατές τους θάρρος, και άλλοι φαρμακώνουν και μαγεύουν την ψυχή με ένα είδος δόλιας πειθούς.
(15) Είπαμε λοιπόν ότι αν πείσθηκε με λόγο, δεν έκανε αδίκημα αλλά υπέστη ατύχημα· και την τέταρτη κατηγορία θα την εξετάσω με τον τέταρτο λόγο μου. Αν αυτός που έκανε όλα αυτά ήταν ο έρωτας, η κατηγορουμένη θα αποφύγει χωρίς δυσκολία την κατηγορία για το αδίκημα που υποτίθεται ότι διεπράχθη. Ό,τι βλέπουμε έχει όχι τη φύση που εμείς θέλουμε, αλλά αυτήν που το καθένα τυχόν έχει· και οι εντυπώσεις της όρασης επηρεάζουν μέχρι και την ψυχική μας κατάσταση. (16) Αφού και όταν η δράση αντικρίσει στον πόλεμο τα εχθρικά σώματα και τα από χαλκό και σίδερα εχθρικά εξαρτήματα πάνω στον εχθρικό οπλισμό, άλλα επιθετικά και άλλα αμυντικά, ταράζεται και ταράζει και την ψυχή, έτσι ώστε πολλές φορές οι αντίπαλοι, θαρρώντας ως παρόντα τον μελλοντικό κίνδυνο, τρέπονται πανικόβλητοι σε φυγή. Γιατί είναι ισχυρή η εντύπωση του άχθους του πολέμου, που όταν, εξ αιτίας του φόβου που προκαλείται από την όραση, εισχωρήσει στην ψυχή, έρχεται και την κάνει να ξεχάσει και αυτό που ο νόμος κρίνει καλό και το αγαθό που θα προκύψει από τη νίκη.
(17) Μερικοί μάλιστα, έχοντας δει κάτι φοβερό, έχασαν τη στιγμή εκείνη και το νου που είχαν· τόσο ο φόβος έσβησε και έδιωξε το λογικό τους. Και πολλοί έπεσαν έτσι σε μάταιους κόπους, φοβερές αρρώστιες και αθεράπευτη τρέλα· τόσο η δράση χάραξε στο νου τους τις εικόνες των πραγμάτων που είδαν. Υπάρχουν και πολλά άλλα τρομερά που δεν τα αναφέρουμε εδώ, όμως αυτά που παραλείπονται είναι όπως αυτά που είπαμε. (1 Εξ άλλου οι ζωγράφοι, όταν από πλήθος χρώματα και σώματα φτιάχνουν ένα ενιαίο τέλειο σώμα και σχήμα, προξενούν στην δράση ευχαρίστηση. Και το πλάσιμο αγαλμάτων και το δούλεμα εικόνων παρέχουν στα μάτια ένα όμορφο θέαμα. Ώστε άλλα πράγματα μπορεί να προκαλέσουν λύπη στην όραση, άλλα πόθο. Και είναι πολλά που προκαλούν σε πολλούς έρωτα και πόθο για πολλά πράγματα και σώματα. (19) Αν λοιπόν τα μάτια της Ελένης ένιωσαν ευχαρίστηση από το σώμα του Αλέξανδρου και μετέδωσαν στην ψυχή της επιθυμία και έλξη ερωτική, τί το παράξενο; Αν ο ερωτάς έχει, ως θεός, τη θεϊκή δύναμη των θεών, πώς θα μπορούσε ο κατώτερός του να έχει τη δυνατότητα να τον αποκρούσει και να αμυνθεί; Αν πάλι είναι μιά ανθρώπινη αρρώστια και αποτέλεσμα άγνοιας της ψυχής, πρέπει να μην το καταλογίσουμε ως σφάλμα αλλά να το θεωρήσουμε ως ατύχημα· γιατί εκείνη πήγε καθώς πήγε, πιασμένη σε δίχτυα της ψυχής, όχι από συνειδητή απόφαση, εξαναγκασμένη από τον έρωτα, όχι μετά από έντεχνη προπαρασκευή.
(20) Πώς λοιπόν μπορεί κανείς να θεωρήσει δίκαιη τη μομφή εναντίον της Ελένης αφού, είτε ερωτεύτηκε, είτε πείσθηκε με λόγια, είτε αρπάχτηκε με τη βία, είτε εξαναγκάστηκε από θεϊκή ανάγκη και έκανε ό,τι έκανε, οπωσδήποτε απαλλάσσεται από την κατηγορία;
(21) Με το λόγο μου απάλλαξα από τη δυσφήμηση μιά γυναίκα· έμεινα πιστός στους όρους που έθεσα στην αρχή του λόγου· δοκίμασα να καταλύσω την αδικία της μομφής και την αμάθεια της πεποίθησης· θέλησα να γράψω τον λόγο ως εγκώμιο της Ελένης και δικό μου παιχνίδι. _________________ "Εάν δεν αφαιρέσεις από την αστική ηγεσία την υπεράσπιση του εθνισμού και την περάσεις στα χέρια της Αριστεράς, είσαι τελείως χαμένος σε οποιοδήποτε επαναστατικό σου παιχνίδι." Μιχάλης "Πάμπλο" Ράπτης.
|
|
Επιστροφή στην κορυφή |
|
|
ΓΙΑΝΝΗΣΜ
Ένταξη: 03 Ιούλ 2006 Δημοσιεύσεις: 463
|
Δημοσιεύθηκε: Παρ Σεπ 07, 2007 11:24 am Θέμα δημοσίευσης: |
|
|
|
ΕΠΙΚΤΗΤΟΥ
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ
Μετάφραση, προλεγόμενα: Αρ. Καμπάνης
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
Το “Εγχειρίδιον” δεν είνε γραμμένον από τον ίδιον τον Επίκτητον. Όπως ο Σωκράτης, όπως ο Ιησούς, και ο Επίκτητος δεν αφήκε σύγγραμμα κανένα. Αι σωζόμεναι “Διατριβαί,” μαζί με τας οποίας και το “Εγχειρίδιον” που είνε ωσάν η σύνοψις της Επικτητείου φιλοσοφίας, οφείλονται εις μαθητήν του Επικτήτου, τον Φλάβιον Αρριανόν.
Ακριβώς να καθορίσωμεν τον καιρόν της γεννήσεως τον Επικτήτου δεν δυνάμεθα. Γνωρίζομεν, ότι εζούσε κατά την εποχήν του Νέρωνος (54—6 , του Ουεσπασιανού, του Τραϊανού (98—117). Γεννηθείς εις την Ιεράπολιν της Φρυγίας, δούλος τον Επαφροδίτου, διήκουσε τα μαθήματα του Μουσονίου Ρούφου, ακμάσαντος εις τον καιρόν τον Νέρωνος. Απελευθερωθείς επηγγέλθη τον φιλόσοφον. Ελθών εις την Ρώμην διέμεινε μέχρι της εποχής που ο Ουεσπεσιανός διώρισεν εκείθεν τους φιλοσόφους, υπόπτους δι' αισθήματα δημοκρατικά. Επήγεν ακολούθως εις την Νικόπολιν της Ηπείρου, όπου διέμεινε διδάσκων μέχρι των χρόνων τον Αδριανού.
Φιλοσοφία, της οποίας οπαδός και μέγας αναμορφωτής υπήρξεν ο Επίκτητος, είνε η στωική, ονομασθείσα τοιουτοτρόπως από την Στοάν των Αθηνών, εις την οποίαν εδίδαξεν ο ιδρυτής της Σχολής Ζήνων. Ο Κλεάνθης —του οποίου σώζεται ο υψηλός προς τον Δία ύμνος—, ο Χρύσιππος έπειτα είναι οι μεγάλοι συνεχισταί της στωικής διδασκαλίας. Ο Κικέρων εις την ηθικήν του, ο Σενέκας και προ πάντων ο Μάρκος Αυρήλιος είνε οι Ρωμαίοι αντιπρόσωποι της αιρέσεως.
Με ολίγας λέξεις: η φιλοσοφία των στωικών είνε μία πανθεϊκή φιλοσοφία, της οποίας πάρισον είνε η φιλοσοφία του Εβραίου Σπινόζα. Θέτουσα την ευτυχίαν όχι εις την ηδονήν, όπως οι Επικούρειοι, αλλά εις την την αρετήν, —εις το ομολογουμένως τη φύσει ζην—, εις την καταφρόνησιν των αισθησιακών απολαύσεων, διδάσκει την απάθειαν και την αταραξίαν, είνε ωσάν η άρνησις τον ανθρωπίνου πόνου και της ανθρωπίνης ηδονής. Φιλοσοφία λοιπόν μαζί ασκητική και στρατιωτική. Και επομένως όχι επαρκώς ανθρωπίνη. Εις την θηλυκήν όμως αυτήν εποχήν, που το πάθος απεμώρανε το νευρικόν μας σύστημα, η ανάγνωσις του “Εγχειριδίον”, του οποίου μετάφρασιν επιχειρούμεν εδώ, αν δεν μας πείση περί της μηδαμινότητος της οδύνης, όπως και της ηδονής, θα είνε ικανή όμως να μας κάμη σκληρούς, δυνατούς περισσότερον, θηλυκούς ολιγώτερον, ευρίσκοντας μέσα εις την καρτερίαν την μεγάλην ανακούφισιν. Την αξίαν του “Εγχειριδίου” θα κρίνουν οι αναγνώσται. Την ταχείαν, αδυσώπητον διαλεκτικήν του. Την στρατιωτικήν έκφρασιν του. Την μαθηματικήν ακρίβειαν του κάθε τι. Την ασκητικήν λιτότητα και ξηρότητα. Γράψιμον ουδόλως συναισθηματικόν κ' εν τούτοις συγκινούν, διότι θέλει να μας συνδιαλλάξη με την σοφήν Μοίραν, που διέπει και δίδει τον ένα σκόπιμον ρυθμόν εις το σύμπαν.
Το “Εγχειρίδιον” μετέφρασεν Ιταλιστί ο Ιάκωβος Λεοπάρδης. Και ο Γάλλος φιλόσοφος Γκυγιώ εις την Γαλλικήν. Αλλ' αι μεταφράσεις του εις κάθε γλώσσαν είνε άπειροι. Ανέφερα τας ανωτέρω διά το εξαιρετικόν των μεταφραστών.
Η γλώσσα τον “Εγχειριδίου” είνε η κοινή λεγομένη Ελληνική της Ρωμαϊκής εποχής, εποχής ολίγον έπειτ' από τότε που εγράφη η “Καινή Διαθήκη”. Το κείμενον δεν παρουσιάζει αισθητώς διαφόρους γραφάς. Και η μετάφρασις εις πολλά μέρη δεν είνε παρά απλή διασάφησις ή απλούστευσις του κειμένου, ακόμη και μία αντικατάστασις κάπου κάπου των τεχνικών όρων, από τους οποίους βρίθουν τα συγγράμματα των Στωικών. Κάτωθεν της μεταφράσεως θέτω παρατηρήσεις περί των διαφόρων εκδοχών, ή επεξηγώ μερικούς όρους, τους οποίους δεν ημπορούσα ν' αντικαταστήσω με νέας λέξεις χωρίς να παραβλαφθή η ακρίβεια του κειμένου.
ΑΡ. ΚΑΜΠΑΝΗΣ
Εκδόσεις "ΦΕΞΗ", χχ
Η ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΟΥ "ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΥ".
Α.
1. Εκ των πραγμάτων άλλα μεν είνε εις την εξουσίαν μας, άλλα πάλιν δεν είνε. Εις την εξουσίαν μας είνε η γνώμη, η ορμή, είτε η όρεξις, μ' ένα λόγον όσα είνε έργα μας. Δεν είνε εις την εξουσίαν μας το σώμα, η περιουσία, αι αρχαί, μ' ένα λόγον όσα δεν είν' έργα μας.
2. Και, όσα μεν είνε εις την εξουσίαν μας, υπάρχουν φύσει ελεύθερα, ακώλυτα, ανεμπόδιστα• όσα όμως δεν είνε εις την εξουσίαν μας, αδύνατα, δούλα, υποκείμενα εις εμπόδια, ξένα..
3. Να ενθυμηθής λοιπόν ότι, αν, όσα φύσει δούλα είνε, ελεύθερα νομίσης και τα ξένα ιδικά σου, θα προσκόψης εις εμπόδια, θα πενθήσης, θα μεμψιμοιρήσης προς θεούς και ανθρώπους• αν όμως το ιδικόν σου μοναχά νομίσης ότι είνε ιδικόν σου, το δε ξένον, καθώς και είνε πράγματι, ξένον, κανένα δεν θα υποστής ποτέ σου εξαναγκασμόν, δεν θα κατηγορήσης, ούτε θα ενοχοποιήσης κανένα, παρά την θέλησιν σου τίποτε δεν θα κάμης, δεν θα σε βλάψη κανείς, εχθρόν δεν θ' αποκτήσης• και χωρίς άλλο βλαβερόν τίποτε δεν θα πάθης.
4. Αν λοιπόν επιθυμής τ' ανωτέρω τόσον μεγάλ' αγαθά, ενθυμήσου ότι ραθύμως να τα επιδιώκης δεν πρέπει, αλλά ν' αφήνης μερικά εκ των πραγμάτων ολοτελώς, άλλα πάλιν ν' αναβάλλης προς το παρόν. Αν όμως θέλης συγχρόνως ν' άρχης και να πλουτής, πιθανόν μεν είνε να μην επιτυχής ούτε αυτά, διότι θα επιδιώκης και τα προηγούμενα, οπωσδήποτε θ' αποτύχης εις εκείνα, με τα οποία η ελευθερία και η ευτυχία προσαποκτάται.
5. Ν' ασκής λοιπόν τον εαυτόν σου εις τρόπον, ώστε εις κάθε τραχείαν φαντασίαν να επιλέγη: “Φαντασία είσαι και όχι ό,τι φαίνεσαι να παρασταίνης”. Έπειτα να την εξετάζης και να την δοκιμάζης με τους κανόνας, τους οποίους έχεις και πρωτίστως με τον εξής : Είνε από όσα εξουσιάζομεν ή όχι τάχα; Και αν δεν είνε από όσα ευρίσκονται εις την εξουσίαν μας, ας είνε πρόχειρον το: “Δεν με αφορά”.
Β.
1. Να ενθυμηθής, ότι εκείνο, που η όρεξις φανερώνει ότι οφείλεται, είνε να επιτύχη εκείνο που ορέγεται, κ' εκείνο, που η αποστροφή φανερώνει ότι δεν θέλει, είνε να μην περιπέσης εις εκείνο που αυτή αποστρέφεται, κ' εκείνος που αποτυγχάνει εις ό,τι ορέγεται είνε ατυχής, κ' εκείνος που επιδιώκει ό,τι αποστρέφεται είνε δυστυχής. Και αν μεν, εφ' όσον τούτο εξαρτάται από σε, αποστραφής τα παρά φύσιν, δεν θα περιπέσης εις κανέν από όσ' αποστρέφεσαι• αν όμως αποστροφής ή τον θάνατον ή την ανέχειαν, θα δυστυχήσης.
2. Παύσε να θέτης λοιπόν αντικείμενον της αποστροφής σου παν ό,τι δεν είνε εις την εξουσίαν μας, βάλε την αποστροφήν σου επάνω εις ό,τι είνε προς την φύσιν εναντίον. Αφαίρεσε κατά το παρόν από τον εαυτόν σου την όρεξιν παντελώς. Διότι, αν ορέγεσαι κάτι από όσα δεν εξαρτώνται από μας, κατ' ανάγκην θα γείνης δυστυχής, και από όσα μας εξαρτώνται, που θ' άξιζαν τον κόπον να τα ποθήσης, κανέν ακόμη δεν θα σου ανήκη. Συνήθιζε λοιπόν αποκλειστικώς τον εαυτόν σου να τείνη προς τα πράγματα και ν' απομακρύνεται απ αυτά, ελαφρά όμως κ' επιφυλακτικά και χωρίς καμμίαν ορμητικότητα.
Γ.
Διά κάθε πράγμα που σ' ευχαριστεί, ή που αγαπάς, ή σου χρειάζεται, ενθυμού να λέγης τί πράγμα είνε, αφού αρχίσης από τα μικροτέρα· αν αγαπάς χύτραν, να λέγης ότι “αγαπώ χύτραν”, διά να μη ταραχθής, αν τυχόν σπάση· αν καταφιλής το παιδί σου ή την γυναικά σου, ότι άνθρωπον καταφιλείς· που και ν' αποθάνη ακόμη δεν θα ταραχθής.
Δ.
1. Όταν πρόκειται να καταπιασθή ένα έργον, να υπενθυμίζης εις τον εαυτόν σου τί είδους έργον είνε. Εάν λόγου χάριν πηγαίνης να κάμης λουτρόν, πρόβαλλε εις τον εαυτόν σου όσα γίνονται εις τον λουτρώνα· εκείνους που πετούν νερά, εκείνους που σπρώχνουν, που κοροϊδεύουν, που κλέπτουν και θα καταπιασθής έτσι το έργον ασφαλέστερα, εάν λέγης αμέσως ότι “θέλω να λουσθώ, κ' έκτος τούτου όμως, να διατηρήσω την ψυχικήν μου κατάστασιν σύμφωνην προς την φύσιν”.Παρομοίως διά κάθε άλλο έργον. Διότι κατ' αυτόν τον τρόπον, και αν σταθή κανένα εμπόδιον διά το λουτρόν, θα έχης πρόχειρον τούτο : “Μα δεν ήθελα μόνον αυτό, αλλ' ακόμη να διατηρήσω την ψυχικήν μου διάθεσιν σύμφωνην προς την φύσιν και βέβαια δεν θα την διατηρήσω, εάν αγανακτώ με κάθε ψύλλου πήδημα”.
Ε.
2. Δεν είνε τα πράγματα που ταράττουν τους ανθρώπους, αλλ' αι γνώμαί των περί των πραγμάτων, λόγου χάριν ο θάνατος, πράγμα διόλου κακόν, άλλως θα εφαίνετο και εις τον Σωκράτη κακόν αλλά η γνώμη μας περί του θανάτου ότι είνε κακόν, εκείνο είνε το κακόν. Οταν λοιπόν εμποδιζώμεθα ή ταραττώμεθα ή λυπούμεθα, ποτέ να μην αιτιώμεθ' άλλον παρά τους εαυτούς μας, δήλα δη τας γνώμας που έχομεν περί των συμβαινόντων. Είνε ίδιον αφιλοσοφήτου το να ενοχοποιή κανείς άλλους δι' όσα ο ίδιος κακώς επιτελεί· ίδιον ανθρώπου που έχει αρχίση να φιλοσοφή να τ' αποδίδη εις τον εαυτόν του· και ίδιον φιλοσόφου να μη τ' αποδίδη ούτε εις άλλον, ούτε και εις τον εαυτόν του.
ΣΤ.
Διά κανένα ξένον προτέρημα μην επαρθής. Αν το άλογον επαιρόμενον έλεγεν “είμαι ωραίον” θα ήτον υποφερτόν. Όταν όμως εσύ λέγης επαιρόμενος “έχω καλό άλογο”, γνώριζε ότι επαίρεσαι διά προτέρημα ενός αλόγου όχι ιδικόν σου. Κ' εν τούτοις τί είνε ιδικόν σου; ο τρόπος με τον οποίον μεταχειρίζεσαι τας φαντασίας των πραγμάτων. Ώστε λοιπόν, μόνον όταν εις τον χειρισμόν των φαντασιών λάβης σύμβουλον την φύσιν, τότε να επαρθής, διότι τότε θα επαρθής διά κάποιο αγαθόν που είνε ιδικόν σου.
Ζ.
Όπως εις ένα ταξίδι, αφού το πλοίον αγκυροβολήση, καθώς θα εξέλθης διά νερόν, ημπορείς παρέργως εις τον δρόμον σου να περιμαζεύσης είτ' ένα κοχύλι, είτ' ένα κρεμμύδι και να έχης καρφωμένην την προσοχήν σου όμως εις το πλοίον, και συμβαίνει τότε να στρέφεσαι συνεχώς οπίσω μη τυχόν σε καλέση ο κυβερνήτης, και αν σε καλέση, ν' αφήνης όλ' αυτά, μήπως και σε βάλουν δεμένον εις καμμίαν άκρην του πλοίου, όπως τα πρόβατα· έτσι και εις την ζωήν εάν δίδεται αντί κρεμμυδιού και κοχυλιού μία γυναικούλα ή ένα παιδάκι δεν θα σ' εμποδίση τίποτε να τα έχης, αν τα θέλης, εάν όμως σε καλέση ο κυβερνήτης, τρέχε προς το πλοίον, αφήνων όλ' αυτά, χωρίς να κυτάξης οπίσω. "Αν πάλιν είσαι γέρων, ούτε ν' απομακρυνθής καν από το πλοίον, μήπως, όταν τύχη να σε καλέση ο κυβερνήτης δεν είσαι παρών.
Η.
Μη ζητής όσα γίνονται να γίνωνται όπως τα θέλεις εσύ, αλλά θέλε μάλλον όσα γίνονται, όπως γίνονται, και θα περάσης καλά.
Θ.
Η ασθένεια είν' εμπόδιον του σώματος, όχι της ψυχικής διαθέσεως. Το να γείνης χωλός είν' εμπόδιον του σκέλους σου, όχι της ψυχικής σου διαθέσεως. Και τούτο να λέγης κάθε τόσο εις παν ό,τι σου συμβαίνει· διότι θα το ευρίσκης εμπόδιον κάποιου άλλου· ιδικόν σου όμως όχι.
Ι.
Εις καθετί που σου παρουσιάζεται να ζητής, επιστρέφων εις τον εαυτόν σου, ποίαν δύναμιν έχεις που εις τούτο να σε καθοδήγηση. Εαν ιδής λ. χ. μίαν ωραίαν γυναίκα, θα εύρης μέσα σου δύναμιν την εγκράτειαν. Εάν σου προσφέρεται πόνος, θα ευρίσκης την καρτερίαν· αν κακογλωσσιά, την ανεξικακίαν. Και, αν συνηθίζης έτσι τον εαυτόν σου, δεν θα σε συναρπάζουν αι φαντασίαι.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ... _________________ "Εάν δεν αφαιρέσεις από την αστική ηγεσία την υπεράσπιση του εθνισμού και την περάσεις στα χέρια της Αριστεράς, είσαι τελείως χαμένος σε οποιοδήποτε επαναστατικό σου παιχνίδι." Μιχάλης "Πάμπλο" Ράπτης.
|
|
Επιστροφή στην κορυφή |
|
|
ΓΙΑΝΝΗΣΜ
Ένταξη: 03 Ιούλ 2006 Δημοσιεύσεις: 463
|
Δημοσιεύθηκε: Παρ Σεπ 07, 2007 11:27 am Θέμα δημοσίευσης: |
|
|
|
Υπενθυμίζω, ο βασικότερος οδηγός μας στην δημοσίευση κειμένων αρχαίων συγγραφέων είναι η εξαιρετικη ιστοσελίδα του Μικρού Απόπλου(http://www.mikrosapoplous.gr/). _________________ "Εάν δεν αφαιρέσεις από την αστική ηγεσία την υπεράσπιση του εθνισμού και την περάσεις στα χέρια της Αριστεράς, είσαι τελείως χαμένος σε οποιοδήποτε επαναστατικό σου παιχνίδι." Μιχάλης "Πάμπλο" Ράπτης.
|
|
Επιστροφή στην κορυφή |
|
|
ΓΙΑΝΝΗΣΜ
Ένταξη: 03 Ιούλ 2006 Δημοσιεύσεις: 463
|
Δημοσιεύθηκε: Δευ Σεπ 17, 2007 12:11 pm Θέμα δημοσίευσης: |
|
|
|
Συνέχεια από το προηγούμενο...
ΕΠΙΚΤΗΤΟΥ
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ
Μετάφραση, προλεγόμενα: Αρ. Καμπάνης
ΙΑ.
Ποτέ σου δι' οποιονδήποτε πράγμα μην είπης “το έχασα”, αλλά “το έδωκα πάλιν ως οφειλόμενον”. Απέθανε το παιδί σου; Απεδόθη. Απέθανεν η γυναίκα σου; απεδόθη. “Μου αφήρεσαν την ιδιοκτησίαν”. Και αυτή λοιπόν απεδόθη. “Μα είνε κακός εκείνος που την αφήρεσεν”. Αλλά τί τάχα σε μέλει διά μέσου τίνος σου τα επήρεν οπίσω εκείνος που σου τα έδωκεν; Εφόσον σου τ' αφήνει, φρόντιζε δι' αυτά ως διά κάτι ξένον, καθώς διά το πανδοχείον όσοι περνούν απ' εκεί.
ΙΒ.
1. Αν θέλης να προκόψης, ν' αφήσης στοχασμούς ωσάν αυτούς λ.χ.: “αν δεν φροντίσω διά τας εργασίας μου, θα μου λείψη το ψωμί”. “Αν δεν βασανίσω τον δούλον μου, θα πάρη κακόν δρόμον”. Διότι είνε προτιμότερον ν' αποθάνη κάνει; από πείναν χωρίς φόβους και λύπας παρά να ζη πλούσια χωρίς γαλήνην· και είνε προτιμότερον να είνε ο δούλος σου δυστυχής παρά δυστυχής εσύ.
2. Άρχισε λοιπόν από τα μικρά. Σου χύνεται το λαδάκι σου; Σου κλέπτουν το κρασάκι σου; να επιλέγης : “Τόσον ακριβά πωλείται η απάθεια, τόσον ακριβά η αταραξία”· χάρισμα δεν δίδεται τίποτε. Όταν δε καλής τον δούλόν σου, να συλλογίζεσαι ότι ενδεχόμενον να μην υπακούση, και, αν υπακούση [φαινομενικώς], να μην κάμη κανέν από τα θελήματα σου· αλλ' η θέσις του βέβαια δεν είνε και τόσον ωραία, ώστε να είνε 'ς το χέρι του η αταραξία σου.
ΙΓ.
Αν θέλης να προκόψης, υπόμεινε να σε νομίζουν ως προς τα εξωτερικά πράγματα ανόητον και ηλίθιον, κάμνε πως δεν ηξεύρεις τίποτε, και αν φανής εις μερικούς ότι είσαι κάτι, άρχισε να δυσπιστής προς τον εαυτόν σου. Διότι πρέπει να γνωρίζης ότι δεν είν' εύκολον να διατηρήσης την ψυχικήν σου διάθεσιν κατά φύσιν και συγχρόνως να φροντίζης διά τα εξωτερικά πράγματα, αλλά φροντίζων διά το ένα θ' αμελήσης εξ ανάγκης το άλλο.
ΙΔ.
Αν θέλης τα παιδιά σου και η γυναίκα σου να ζουν παντοτινά, είσαι ηλίθιος· διότι θέλεις να εξουσιάζης ό,τι δεν σου ανήκει, και τα ξένα ιδικά σου να είνε. Ομοίως, και αν ο δούλος σου θέλης να μη κάμνη λάθη, είσαι μωρος· διότι είνε ως να θέλης η κακία να μην είνε κακία, αλλά κάτι τι άλλο. Αν πάλιν θέλης να μην αποτυγχάνης εις τας ορέξεις σου, τούτο αδύνατον δεν είνε. Προσπάθει να επιτυγχάνης λοιπόν ό,τι είνε δυνατόν να επιτύχης.
2. Κύριος κάθε άνθρωπου είν' εκείνος που έχει την εξουσίαν να του δώση ή να του αφαιρέση ό,τι θέλει ή δεν θέλει. Εκείνος λοιπόν που θέλει να είνε ελεύθερος, ας μη θέλη, ή ας μην αποφεύγη τίποτε εκ των εξαρτωμένων από άλλους· ει δε μη, θα είνε αναγκαίως δούλος.
ΙΕ.
Έχε υπ' όψει σου ότι πρέπει να συμπεριφέρεσαι εις την ζωήν σου, όπως εις ένα συμπόσιον (περιφέρουν εις το τραπέζι την απλάδα· άπλωσε και πάρε και συ, με διάκρισιν όμως· την απομακρύνουν; μη την κρατής. Δεν έφθασεν ακόμη; συγκράτει την όρεξίν σου έως ότου έλθη η σειρά σου), ομοίως προς τα παιδιά, προς την γυναίκα σου, κατ' αυτόν τον τρόπον προς τας αρχάς, προς τα πλούτη. Και θα κατασταθής τότε άξιος των θεών συμπότης. Αν δε, και αφού σου παρατεθούν τα τρόφιμα, τα περιφρονήσης και δεν απλώσης χέρι, τότε όχι μόνον συμπότης των θεών θα γείνης, αλλά και συνάρχων. Διότι ομοίως πράττοντες ο Διογένης και ο Ηράκλειτος, και οι όμοιοί των, επαξίως κ' ελέγοντο και ήσαν θείοι.
ΙΣΤ.
1. Όταν ιδής κανένα πενθούντα να κλαίη, διότι ξενιτεύεται το παιδί του, η διότι έχασε την περιουσίαν του, πρόσεχε μη σε συναρπάση η φαντασία ότι τα εξωτερικά γεγονότα που του συμβαίνουν είνε κακά, αλλ' αμέσως να συλλογίζεσαι ότι δεν τον θλίβει το συμβεβηκός—αφού ούτε άλλον θλίβει—αλλά η περί τούτου γνώμη του. Και με τα λόγια μεν μη διστάζης να τον συλλυπήσαι· και, αν θέλης, ακόμη και αναστέναξε μαζί του· πρόσεχε μην αναστενάξης και μέσα σου όμως.
ΙΖ.
Συλλογίσου ότι είσαι υποκριτής του δράματος που ο ποιητής θέλει· αν είνε σύντομον το δράμα, συντόμου, αν μακρόν, μακρού· αν θέλη να υποκρίνεσαι πτωχόν, υποκρίνου και τον πτωχόν αρμόδια· αν χωλόν θέλη να υποκρίνεσαι, αν άρχοντα θέλη, αν θέλη ιδιώτην. Διότι εις την εξουσίαν σου είνε το να υποκριθής καλά το πρόσωπον που σου εδόθη· αλλά εις την εξουσίαν άλλου να εκλέξη το πρόσωπον που θα υποκριθής.
ΙΗ.
Να μη σε ταράξη η φαντασία, αν τύχη και κράξη δυσοιώνως κοράκι· να διακρίνης λοιπόν αμέσως εντός σου, ότι εις όλ' αυτά τίποτε δεν προμηνύεται δι' εμέ, αλλ' ή 'ς το σώμα μου, είτε 'ς την περιουσιούλαν μου, ή την δοξούλαν μου, ή τα παιδιά μου, ή την γυναικά μου. Όμως εις εμέ όλα προμηνύοντ' ευχάριστα, αν εγώ το θέλω· επειδή, οτιδήποτε αν συμβή, υπάρχει τρόπος να ωφεληθώ απ' αυτό.
ΙΘ.
1. Ανίκητος είνε δυνατόν να είσαι, αν δεν κατέρχεσαι ποτέ εις αγώνα, εις τον οποίον δεν ημπορείς να νικήσης.
2. Πρόσεχε, αν ιδής κάποιον προτιμώμενον, ή να έχη μεγάλην δύναμιν, ή κατ' άλλον τρόπον να ευδοκιμή, μήπως τον καλοτυχίσης συναρπασθείς από την φαντασίαν. Διότι, αν η ουσία του καλού υπάρχ' εις εκείνα που είνε εις την εξουσίαν μας, ούτε φθόνος, ούτε ζηλοτυπία έχει τον τόπον της, και συ ο ίδιος ούτε στρατηγός ούτε πρύτανις ή ύπατος θα επιθυμήσης να γείνης, αλλά ελεύθερος να μείνης. Ένας δρόμος προς τούτο υπάρχει: η καταφρόνησις εκείνων που δεν είνε εις την εξουσίαν μας.
Συνεχίζεται... _________________ "Εάν δεν αφαιρέσεις από την αστική ηγεσία την υπεράσπιση του εθνισμού και την περάσεις στα χέρια της Αριστεράς, είσαι τελείως χαμένος σε οποιοδήποτε επαναστατικό σου παιχνίδι." Μιχάλης "Πάμπλο" Ράπτης.
|
|
Επιστροφή στην κορυφή |
|
|
ΓΙΑΝΝΗΣΜ
Ένταξη: 03 Ιούλ 2006 Δημοσιεύσεις: 463
|
Δημοσιεύθηκε: Παρ Σεπ 21, 2007 11:30 am Θέμα δημοσίευσης: |
|
|
|
Συνέχεια από το προηγούμενο...
ΕΠΙΚΤΗΤΟΥ
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ
Μετάφραση, προλεγόμενα: Αρ. Καμπάνης
Κ.
1.Συλλογίσου ότι όχι εκείνος που κατηγορεί, ή εκείνος που κτυπά, υβρίζει, αλλά είνε η αντίληψίς μας η περί αυτών ότι τάχα υβρίζουν. Όταν λοιπόν σ' ερεθίση κανείς, γνώριζε, ότι μάλλον η αντίληψίς σου περί αυτού είνε που σε ηρέθισε. Πάσχιζε λοιπόν πρώτα, να μη συναρπάζεσαι από την φαντασίαν, διότι αν μίαν φοράν λάβης καιρόν και διάστημα, ευκολώτερα θα συγκρατήσης έπειτα τον εαυτόν σου.
ΚΑ.
Τον θάνατον και την εξορίαν και όλα, όσα φοβερά φαίνονται, έχε τα καθημερινώς προ οφθαλμών και προ πάντων τον θάνατον έτσι κανένα πράγμα ποτέ ταπεινόν δεν θα συλλογισθής ούτε θα πολυεπιθυμήσης τίποτε.
ΚΒ.
Εάν επιθυμής φιλοσοφίαν, προδιάθετε τον εαυτόν σου εις το περιγέλασμα και την καταφρόνησιν πολλών που θα πουν: “Ξαφνικά μας εγύρισεν ο φιλόσοφος, και από που κι' ως πού αυτό το φρύδι”. Και συ μη σηκώσης το φρύδι βέβαια· να κρατήσαι σφικτά όμως από όσα σου φαίνονται προτιμότερα, με την πεποίθησιν ότι είσαι τοποθετημένος εκεί από τον θεόν· και συλλογίσου ότι, εάν μεν επιμείνης εις τα ίδια, εκείνοι που σε περιγελούσαν άλλοτε, αυτοί υστερώτερα θα σε θαυμάσουν· εάν όμως νικηθής απέναντί των, θα προκαλέσης διπλά περιγελάσματα.
ΚΓ.
Αν ποτέ δώσης προσοχήν εις τα εξωτερικά αντικείμενα διά ν' αρέσης εις κάποιον, γνώριζε ότι έχασες τας αρχάς σου. Ν' αρκήσαι λοιπόν πάντοτε εις το να είσαι φιλόσοφος. Αν δε όχι να είσαι μόνον, αλλά θέλεις και να φαίνεσαι φιλόσοφος, να φαίνεσαι τοιούτος εις τον εαυτόν σου· και είνε αρκετόν.
ΚΔ.
1. Να μη σε θλίβουν διαλογισμοί σαν αυτούς: “Άδοξος και ασήμαντος θα περάσω την ζωήν μου”. Διότι, αν είνε κακόν η αδοξία, δεν ημπορεί να ευρίσκεσ' εξ αιτίας άλλου εις το κακόν περισσότερον παρ' όσον εξ αιτίας άλλου είνε δυνατόν να ευρίσκεσαι εις εντροπήν. Μήπως είνε λοιπόν το έργον σου το να επιτύχης εξουσίαν ή να σε προσκαλέσουν εις γεύμα; Καθόλου. Πώς λοιπόν ακόμη είνε τούτο ταπείνωσις, και πώς θα είσαι ασήμαντος εσύ, ο οποίος πρέπει να είσαι κάτι τι εις ό,τι είνε εις την εξουσίαν σου, όπου σου δίδεται αξιολογώτατος να είσαι;
2. Αλλά θα μείνουν ίσως οι φίλοι σου αβοήθητοι. Διατί λέγεις το “αβοήθητοι”; Που δεν θα τους δώσης χαρτζιλίκι ούτε θα τους κάμης Ρωμαίους πολίτας; και ποιός λοιπόν σου είπεν, ότι αυτά είνε εις την εξουσίαν μας και όχι έργα ξένα; και ποίος τάχα ημπορεί να δώση εις τον άλλον ό,τι αυτός δεν έχει; “Απόκτησε συ λοιπόν” λέγει, “να έχομ' εμείς”.
3. Εάν ημπορώ ν' αποκτήσω διατηρών την αξιοπρέπειαν μου, την αξιοπιστίαν, την μεγαλοφροσύνην, δείχνε μου τον δρόμον και θα προσπαθήσω ν' αποκτήσω. Εαν όμως έχετε την αξίωσιν να χάσω τα ιδικά μου αγαθά, διά ν' αποκτήσετ' εσείς όσα δεν είνε αγαθά, βλέπετε πόσον είσθ' εσείς άδικοι και αγνώμονες. Και τί λοιπόν θέλετε περισσότερον; χρήματα ή φίλον πιστόν και αξιοπρεπή; προς τον σκοπόν λοιπόν τούτον βοηθείτέ με, και μην έχετε την αξίωσιν να κάμω εκείνα, διά των οποίων θα χάσω αυτά τ' αγαθά.
4. Αλλά θα μείνη χωρίς την βοήθειάν μου η πατρίς, λέγει. Τί είδους βοήθεια είνε πάλιν που μου ζητείτε; ότι δεν θ' αποκτήση εξ αιτίας σου στοάς ούτε λουτρώνας; και τί μ' αυτό; αφού ούτε υποδήματα απέκτησ' εξ αιτίας του χαλκέως, ούτε όπλα εξ αιτίας του υποδηματοποιού· αρκεί αν ο καθείς εκπληρώνη το έργον του. Και μήπως, αν παρεσκεύαζες δι' αυτήν πολίτην πιστόν και αξιοπρεπή, δεν θα την ωφελούσες εις τίποτε; Ναι. Λοιπόν ούτε συ ο ίδιος θα της ήσουν ανωφελής.
5. “Ποίαν λοιπόν θέσιν θ' αποκτήσω εις την πόλιν;”— Οποιανδήποτε ημπορέσης ν' απόκτησης, διασώζων συγχρόνως εις τον χαρακτήρα σου την πίστιν και την αξιοπρέπειαν. Αν όμως θέλων να την ωφελής χάνης αυτάς σου τας αρετάς, ποίαν ωφέλειαν θα της δώσης, αφού πλέον γείνης αναξιοπρεπής και ανάξιος εμπιστοσύνης;
ΚΕ.
Έτυχε να προτιμηθή άλλος αντί σου εις γεύμα ή προσαγόρευσιν, είτε εις το να του ζητηθή συμβουλή; Εαν μεν αυτά είνε αγαθά, πρέπει να χαίρης ότι τα επέτυχεν εκείνος. Αν κακά, πάλιν να μη λυπήσαι, αφού δεν έτυχαν εις εσέ. Ενθυμού ακόμη ότι δεν πρέπει να έχης αξιώσεις ν' απολαύσης τα ίσα, μη κάμνων όσα οι άλλοι κάμνουν προς απόκτησιν εκείνων, που δεν είνε εις την εξουσίαν μας.
Διότι πώς είνε δυνατόν ν' απολαμβάνη τα ίσα εκείνος που δεν πολυσυχνάζει εις τας θύρας των μεγάλων μ' εκείνον που πολυσυχνάζει; εκείνος που δεν τους συνοδεύει μ' εκείνον που τους συντροφεύει; εκείνος που δεν τους επαινεί μ' εκείνον που τους επαινεί; Άδικος θα είσαι λοιπόν και άπληστος, αν, χωρίς να πλήρωσης την τιμήν, αντί της οποίας πωλούνται, θέλης να τα λάβης δωρεάν.
Πόσο έχουν τα μαρούλια; έναν οβολόν, ας υποθέσωμεν. Αν λοιπόν, αφού πληρώση κάποιος τον οβολόν, πάρη μαρούλια, συ πάλιν που δεν επλήρωσες δεν πάρης, μη νομίζης ότι έχεις ολιγώτερον από τον λαβόντα. Διότι, όπως εκείνος έχει μαρούλια, έχεις και συ τον οβολόν που δεν έδωκες.
Κατά τον αυτόν λοιπόν τρόπον κ' εδώ: Δεν προσεκλήθης εις γεύμα του δείνα, διότι δεν έδωκες εις τον προσκαλούντα εκείνα αντί των οποίων πωλεί το δείπνον, είτε αντ' επαίνου το πωλεί είτε αντί περιποιήσεων. Δώσε λοιπόν, αν σε συμφέρη, την τιμήν, αντί της οποίας πωλείται. Αν δε θέλης κ' εκείνα να μη πληρώνης, συγχρόνως δε να έχης και ταύτα, άπληστος είσαι και αδιόρθωτος.
5. Νομίζεις λοιπόν ότι τίποτε δεν έχεις ως αντάλλαγμα του δείπνου· αλλά έχεις αφ' ενός μεν ότι δεν επήνεσες εκείνον που δεν ήθελες, και εξ άλλου ότι δεν εδοκίμασες τους κακούς τρόπους των δούλων που φυλάττουν την είσοδόν του.
ΚΣΤ.
Το θέλημα της φύσεως είνε δυνατόν να μάθη κανείς εις εκείνα, περί των οποίων αι γνώμαί μας δεν διαφέρουν. Λόγου χάριν, όταν ενός άλλου το παιδάκι σπάση το ποτήρι, ημπορεί κανείς να έχη πρόχειρον το : “συνηθισμένα πράγματα”. Γνώριζε λοιπόν ότι, ακόμη και όταν σπάση το ιδικόν σου ποτήρι, πρέπει να είσαι τοιούτος οποίος θα ήσο και όταν είχε σπάση το ξένο ποτήρι. Μετάφερε την αναλογίαν τοιουτοτρόπως και εις τα μεγαλύτερα. Απέθανεν η γυναίκα ή το παιδί ενός άλλου; κανείς δεν υπάρχει που να μη σου πη “ανθρώπινον είνε τούτο”· αλλ' όταν αποθάνη το ιδικόν του παιδί κάποιου, λέγει ευθύς : Αλλοίμονο μου! Έπρεπεν όμως να ενθυμούμεθα τί πάσχομεν, όταν ακούωμεν να λέγεται τούτο δι άλλους.
ΚΖ.
Όπως δεν θέτει κανείς σκοπόν του την αποτυχίαν, τοιουτοτρόπως ούτε φύσις κακού [5] γίνεται εις τον κόσμον.
ΚΗ.
Αν εμπιστεύοντο εις τον πρώτον τυχόντα το σώμά σου, θ' αγανακτούσες· και δεν εντρέπεσαι εμπιστευόμενος την ψυχήν σου εις τον τυχόντα, που είν' ενδεχόμενον να ταραχθή και να συγχυσθή;
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ... _________________ "Εάν δεν αφαιρέσεις από την αστική ηγεσία την υπεράσπιση του εθνισμού και την περάσεις στα χέρια της Αριστεράς, είσαι τελείως χαμένος σε οποιοδήποτε επαναστατικό σου παιχνίδι." Μιχάλης "Πάμπλο" Ράπτης.
|
|
Επιστροφή στην κορυφή |
|
|
ΓΙΑΝΝΗΣΜ
Ένταξη: 03 Ιούλ 2006 Δημοσιεύσεις: 463
|
Δημοσιεύθηκε: Δευ Οκτ 01, 2007 11:32 am Θέμα δημοσίευσης: |
|
|
|
Συνέχεια από το προηγούμενο...
ΕΠΙΚΤΗΤΟΥ
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ
Μετάφραση, προλεγόμενα: Αρ. Καμπάνης
ΚΘ.
1. Καθενός έργου να εξετάζης τα προηγούμενα και τα επακόλουθα του και κατ' αυτόν τον τρόπον να φθάνης εις αυτό· ειδεμή, θα συμβή κατ' αρχάς μεν πρόθυμα να το καταπιασθής, διότι δεν θα έχης συλλογισθή την αλληλουχίαν των πραγμάτων ύστερα δε, μόλις παρουσιασθούν κάποιαι δυσχέρειαι, θα τ' αφήσης μ' εντροπήν σου 'ς τη μέση.
2. Θέλεις να νικήσης εις τα Ολύμπια; Κ' εγώ μα τους θεούς· διότι είνε κάτι τι ωραίον. Αλλ' εξέταζε τα προηγούμενα και τα επακόλουθα και έπειτα να επιχειρής. Πρέπει να υπακούης εις ωρισμένην διδασκαλίαν· να τρώγης καταναγκαστικήν τροφήν, ν' απέχης από γλυκίσματα, να γυμνάζεται αναγκαστικώς εις ωρισμένην ώραν, με την ζέστην ,με το ψύχος, να μη πίνης ψυχρό νερό ούτε κρασί όπως τύχη, αλλά να παραδώσης τον εαυτόν σου εις τα χέρια του προπονητού, όπως εις χέρια ιατρού, έπειτα κατά την διάρκειαν της πάλης να κάμνης τάφρους—πότε να βγάλης το χέρι σου, να στραγγουλίσης το πόδι σου, να καταπιής σκόνην πολλήν, να μαστιγωθής κάποτε, και ύστερ' από όλ' αυτά, να νικηθής.
3. Αν, αφού καλοσκεφθής τ' ανωτέρω, δεν σου κοπή η όρεξις, γίνε αθλητής. Ει δ' άλλως, θα κάμης και συ σαν τα παιδιά που παίζουν τόρα τους παλαιστάς, τόρα τους μονομάχους, τόρα σαλπίζουν, έπειτα κάμνουν τους τραγωδούς· έτσι και συ τόρα μεν αθλητής, τόρα μονομάχος, έπειτα ρήτωρ, έπειτα φιλόσοφο; και με όλην την ψυχήν σου τίποτε, αλλά 'σάν πίθηκος, ό,τι ιδής απομιμείσαι και όλα σου αρέσουν διαδοχικώς. Διότι δεν εκαταπιάσθης κάτι τι με σκέψιν και προηγουμένην έρευναν, αλλά τυχαίως και χωρίς να το πολυεπιθυμής.
4. Τοιουτοτρόπως μερικοί, αν τύχη και ιδούν φιλόσοφον, ή ακούσουν κανένα να ομιλή όπως ο Ευφράτης (αν και ποίος ημπορεί να ομιλήση όπως εκείνος?), θέλουν κ' εκείνοι να φιλοσοφούν.
5. Άνθρωπε, πρώτα πρώτα ερεύνησε την φύσιν του πράγματος· έπειτα γνώρισε καλά και την ιδικήν σου φύσιν, αν ημπορείς να βαστάσης. Θέλεις ν' αγωνισθής εις το πένταθλον ή την πάλην; Κύτταξε τους βραχίονας σου, τους μηρούς σου, εξέτασε καλά την μέσην σου.
6. Διότι κάθε άνθρωπος έχει γείνη διά κάτι τι ιδιαίτερον. Νομίζεις ότι κάμνων αυτά ημπορείς κατά τον ίδιον τρόπον να τρώγης, να πίνης κατά τον ίδιον τρόπον, να ορέγεσαι, ν' αποστρέφεσαι ομοιοτρόπως; πρέπει ν' αγρυπνήσης, να κοπιάσης, να φύγης από το σπίτι σου, να καταγελασθής από τα δουλάκια, να καταγελασθής από τους διαβάτας, να μειονεκτής εις το κάθε τί, εις τας τιμάς, εις την αρχήν, εις τα δικαστήρια, εις κάθε πραγματάκι.
Συλλογίσου τα καλά. Αν θέλης ν' αντικαταστήσης μ' αυτά την απάθειαν, την ελευθερίαν, την αταραξίαν ει δ' άλλως, μην πλησιάσης. Μην γείνης 'σάν τα παιδάκια, τόρα φιλόσοφος, ύστερώτερα τελώνης, κατόπιν ρήτωρ, κατόπιν Καισαρικός επίτροπος. Αυτά δεν συμφωνούν. Πρέπει να είσαι ένας άνθρωπος ή αγαθός ή κακός, ή πρέπει να καλλιεργήσης την ψυχήν σου, ή τα εξωτερικά πράγματα, ή προς τα εσωτερικά να προσαρμόζης τον εαυτόν σου, ή προς τα εξωτερικά, δήλα δη να επέχης τάξιν ή φιλοσόφου ή ιδιώτου.
Λ’.
1. Τα καθήκοντα γενικώς κανονίζονται κατά τας σχέσεις. Πατέρας σου είνε; Σου υπαγορεύεται να φροντίζης περί αυτού, να κάμνης παντού παραχωρήσεις, ν' ανέχεσαι τας ύβρεις του, τα κτυπήματά του. “Μα είνε κακός πατέρας”. Και μήπως έλαβες από την φύσιν καλόν πατέρα; έλαβες πατέρα. “Ο αδελφός μου με αδικεί”, θα 'πης. Να διατηρής μολαταύτα τα εκ των σχέσεων πηγάζοντα προς αυτόν καθήκοντα σου· ούτε και να εξετάζης τί κάμνει εκείνος, αλλά τί κάμνων εσύ θ' αφίνης μολαταύτα την ψυχικήν σου διάθεσιn προς την φύσιν σύμφωνην, διότι κανείς δεν θα σε βλάψη, αν δεν θέλης εσύ· τότε θα έχης πάθη βλάβην, όταν νομίσης ότι βλάπτεσαι. Αν λοιπόν φροντίζης κατ' αυτόν τον τρόπον να μανθάνης τας σχέσεις σου προς τον άλλον ως γείτονα, ως πολίτην ή ως στρατηγόν, θα συνηθίσης εις το να θεωρής τα εκ των σχέσεων καθήκοντα.
ΛΑ.
1. Γνώριζε, ότι το κυριώτατον της ευσεβείας προς τους θεούς είναι τούτο: να έχης δήλα δη ορθάς περί τούτων αντιλήψεις, ότι υπάρχουν και διοικούν όλα τα πράγματα καλά και δίκαια, και να έχης μονίμως τάξη τον εαυτόν σου εις τούτο, να πείθεσαι δήλα δη εις αυτούς και να υπείκης εις ό,τι γίνεται και ν' ακολουθής θεληματικά τούτο, ως επιτελούμενον πολύ ευλόγως. Διότι κατ' αυτόν τον τρόπον ούτε θα παραπονεθής ποτέ εναντίον των θεών, ούτε θα τους κατηγορήσης ότι δεν φροντίζουν περί σου.
2. Κατ' άλλον τρόπον τούτο δεν είνε δυνατόν να γείνη, εάν δεν αφαρέσης από όσα δεν είνε εις την εξουσίαν μας το αγαθόν και το κακόν και το θέσης εις όσα έχομεν εις την εξουσίαν μας. Παραδείγματος χάριν, αν θεωρήσης κάποιο απ' αυτά αγαθόν ή κακόν, κατ' ανάγκην, όταν θ' αποτυγχάνης εις όσα θέλεις, και περιπίπτης εις όσα δεν θέλεις, θα κατηγορήσης και θα μισήσης τους αιτίους.
3. Διότι κάθε ζώον είνε πλασμένον ούτως ώστε, όσα μεν του φαίνονται βλαβερά, και τας αιτίας των ακόμη ν' αποφεύγη και ν' απομακρύνεται, όσα δε του φαίνονται ωφέλιμα, και τα αίτιά των να ζητή επιμόνως και να εξαφνίζεται εξ αφορμής των. Διότι είνε παράδοξον, νομίζων κανείς ότι βλάπτεται, να χαίρη εξ αιτίας εκείνου που νομίζει ότι τον βλάπτει, καθώς είνε δυνατόν να χαίρη δι' αυτήν ταύτην την βλάβην.
4. Διά τούτο και ο πατέρας κατηγορείται από τον υιόν, όταν δεν μεταδίδη εις το παιδί του από τα νομιζόμενα αγαθά· και τον Πολυνείκη και τον Ετεοκλή αυτό έκαμεν εχθρούς μεταξύ των, το ότι ενόμιζαν την βασιλείαν καλόν πράγμα. Διά τούτο και ο γεωργός κατηγορεί τους θεούς, διά τούτο ο ναύτης, διά τούτο ο έμπορος, διά τούτο όσοι χάνουν τας γυναίκας των και τα παιδιά των. Διότι, όπου το συμφέρον υπάρχει, εκεί και η ευσέβεια. Ώστ' εκείνος που φροντίζει διά τας ορέξεις του κατά πρέποντα τρόπον και διά τας αποστροφάς του, φροντίζει συγχρόνως και διά την ευσέβειαν.
5. Το να κάμνης σπονδάς και να θυσιάζης και να κάμνης αναθήματα κατά τα πάτρια είνε προσήκον, ευρισκόμενος όμως εις καθαράν κατάστασιν και χωρίς νωχέλειαν, ούτε αφροντίστως, ούτε βέβαια πτωχικά, ούτε υπέρ την δύναμίν σου.
ΚΒ.
Όταν προσέρχεσαι εις μαντείον, συλλογίσου πως, τί θα γείνη μεν σου είνε άγνωστον, αλλ' ότι θα το μάθης από τον μάντιν, τί δε ημπορεί να είνε το ηξεύρεις εκ των προτέρων, αν είσαι βέβαια φιλόσοφος. Διότι, αν είνε κάτι από όσα δεν είνε εις την εξουσίαν μας, αναγκαίως ούτε αγαθόν ούτε κακόν θα είνε.
Να μη φέρης λοιπόν πηγαίνων εις τον μάντιν ούτε όρεξιν ούτε αποστροφήν μαζί σου, μήτε τρέμων να προσέρχεσαι, αλλά ωσάν άνθρωπος που έχει καλά γνωρίση ότι, πάν ό,τι μέλλει να συμβή είνε κάτι τι αδιάφορον και που δεν αφορά καθόλου εις αυτόν, και οτιδήποτε αν είνε ημπορείς να το χρησιμοποιήσης και κανείς δεν θα σ' εμποδίση εις τούτο. Με θάρρος λοιπόν να πηγαίνης προς τους θεούς, ως προς συμβούλους· και όταν σου δοθή κάποια συμβουλή, συλλογίσου ποίους συμβούλους παρέλαβες και ποίους, αν τυχόν απειθήσης, μέλλεις να παρακούσης.
3. Και να πηγαίνης εις τα μαντεία, καθώς ήθελεν ο Σωκράτης, δι' όσα αναφέρονται εις την έκτασιν και περί των οποίων ούτε διά του λόγου, ούτε με κάποιαν άλλην τέχνην δίδονται αφορμαί να μάθης ό,τι θέλεις· ώστε, όταν θα χρειασθή να συγκινδυνεύσης με φίλον ή με την πατρίδα σου, δεν πρέπει να ερωτήσης το μαντείον, αν πρέπει να συγκινδυνεύσης. Διότι, και αν σου προείπη ο μάντις, ότι τα ιερά δεν προμηνύουν καλόν, είνε φανερόν ότι ο θάνατος σημαίνεται, ή φθορά εις μέρος του σώματός σου, είτε εξορία· αλλά ο λόγος επιτάττει και μ' όλ' αυτά να παραστέκεσαι εις τον φίλον σου και να συγκινδυνεύης με την πατρίδα σου. Λοιπόν πρόσεχε εις τον μεγαλύτερον μάντιν, τον Πύθιον, ο οποίος εξέβαλε ποτέ από τον ναόν τον μη βοηθήσαντα τον φίλον του, φονευόμενον.
Συνεχίζεται... _________________ "Εάν δεν αφαιρέσεις από την αστική ηγεσία την υπεράσπιση του εθνισμού και την περάσεις στα χέρια της Αριστεράς, είσαι τελείως χαμένος σε οποιοδήποτε επαναστατικό σου παιχνίδι." Μιχάλης "Πάμπλο" Ράπτης.
|
|
Επιστροφή στην κορυφή |
|
|
ΓΙΑΝΝΗΣΜ
Ένταξη: 03 Ιούλ 2006 Δημοσιεύσεις: 463
|
Δημοσιεύθηκε: Κυρ Οκτ 14, 2007 4:58 pm Θέμα δημοσίευσης: |
|
|
|
Συνέχεια από το προηγούμενο...
ΕΠΙΚΤΗΤΟΥ
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ
Μετάφραση, προλεγόμενα: Αρ. Καμπάνης
ΚΓ.
Αν ποτέ δώσης προσοχήν εις τα εξωτερικά αντικείμενα διά ν' αρέσης εις κάποιον, γνώριζε ότι έχασες τας αρχάς σου. Ν' αρκήσαι λοιπόν πάντοτε εις το να είσαι φιλόσοφος. Αν δε όχι να είσαι μόνον, αλλά θέλεις και να φαίνεσαι φιλόσοφος, να φαίνεσαι τοιούτος εις τον εαυτόν σου· και είνε αρκετόν.
ΚΔ.
1. Να μη σε θλίβουν διαλογισμοί σαν αυτούς: “Άδοξος και ασήμαντος θα περάσω την ζωήν μου”. Διότι, αν είνε κακόν η αδοξία, δεν ημπορεί να ευρίσκεσ' εξ αιτίας άλλου εις το κακόν περισσότερον παρ' όσον εξ αιτίας άλλου είνε δυνατόν να ευρίσκεσαι εις εντροπήν. Μήπως είνε λοιπόν το έργον σου το να επιτύχης εξουσίαν ή να σε προσκαλέσουν εις γεύμα; Καθόλου. Πώς λοιπόν ακόμη είνε τούτο ταπείνωσις, και πώς θα είσαι ασήμαντος εσύ, ο οποίος πρέπει να είσαι κάτι τι εις ό,τι είνε εις την εξουσίαν σου, όπου σου δίδεται αξιολογώτατος να είσαι;
2. Αλλά θα μείνουν ίσως οι φίλοι σου αβοήθητοι. Διατί λέγεις το “αβοήθητοι”; Που δεν θα τους δώσης χαρτζιλίκι ούτε θα τους κάμης Ρωμαίους πολίτας; και ποιός λοιπόν σου είπεν, ότι αυτά είνε εις την εξουσίαν μας και όχι έργα ξένα; και ποίος τάχα ημπορεί να δώση εις τον άλλον ό,τι αυτός δεν έχει; “Απόκτησε συ λοιπόν” λέγει, “να έχομ' εμείς”.
3. Εάν ημπορώ ν' αποκτήσω διατηρών την αξιοπρέπειαν μου, την αξιοπιστίαν, την μεγαλοφροσύνην, δείχνε μου τον δρόμον και θα προσπαθήσω ν' αποκτήσω. Εαν όμως έχετε την αξίωσιν να χάσω τα ιδικά μου αγαθά, διά ν' αποκτήσετ' εσείς όσα δεν είνε αγαθά, βλέπετε πόσον είσθ' εσείς άδικοι και αγνώμονες. Και τί λοιπόν θέλετε περισσότερον; χρήματα ή φίλον πιστόν και αξιοπρεπή; προς τον σκοπόν λοιπόν τούτον βοηθείτέ με, και μην έχετε την αξίωσιν να κάμω εκείνα, διά των οποίων θα χάσω αυτά τ' αγαθά.
4. Αλλά θα μείνη χωρίς την βοήθειάν μου η πατρίς, λέγει. Τί είδους βοήθεια είνε πάλιν που μου ζητείτε; ότι δεν θ' αποκτήση εξ αιτίας σου στοάς ούτε λουτρώνας; και τί μ' αυτό; αφού ούτε υποδήματα απέκτησ' εξ αιτίας του χαλκέως, ούτε όπλα εξ αιτίας του υποδηματοποιού· αρκεί αν ο καθείς εκπληρώνη το έργον του. Και μήπως, αν παρεσκεύαζες δι' αυτήν πολίτην πιστόν και αξιοπρεπή, δεν θα την ωφελούσες εις τίποτε; Ναι. Λοιπόν ούτε συ ο ίδιος θα της ήσουν ανωφελής.
5. “Ποίαν λοιπόν θέσιν θ' αποκτήσω εις την πόλιν;”— Οποιανδήποτε ημπορέσης ν' απόκτησης, διασώζων συγχρόνως εις τον χαρακτήρα σου την πίστιν και την αξιοπρέπειαν. Αν όμως θέλων να την ωφελής χάνης αυτάς σου τας αρετάς, ποίαν ωφέλειαν θα της δώσης, αφού πλέον γείνης αναξιοπρεπής και ανάξιος εμπιστοσύνης;
ΚΕ.
Έτυχε να προτιμηθή άλλος αντί σου εις γεύμα ή προσαγόρευσιν, είτε εις το να του ζητηθή συμβουλή; Εαν μεν αυτά είνε αγαθά, πρέπει να χαίρης ότι τα επέτυχεν εκείνος. Αν κακά, πάλιν να μη λυπήσαι, αφού δεν έτυχαν εις εσέ. Ενθυμού ακόμη ότι δεν πρέπει να έχης αξιώσεις ν' απολαύσης τα ίσα, μη κάμνων όσα οι άλλοι κάμνουν προς απόκτησιν εκείνων, που δεν είνε εις την εξουσίαν μας.
Διότι πώς είνε δυνατόν ν' απολαμβάνη τα ίσα εκείνος που δεν πολυσυχνάζει εις τας θύρας των μεγάλων μ' εκείνον που πολυσυχνάζει; εκείνος που δεν τους συνοδεύει μ' εκείνον που τους συντροφεύει; εκείνος που δεν τους επαινεί μ' εκείνον που τους επαινεί; Άδικος θα είσαι λοιπόν και άπληστος, αν, χωρίς να πλήρωσης την τιμήν, αντί της οποίας πωλούνται, θέλης να τα λάβης δωρεάν.
Πόσο έχουν τα μαρούλια; έναν οβολόν, ας υποθέσωμεν. Αν λοιπόν, αφού πληρώση κάποιος τον οβολόν, πάρη μαρούλια, συ πάλιν που δεν επλήρωσες δεν πάρης, μη νομίζης ότι έχεις ολιγώτερον από τον λαβόντα. Διότι, όπως εκείνος έχει μαρούλια, έχεις και συ τον οβολόν που δεν έδωκες.
Κατά τον αυτόν λοιπόν τρόπον κ' εδώ: Δεν προσεκλήθης εις γεύμα του δείνα, διότι δεν έδωκες εις τον προσκαλούντα εκείνα αντί των οποίων πωλεί το δείπνον, είτε αντ' επαίνου το πωλεί είτε αντί περιποιήσεων. Δώσε λοιπόν, αν σε συμφέρη, την τιμήν, αντί της οποίας πωλείται. Αν δε θέλης κ' εκείνα να μη πληρώνης, συγχρόνως δε να έχης και ταύτα, άπληστος είσαι και αδιόρθωτος.
5. Νομίζεις λοιπόν ότι τίποτε δεν έχεις ως αντάλλαγμα του δείπνου· αλλά έχεις αφ' ενός μεν ότι δεν επήνεσες εκείνον που δεν ήθελες, και εξ άλλου ότι δεν εδοκίμασες τους κακούς τρόπους των δούλων που φυλάττουν την είσοδόν του.
ΚΣΤ.
Το θέλημα της φύσεως είνε δυνατόν να μάθη κανείς εις εκείνα, περί των οποίων αι γνώμαί μας δεν διαφέρουν. Λόγου χάριν, όταν ενός άλλου το παιδάκι σπάση το ποτήρι, ημπορεί κανείς να έχη πρόχειρον το : “συνηθισμένα πράγματα”. Γνώριζε λοιπόν ότι, ακόμη και όταν σπάση το ιδικόν σου ποτήρι, πρέπει να είσαι τοιούτος οποίος θα ήσο και όταν είχε σπάση το ξένο ποτήρι. Μετάφερε την αναλογίαν τοιουτοτρόπως και εις τα μεγαλύτερα. Απέθανεν η γυναίκα ή το παιδί ενός άλλου; κανείς δεν υπάρχει που να μη σου πη “ανθρώπινον είνε τούτο”· αλλ' όταν αποθάνη το ιδικόν του παιδί κάποιου, λέγει ευθύς : Αλλοίμονο μου! Έπρεπεν όμως να ενθυμούμεθα τί πάσχομεν, όταν ακούωμεν να λέγεται τούτο δι άλλους.
ΚΖ.
Όπως δεν θέτει κανείς σκοπόν του την αποτυχίαν, τοιουτοτρόπως ούτε φύσις κακού γίνεται εις τον κόσμον.
ΚΘ.
Αν εμπιστεύοντο εις τον πρώτον τυχόντα το σώμά σου, θ' αγανακτούσες· και δεν εντρέπεσαι εμπιστευόμενος την ψυχήν σου εις τον τυχόντα, που είν' ενδεχόμενον να ταραχθή και να συγχυσθή;
1. Καθενός έργου να εξετάζης τα προηγούμενα και τα επακόλουθα του και κατ' αυτόν τον τρόπον να φθάνης εις αυτό· ειδεμή, θα συμβή κατ' αρχάς μεν πρόθυμα να το καταπιασθής, διότι δεν θα έχης συλλογισθή την αλληλουχίαν των πραγμάτων ύστερα δε, μόλις παρουσιασθούν κάποιαι δυσχέρειαι, θα τ' αφήσης μ' εντροπήν σου 'ς τη μέση.
2. Θέλεις να νικήσης εις τα Ολύμπια; Κ' εγώ μα τους θεούς· διότι είνε κάτι τι ωραίον. Αλλ' εξέταζε τα προηγούμενα και τα επακόλουθα και έπειτα να επιχειρής. Πρέπει να υπακούης εις ωρισμένην διδασκαλίαν· να τρώγης καταναγκαστικήν τροφήν, ν' απέχης από γλυκίσματα, να γυμνάζεται αναγκαστικώς εις ωρισμένην ώραν, με την ζέστην ,με το ψύχος, να μη πίνης ψυχρό νερό ούτε κρασί όπως τύχη, αλλά να παραδώσης τον εαυτόν σου εις τα χέρια του προπονητού, όπως εις χέρια ιατρού, έπειτα κατά την διάρκειαν της πάλης να κάμνης τάφρους—πότε να βγάλης το χέρι σου, να στραγγουλίσης το πόδι σου, να καταπιής σκόνην πολλήν, να μαστιγωθής κάποτε, και ύστερ' από όλ' αυτά, να νικηθής.
3. Αν, αφού καλοσκεφθής τ' ανωτέρω, δεν σου κοπή η όρεξις, γίνε αθλητής. Ει δ' άλλως, θα κάμης και συ σαν τα παιδιά που παίζουν τόρα τους παλαιστάς, τόρα τους μονομάχους, τόρα σαλπίζουν, έπειτα κάμνουν τους τραγωδούς· έτσι και συ τόρα μεν αθλητής, τόρα μονομάχος, έπειτα ρήτωρ, έπειτα φιλόσοφο; και με όλην την ψυχήν σου τίποτε, αλλά 'σάν πίθηκος, ό,τι ιδής απομιμείσαι και όλα σου αρέσουν διαδοχικώς. Διότι δεν εκαταπιάσθης κάτι τι με σκέψιν και προηγουμένην έρευναν, αλλά τυχαίως και χωρίς να το πολυεπιθυμής.
4. Τοιουτοτρόπως μερικοί, αν τύχη και ιδούν φιλόσοφον, ή ακούσουν κανένα να ομιλή όπως ο Ευφράτης (αν και ποίος ημπορεί να ομιλήση όπως εκείνος , θέλουν κ' εκείνοι να φιλοσοφούν.
5. Άνθρωπε, πρώτα πρώτα ερεύνησε την φύσιν του πράγματος· έπειτα γνώρισε καλά και την ιδικήν σου φύσιν, αν ημπορείς να βαστάσης. Θέλεις ν' αγωνισθής εις το πένταθλον ή την πάλην; Κύτταξε τους βραχίονας σου, τους μηρούς σου, εξέτασε καλά την μέσην σου.
6. Διότι κάθε άνθρωπος έχει γείνη διά κάτι τι ιδιαίτερον. Νομίζεις ότι κάμνων αυτά ημπορείς κατά τον ίδιον τρόπον να τρώγης, να πίνης κατά τον ίδιον τρόπον, να ορέγεσαι, ν' αποστρέφεσαι ομοιοτρόπως; πρέπει ν' αγρυπνήσης, να κοπιάσης, να φύγης από το σπίτι σου, να καταγελασθής από τα δουλάκια, να καταγελασθής από τους διαβάτας, να μειονεκτής εις το κάθε τί, εις τας τιμάς, εις την αρχήν, εις τα δικαστήρια, εις κάθε πραγματάκι.
Συλλογίσου τα καλά. Αν θέλης ν' αντικαταστήσης μ' αυτά την απάθειαν, την ελευθερίαν, την αταραξίαν ει δ' άλλως, μην πλησιάσης. Μην γείνης 'σάν τα παιδάκια, τόρα φιλόσοφος, ύστερώτερα τελώνης, κατόπιν ρήτωρ, κατόπιν Καισαρικός επίτροπος. Αυτά δεν συμφωνούν. Πρέπει να είσαι ένας άνθρωπος ή αγαθός ή κακός, ή πρέπει να καλλιεργήσης την ψυχήν σου, ή τα εξωτερικά πράγματα, ή προς τα εσωτερικά να προσαρμόζης τον εαυτόν σου, ή προς τα εξωτερικά, δήλα δη να επέχης τάξιν ή φιλοσόφου ή ιδιώτου.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ... _________________ "Εάν δεν αφαιρέσεις από την αστική ηγεσία την υπεράσπιση του εθνισμού και την περάσεις στα χέρια της Αριστεράς, είσαι τελείως χαμένος σε οποιοδήποτε επαναστατικό σου παιχνίδι." Μιχάλης "Πάμπλο" Ράπτης.
|
|
Επιστροφή στην κορυφή |
|
|
ΓΙΑΝΝΗΣΜ
Ένταξη: 03 Ιούλ 2006 Δημοσιεύσεις: 463
|
Δημοσιεύθηκε: Δευ Οκτ 29, 2007 3:53 pm Θέμα δημοσίευσης: |
|
|
|
Συνέχεια από το προηγούμενο...
ΕΠΙΚΤΗΤΟΥ
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ
Μετάφραση, προλεγόμενα: Αρ. Καμπάνης
Λ’.
1. Τα καθήκοντα γενικώς κανονίζονται κατά τας σχέσεις. Πατέρας σου είνε; Σου υπαγορεύεται να φροντίζης περί αυτού, να κάμνης παντού παραχωρήσεις, ν' ανέχεσαι τας ύβρεις του, τα κτυπήματά του. “Μα είνε κακός πατέρας”. Και μήπως έλαβες από την φύσιν καλόν πατέρα; έλαβες πατέρα. “Ο αδελφός μου με αδικεί”, θα 'πης. Να διατηρής μολαταύτα τα εκ των σχέσεων πηγάζοντα προς αυτόν καθήκοντα σου· ούτε και να εξετάζης τί κάμνει εκείνος, αλλά τί κάμνων εσύ θ' αφίνης μολαταύτα την ψυχικήν σου διάθεσιn [7a] προς την φύσιν σύμφωνην, διότι κανείς δεν θα σε βλάψη, αν δεν θέλης εσύ· τότε θα έχης πάθη βλάβην, όταν νομίσης ότι βλάπτεσαι. Αν λοιπόν φροντίζης κατ' αυτόν τον τρόπον να μανθάνης τας σχέσεις σου προς τον άλλον ως γείτονα, ως πολίτην ή ως στρατηγόν, θα συνηθίσης εις το να θεωρής τα εκ των σχέσεων καθήκοντα.
ΛΑ.
1. Γνώριζε, ότι το κυριώτατον της ευσεβείας προς τους θεούς είναι τούτο: να έχης δήλα δη ορθάς περί τούτων αντιλήψεις, ότι υπάρχουν και διοικούν όλα τα πράγματα καλά και δίκαια, και να έχης μονίμως τάξη τον εαυτόν σου εις τούτο, να πείθεσαι δήλα δη εις αυτούς και να υπείκης εις ό,τι γίνεται και ν' ακολουθής θεληματικά τούτο, ως επιτελούμενον πολύ ευλόγως. Διότι κατ' αυτόν τον τρόπον ούτε θα παραπονεθής ποτέ εναντίον των θεών, ούτε θα τους κατηγορήσης ότι δεν φροντίζουν περί σου.
2. Κατ' άλλον τρόπον τούτο δεν είνε δυνατόν να γείνη, εάν δεν αφαρέσης από όσα δεν είνε εις την εξουσίαν μας το αγαθόν και το κακόν και το θέσης εις όσα έχομεν εις την εξουσίαν μας. Παραδείγματος χάριν, αν θεωρήσης κάποιο απ' αυτά αγαθόν ή κακόν, κατ' ανάγκην, όταν θ' αποτυγχάνης εις όσα θέλεις, και περιπίπτης εις όσα δεν θέλεις, θα κατηγορήσης και θα μισήσης τους αιτίους.
3. Διότι κάθε ζώον είνε πλασμένον ούτως ώστε, όσα μεν του φαίνονται βλαβερά, και τας αιτίας των ακόμη ν' αποφεύγη και ν' απομακρύνεται, όσα δε του φαίνονται ωφέλιμα, και τα αίτιά των να ζητή επιμόνως και να εξαφνίζεται εξ αφορμής των. Διότι είνε παράδοξον, νομίζων κανείς ότι βλάπτεται, να χαίρη εξ αιτίας εκείνου που νομίζει ότι τον βλάπτει, καθώς είνε δυνατόν να χαίρη δι' αυτήν ταύτην την βλάβην.
4. Διά τούτο και ο πατέρας κατηγορείται από τον υιόν, όταν δεν μεταδίδη εις το παιδί του από τα νομιζόμενα αγαθά· και τον Πολυνείκη και τον Ετεοκλή αυτό έκαμεν εχθρούς μεταξύ των, το ότι ενόμιζαν την βασιλείαν καλόν πράγμα. Διά τούτο και ο γεωργός κατηγορεί τους θεούς, διά τούτο ο ναύτης, διά τούτο ο έμπορος, διά τούτο όσοι χάνουν τας γυναίκας των και τα παιδιά των. Διότι, όπου το συμφέρον υπάρχει, εκεί και η ευσέβεια. Ώστ' εκείνος που φροντίζει διά τας ορέξεις του κατά πρέποντα τρόπον και διά τας αποστροφάς του, φροντίζει συγχρόνως και διά την ευσέβειαν.
5. Το να κάμνης σπονδάς και να θυσιάζης και να κάμνης αναθήματα κατά τα πάτρια είνε προσήκον, ευρισκόμενος όμως εις καθαράν κατάστασιν και χωρίς νωχέλειαν, ούτε αφροντίστως, ούτε βέβαια πτωχικά, ούτε υπέρ την δύναμίν σου.
ΛΒ.
Όταν προσέρχεσαι εις μαντείον, συλλογίσου πως, τί θα γείνη μεν σου είνε άγνωστον, αλλ' ότι θα το μάθης από τον μάντιν, τί δε ημπορεί να είνε το ηξεύρεις εκ των προτέρων, αν είσαι βέβαια φιλόσοφος. Διότι, αν είνε κάτι από όσα δεν είνε εις την εξουσίαν μας, αναγκαίως ούτε αγαθόν ούτε κακόν θα είνε.
Να μη φέρης λοιπόν πηγαίνων εις τον μάντιν ούτε όρεξιν ούτε αποστροφήν μαζί σου, μήτε τρέμων να προσέρχεσαι, αλλά ωσάν άνθρωπος που έχει καλά γνωρίση ότι, πάν ό,τι μέλλει να συμβή είνε κάτι τι αδιάφορον και που δεν αφορά καθόλου εις αυτόν, και οτιδήποτε αν είνε ημπορείς να το χρησιμοποιήσης και κανείς δεν θα σ' εμποδίση εις τούτο. Με θάρρος λοιπόν να πηγαίνης προς τους θεούς, ως προς συμβούλους· και όταν σου δοθή κάποια συμβουλή, συλλογίσου ποίους συμβούλους παρέλαβες και ποίους, αν τυχόν απειθήσης, μέλλεις να παρακούσης.
3. Και να πηγαίνης εις τα μαντεία, καθώς ήθελεν ο Σωκράτης, δι' όσα αναφέρονται εις την έκτασιν και περί των οποίων ούτε διά του λόγου, ούτε με κάποιαν άλλην τέχνην δίδονται αφορμαί να μάθης ό,τι θέλεις· ώστε, όταν θα χρειασθή να συγκινδυνεύσης με φίλον ή με την πατρίδα σου, δεν πρέπει να ερωτήσης το μαντείον, αν πρέπει να συγκινδυνεύσης. Διότι, και αν σου προείπη ο μάντις, ότι τα ιερά δεν προμηνύουν καλόν, είνε φανερόν ότι ο θάνατος σημαίνεται, ή φθορά εις μέρος του σώματός σου, είτε εξορία· αλλά ο λόγος επιτάττει και μ' όλ' αυτά να παραστέκεσαι εις τον φίλον σου και να συγκινδυνεύης με την πατρίδα σου. Λοιπόν πρόσεχε εις τον μεγαλύτερον μάντιν, τον Πύθιον, ο οποίος εξέβαλε ποτέ από τον ναόν τον μη βοηθήσαντα τον φίλον του, φονευόμενον.
ΛΓ.
1. Διάγραψε απ' εδώ κ' εμπρός ένα χαρακτήρα εις τον εαυτόν σου, τον οποίον θα φύλαξης, και όταν είσαι μόνος και όταν είσαι με άλλους.
2. Και ως επί το πολύ σιωπήν να τηρής, ή να λέγης όσα είνε ανάγκη και κοντολογής. Σπανίως δε κάποτε, αν η περίστασις το καλέση να ομιλήσης, ομίλησε· αλλά διά κανέν από τα τυχόντα. Όχι περί μονομαχιών, όχι περί ιπποδρομιών, όχι περί αθλητών, όχι περί φαγητών ή ποτών, περί των οποίων ομιλούν εις κάθε συναναστροφήν, προ πάντων όχι περί ανθρώπων, με το να ψέγης, να επαινής ή να συγκρίνης.
3. Αν λοιπόν δύνασαι, οδήγει με τους λόγους τους ιδικούς σου και τους λόγους των συντρόφων σου προς αρμόδια υποκείμενα ομιλίας. Αν όμως μέσα εις αλλοφύλους [8] μόνος ευρίσκεσαι, σιώπα.
4. Να μη γελάς πολύ, ούτε εξ αφορμής πολλών πραγμάτων, ούτε υπερβολικά.
5. Να παραιτήσαι από όρκους, αν μεν είνε δυνατόν, ολότελα, ει δε μη, όσον ημπορείς περισσότερον.
6. Γεύματα με τους μη φιλοσόφους και τους ιδιώτας [9] απόφευγε αν όμως έλθη ποτέ καιρός που να μην ημπορής να τ' αποφύγης, η προσοχή σου ας ενταθή, μήπως περιπέσης εις ιδιωτισμόν. [10] Διότι πρέπει να γνωρίζης, ότι, αν ο σύντροφός σου είνε βρωμερός, και εκείνος που τρίβετ' επάνω του εξ ανάγκης θα κολλήση από την βρώμαν του, και αν τύχη να είνε καθαρός και αυτός.
7. Να παραλαμβάνης τα απολύτως αναγκαία διά το σώμα σου, δηλαδή τροφάς, ποτόν, ρούχα, σπίτι, δούλους. Ό,τι δε είνε προς επίδειξιν ή τρυφήν απόρριπτε.
9. Εαν σου πη κανείς ότι ο δείνα σε κακολογεί, μην απολογείσαι προς ό,τι ελέχθη, αλλ' αποκρίνου ότι: “Δεν εγνώριζε βέβαια και πόσα άλλα κακά που έχω· διότι δεν θα εσταματούσ' εκεί”.
10. Δεν είνε αναγκαίον να συχνοπηγαίνης εις τα θέατρα. Αν δε τύχη περίστασις να πας, να μη φαίνεσαι πως προσέχεις εις κανένα παρά μόνον εις τον εαυτόν σου, τουτέστι να θέλης να γίνωνται μόνον όσα γίνονται και να νικά μόνον ο νικητής· διότι κατ' αυτόν τον τρόπον δεν θα ενοχληθής. Ν' απέχης όμως από το να φωνάζης εντελώς και να μην πολυγελάς εις βάρος κανενός, ή να πολυσυγκινήσαι μαζί με τους άλλους. Και, αφού τελειώση το θέαμα, μην πολυμιλής περί εκείνων που έχουν γίνη, εκτός αν είνε κάτι που να συντείνη εις την βελτίωσιν σου· διότι ημπορούν να νομίσουν οι άλλοι ότι εθαύμασες το θέαμα.
11. Εις δημόσια αναγνώσματα να μη πηγαίνης όπου τύχη ούτε εύκολα· και, αν πας, διατήρει την βαρύτητά σου και την γαλήνην σου, που να μην είν ενοχλητική συγχρόνως εις τους άλλους.
12. Όταν έχης να κάμης με κανένα, μάλιστα από όσους νομίζονται μεγάλοι, πρόβαλε εις τον εαυτόν σου εκείνο που ο Σωκράτης ή ο Ζήνων θα έκαμνεν εις ομοίαν περίστασιν και δεν θα λείψης από το να φερθής αρμοδίως εις αυτήν.
13. Όταν συχνάζης εις το σπίτι κανενός από τους μεγαλοσιάνους, πρόβαλε εις τον εαυτόν σου ότι δεν θα τον εύρης μέσα, ότι δεν θα σε δεχθούν, ότι θα σου κλείσουν την θύραν κατά πρόσωπον, ότι πεντάρα δεν θα δώσουν για σένα. Και, αν μ' όλ' αυτά είνε ανάγκη να πας, πρέπει να υποφέρης τα γινόμενα και ποτέ να μην ειπής εις τον εαυτόν σου, ότι “δεν άξιζε τον κόπον”. Διότι τούτο θα ήρμοζεν εις ιδιώτην και άνθρωπον που ερεθίζεται από τα εξωτερικά πράγματα.
14. Εις τας συναναστροφάς ν' απέχης από το να μνημονεύης ή έργα σου ή κινδύνους πολύ και αμέτρως. Διότι, όπως είν' ευχάριστον εις εσένα το να ομιλής περί των κινδύνων σου, δεν είν' ευχάριστον επίσης και εις τους άλλους ν' ακούουν δι' όσα σου έχουν συμβή.
15. Ν' απέχης επίσης και από το να κάμνης τους άλλους να γελούν. Διότι είν' ενδεχόμενον να γλιστρήσης εις τους τρόπους των ιδιωτών και συγχρόνως τούτο να σου ελαττώση το σέβας εκείνων που σε πλησιάζουν.
16. Είν' επίσης επισφαλές και το να προβής εις αισχρολογίαν. Όταν λοιπόν συμβή κάτι παρόμοιον, αν το κρίνης κόμμοδον, και επίπληξε εκείνον που έκαμε την αρχήν· ει δε μη, με την σιωπήν σου και το ερύθημα του και με το να σκυθρωπάσης φανέρωνε την απαρέσκειάν σου προς τα λεγόμενα.
ΛΔ.
1. Όταν κάποιας ηδονής φαντασία σου παρουσιασθή, όπως εις τας άλλας φαντασίας, προφύλαττε τον εαυτόν σου μήπως σε συναρπάση· αλλά πριν προβής εις πράξιν λάβε κάποιαν αναβολήν από τον εαυτόν του. Επειτα ενθυμήσου και τα δύο χρονικά σημεία, κ' εκείνο κατά το οποίον θ' απολαύσης την ηδονήν, κ' εκείνο κατά το οποίον, αφού απολαύσης την ηδονήν, ύστερα θα μετανοήσης και συ αυτός θα κατηγορήσης τον εαυτόν σου· και εις αυτά αντίθεσε, πως εάν κρατηθής εις αποχήν, θα χαρής και θα επαινέσης ο ίδιος τον εαυτόν σου· αν αι περιστάσεις απαιτήσουν να το βάλης εις ενέργειαν, πρόσεχε μήπως νικηθής από την γλυκύτητά του, το ευχάριστόν του και το επαγωγόν· αλλ' αντίθετε: πόσον είνε καλύτερον το να έχης συνείδησιν, ότι έχεις νικήση την νίκην αυτήν.
1. Όταν κάποιας ηδονής φαντασία σου παρουσιασθή, όπως εις τας άλλας φαντασίας, προφύλαττε τον εαυτόν σου μήπως σε συναρπάση· αλλά πριν προβής εις πράξιν λάβε κάποιαν αναβολήν από τον εαυτόν του. Επειτα ενθυμήσου και τα δύο χρονικά σημεία, κ' εκείνο κατά το οποίον θ' απολαύσης την ηδονήν, κ' εκείνο κατά το οποίον, αφού απολαύσης την ηδονήν, ύστερα θα μετανοήσης και συ αυτός θα κατηγορήσης τον εαυτόν σου· και εις αυτά αντίθεσε, πως εάν κρατηθής εις αποχήν, θα χαρής και θα επαινέσης ο ίδιος τον εαυτόν σου· αν αι περιστάσεις απαιτήσουν να το βάλης εις ενέργειαν, πρόσεχε μήπως νικηθής από την γλυκύτητά του, το ευχάριστόν του και το επαγωγόν· αλλ' αντίθετε: πόσον είνε καλύτερον το να έχης συνείδησιν, ότι έχεις νικήση την νίκην αυτήν.
ΛΕ.
Όταν κάτι τι, αφού καλά εννοήσης ότι πρέπει να το κάμης, το κάμνης, μη φοβήσαι να σε ιδούν ότι το κάμνεις, και αν ο κόσμος μέλλη να συλλογίζεται κάτι τι όχι καλόν εις βάρος σου. Διότι, αν μεν δεν κάμνης καλά, απόφευγε αυτό το έργον, αν δε πάλιν καλά, τί φοβείσαι εκείνους που θα σ' επιπλήξουν όχι ορθώς;
ΛΣΤ.
Όπως το “είνε ημέρα” και το “είνε νύκτα” εις διαζευκτικήν μεν πρότασιν έχει μεγάλην αξίαν, εις δε συμπλεκτικήν καμμίαν, έτσι και εις ένα συμπόσιον το να διαλέξης διά τον εαυτόν σου την μεγαλυτέραν μερίδα αναφορικώς μεν προς το σώμα ας υποθέσωμεν ότι έχει αξίαν, αλλά δεν έχει αξίαν αναφορικώς προς τους κοινωνικούς τρόπους, που πρέπει να τηρής εις ένα γεύμα. Όταν λοιπόν συντρώγης με άλλον, ενθυμήσου να μη προσέχης εις την αναφορικώς προς το σώμα αξίαν των τροφών, αλλά και πως να διατηρήσης τον προς εκείνον που δίδει το συμπόσιον σεβασμόν.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ... _________________ "Εάν δεν αφαιρέσεις από την αστική ηγεσία την υπεράσπιση του εθνισμού και την περάσεις στα χέρια της Αριστεράς, είσαι τελείως χαμένος σε οποιοδήποτε επαναστατικό σου παιχνίδι." Μιχάλης "Πάμπλο" Ράπτης.
|
|
Επιστροφή στην κορυφή |
|
|
ΓΙΑΝΝΗΣΜ
Ένταξη: 03 Ιούλ 2006 Δημοσιεύσεις: 463
|
Δημοσιεύθηκε: Δευ Νοέ 26, 2007 1:35 pm Θέμα δημοσίευσης: |
|
|
|
Συνέχεια από το προηγούμενο...
ΕΠΙΚΤΗΤΟΥ
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ
Μετάφραση, προλεγόμενα: Αρ. Καμπάνης
ΛΖ.
Εαν αναλάβης κανένα ρόλον υπέρ τας δυνάμεις του, και εις τούτο έκαμες άσχημην παρουσίαν και παρέλειψες να κάμης ό,τι έπρεπεν.
ΛΗ.
Όταν περιπατής, καθώς προσέχεις μήπως πατήσης καρφί, ή στραγγουλίσης το πόδι σου, ομοίως πρόσεχε, μη βλάψης και το ανώτερον μέρος της ψυχής σου. Και, αν εις την αρχήν κάθε έργου λαμβάνωμεν αυτήν την προφύλαξιν, ασφαλέστερα θα το επιχειρήσωμεν.
ΛΘ.
Μέτρον των όσα πρέπει ν' αποκτήση κανείς είνε το σώμα του, όπως το πόδι είνε μέτρον του υποδήματος. Αν λοιπόν σταματήσης εις αυτό και δεν ζητήσης περισσότερα, θα φυλάξης το μέτρον· αν όμως ζητήσης περισσότερα παρ' όσα σου αναγκαιούν, θα φέρεσαι του λοιπού ωσάν κατά κρημνού, όπως ακριβώς συμβαίνει και με το υπόδημα· αν υπερβής τον πόδα σου, γίνεται κατάχρυσον υπόδημα· έπειτα πορφυρούν, έπειτα κεντητόν. Διότι εις εκείνο που άπαξ υπερέβη το μέτρον όριον κανέν δεν υπάρχει.
Μ.
Αι γυναίκες ευθύς από τα δεκατέσσαρα χρόνια των ονομάζονται “κυρίαι” από τους άνδρας και αρχίζουν να καλλωπίζωνται και εις τούτο έχουν να στηρίζουν όλας τας ελπίδας των. Αξίζει λοιπόν να προσέχουν ότι δεν τιμώνται με άλλο τίποτε ή με το να φαίνωνται κόσμιαι και σεμναί.
ΜΑ.
Σημαίνει έλλειψιν διαθέσεως προς αρετήν το να ενδιατρίβης εις όσα αποβλέπουν το σώμα, δηλαδή εις την πολλήν γυμναστικήν, εις το να πολυφάγης, να πηγαίνης συχνά εις τον απόπατον. Αλλ' αυτά μεν να κάμης παρέργως· να έχης δε την προσοχήν όλην εις την διάνοιάν σου.
ΜΒ.
Όταν σε κακοποιή ή σε κακολογή κανείς, ενθυμήσου, ότι το κάμνει νομίζων ότι είνε καθήκον του. Δεν είνε λοιπόν δυνατόν εκείνος ν' ακολουθή, τον ιδικόν σου τρόπον του βλέπειν, αλλά τον ιδικόν του, ώστε, αν το βλέπη κακά, αυτός βλάπτεται που έχει κ' εξαπατηθή. Διότι, αν κανείς την αληθινήν συμπλεκτικήν πρότασιν υπολάβη, ψευδή, δεν βλάπτεται η πρότασις, αλλά ο απατηθείς εις την εκτίμησίν της. Με αυτάς λοιπόν τας αρχάς αν προχωρής, θα φέρεσαι επιεικώς προς εκείνον, που σε κακολογεί. Και θα επιλέγης κάθε τόσο: “έτσι του εφάνη καλό”.
ΜΓ.
Κάθε πράγμα έχει δύο λαβάς που από την μίαν ημπορείς να το σηκώνης, από την άλλην όχι. Αν σε αδική ο αδελφός σου, μη λαμβάνης το πράγμ' απ' αυτό το μέρος, ότι αδικεί· διότι απ' αυτήν την λαβήν δεν ημπορείς να το πάρης, αλλά μάλλον από την άλλην, ότι αδελφός σου είνε, ότι είνε σύντροφος σου, και θα ημπορέσης να λάβης το πράγμα από το μέρος που είνε δυνατόν να το σηκώνης.
ΜΔ.
Συμπερασμοί όπως οι εξής δεν είνε ορθοί: “Εγώ είμαι πλουσιώτερός σου, εγώ άρα αξίζω πλέον από σέ”, “Εγώ είμαι λογιώτερός σου, εγώ αξίζω άρα περισσότερον από σε”. Ορθότεροι είνε οι εξής: “Εγώ είμαι πλουσιώτερός σου, η περιουσία μου άρα είνε περισσοτέρας αξίας από την ιδικήν σου”, “Εγώ είμαι λογιώτερός σου, και ο λόγος μου λοιπόν αξίζει πλέον από τον ιδικόν σου”. Συ όμως βέβαια ούτε περιουσία είσαι, ούτε λέξις.
ΜΕ.
Κάμνει κανείς πολύ ενωρίς το λουτρόν του; μην ειπής ότι το κάμνει “κακά”, αλλ' ότι πολύ “ενωρίς”. Πίνει κανείς πολύ κρασί; μην ειπής ότι πίνει “κακά”, αλλ' ότι “πολύ”. Διότι πριν να εννοήσης ότι κρίνει κατ' αυτόν τον τρόπον, πόθεν ημπορείς να γνωρίζης αν κάμνει κακά; Διότι κατ' αυτόν τον τρόπον δεν θα σου συμβή να κρίνης σύμφωνα με άλλην παρ' εκείνην που έλαβες εντύπωσιν.
ΜΣΤ.
1. Πουθενά μην ειπής τον εαυτόν σου φιλόσοφον, μήτε να πολυμιλής μεταξύ ιδιωτών με φιλοσοφικά παραγγέλματα, αλλά κάμνε ό,τι αυτά παραγγέλλουν· λόγου χάριν εις συμπόσιον να μη λέγης πως πρέπει να τρώγη κανείς, άλλα τρώγε όπως πρέπει. Διότι ενθυμήσου, ότι τόσον είχεν αφαιρέση από όλα ο Σωκράτης την επιδεικτικότατα, ώστε ήρχοντο προς αυτόν πολλοί θέλοντες να τους συστήση εις άλλους φιλοσόφους, και τους ωδηγούσε. Τόσον υπέμενε να τον παραβλέπουν.
2. Και αν διά κάποιο φιλοσοφικόν παράγγελμα μεταξύ των ιδιωτών γείνη λόγος, τας περισσοτέρας φοράς να σιωπάς· διότι υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να ξεράσης ό,τι ακόμη δεν εχώνευσες. Και όταν σου 'πη κανείς ότι δεν γνωρίζεις τίποτε και συ δεν πειραχθής καθόλου, τότε γνώριζε ότι αρχίζεις το έργον του φιλοσόφου. Επειδή και τα πρόβατα δεν φέρουν χόρτον εις τους ποιμένας ωσάν διά να τους δείξουν πόσον έφαγαν· αλλ' αφού χωνεύσουν εντός ό,τι εβόσκησαν μεταβάλλουν απ' έξω εις μαλλί και γάλα· και συ λοιπόν μη επιδεικνύης τα φιλοσοφικά παραγγέλματα εις τους ιδιώτας, αλλά τα έργα, που θα προέλθουν, αφού τα παραγγέλματα χωνεύσης.
ΜΖ.
Αν κατώρθωσες να περιορίσης τας σωματικάς σου ανάγκας εις πολύ ολίγα, μην επιδεικνύεσαι δι' αυτό, μήτε, αν πίνης νερό κάθε τόσο, να λέγης ότι πίνεις νερό. Και, αν κάποτε θέλης ν' ασκήσαι εις τον κόπον, κάμνε το εις τον εαυτόν σου, όχι εις τους άλλους· να μη εναγκαλίζεσαι τους ανδριάντας· [14] αλλά, αν καμμίαν φοράν διψάς φοβερά, πάρε εις το στόμα σου λίγο νερό, έπειτα πτύσε το και μην το πης εις κανένα.
ΜΗ.
1. Χαρακτήρ και συμπεριφορά του ιδιώτου: ποτέ από τον εαυτόν του δεν προσδοκά ωφέλειαν ή βλάβην, αλλ' από τα εξωτερικά πράγματα. Χαρακτήρ και συμπεριφορά φιλοσόφου: κάθε ωφέλειαν ή βλάβην προσδοκά από τον εαυτόν του.
2. Ενδείξεις ότι ένας προκόπτει: δεν ψέγει κανένα, κανένα δεν επαινεί, δεν παραπονείται εναντίον κανενός, κανένα δεν κατηγορεί, δεν λέγει τίποτε περί του εαυτού του· ότι είνε κάτι ή ότι ξέρει κάτι. Και, αν τον επαινή κανείς, γελά εις βάρος του επαινούντος αυτός μέσα εις τον εαυτόν του· και, αν τον ψέγη, δεν αισθάνεται ανάγκην απολογίας. Προχωρεί δε, καθώς οι άρρωστοι σηκωνόμενοι από την αρρώστιαν, που προχωρούν με φόβον, μήπως ταράξουν τίποτε εις το σώμα των, από όσα ήρχισαν να επιστρέφουν εις την προτέραν κατάστασιν, προτού αυτά στερεωθούν.
3. Πάσαν επιθυμίαν έχει αφαιρέση από τον εαυτόν του και την αποστροφήν έχει μεταφέρη εις ό,τι είνε παρά φύσιν, ως προς εκείνα που έχομεν εις την εξουσίαν μας. Αι ορμαί του όλαι είνε μετριασμέναι. Αν ηλίθιος ή αμαθής νομίζεται, δεν έχει φροντίση. Κοντολογής, παραφυλάττει τον εαυτόν του ως εχθρόν και επίβουλον.
ΜΘ.
Όταν κανείς σεμνύνεται ότι δυναταί να νοή κ' εξηγή τα βιβλία του Χρυσίππου, λέγε συ ο ίδιος προς τον εαυτόν σου ότι, εάν μεν ο Χρύσιππος δεν είχε γράψη ασαφώς, δεν θα είχε με τί να σεμνύνεται αυτός. Εγώ όμως τί είνε που θέλω; να μάθω καλά την φύσιν ποία είνε και να την ακολουθώ. Ζητώ λοιπόν εκείνον που θα μου την διδάξη και επειδή άκουσα ότι είνε ο Χρύσιππος, πηγαίνω προς αυτόν. Αλλά δεν εννοώ όσα έχει γράψη· ζητώ λοιπόν εκείνον που θα μου τα εξηγή. Κ' έως εδώ τίποτε το έκτακτον. Όταν πάλιν εύρω εξηγητήν, υπολείπεται να κάμνω σύμφωνα προς τα παραγγέλματα· και τούτο μόνον είνε έκτακτον. "Αν δε πάλιν αυτήν ταύτην την επιτηδειότητα του εξηγητού θαυμάσω, τί άλλο έγεινα παρά γραμματικός, αντί να γείνω φιλόσοφος; εκτός μόνον εις το ότι, αντί τον Όμηρον να εξηγώ, εξηγώ τον Χρύσιππον. Περισσότερον λοιπόν κοκκινίζω, όταν κανείς μου 'πή, “ξαναδιάβασέ μου τον Χρύσιππον” και δεν ημπορώ να παρουσιάσω όμοια και σύμφωνα τα έργα προς τους λόγους, παρά σεμνύνομαι διά την επιτηδειότητα του ερμηνευτού.
Ν.
Όσα προβάλλει η φιλοσοφία, εις αυτά ως εις νόμους, τους οποίους αν παραβής θ' ασεβήσης, να εμμένης, εις ό,τι δε και αν ειπή κανείς περί σου μη δίδης προσοχήν διότι τούτο δεν είνε εις την εξουσίαν σου.
ΝΑ.
1. Επί πόσον ακόμη χρόνον θ' αναβάλλης να κάμνης άξιον τον εαυτόν σου των αρίστων και τίποτε να μην παραβαίνης από όσα ο λόγος υπαγορεύεις, Έχεις τα φιλοσοφικά παραγγέλματα παραλάβη, προς των οποίων την εκτέλεσιν και ώφειλες να θεωρήσης υποχρεωμένον τον εαυτόν σου, και τον έχεις θεωρήση. Ποίον λοιπόν διδάσκαλον ακόμη περιμένεις, εις τον οποίον ν' αναθέσης την φροντίδα της βελτιώσεώς σου; Δεν είσαι πλέον μειράκιον, αλλά “τέλειος ανήρ”. Αν λοιπόν αμελήσης και ραθυμήσης, κ' ευρίσκης αναβολάς επί αναβολών κάθε τόσο, αν αναβάλλης από ημέρας εις ημέραν να προσέξης εις τον εαυτόν σου, χωρίς ακόμη να το καταλάβης δεν θα κάμνης προκοπήν εις την φιλοσοφίαν, αλλά θα είσαι διαρκώς, και ζωντανός και αποθαμένος, ιδιώτης.
2. Από τούδε λοιπόν κάμε τον εαυτόν σου να ζη ως άνδρας ώριμος και προκόπτων εις την φιλοσοφίαν και πάν ό,τι σου φαίνεται άριστον ας είνε νόμος σου απαράβατος. Και, αν παρουσιάζεται κάτι επίπονον, ή ευχάριστον, ή ένδοξον, ή άδοξον, ενθυμήσου, ότι ο αγών τόρα θα κριθή, και ότι τα Ολύμπια τελούνται τόρα, και δεν είναι πλέον καιρός αναβολών, και ότι εξ αίτιας μιάς ημέρας ή ενός πράγματος και σώζεται και χάνεται κάθε πρόοδος.
3. Ο Σωκράτης έτσι έγινεν ό,τι έγεινε, διά κάθε τι που επαρουσιάζετο μη συμβουλευόμενος άλλο από τον λόγον. Συ δε, αν και δεν είσαι ακόμη Σωκράτης, ωσάν θέλων Σωκράτης να είσαι οφείλεις να ζης.
ΝΒ.
1. Το πρώτον και αναγκαιότατον στοιχείον της φιλοσοφίας είνε να θέτης εις πράξιν τα παραγγέλματα, λόγου χάριν το : “να μη ψεύδεσαι”· το δεύτερον, αι αποδείξεις της αληθείας των παραγγελμάτων λόγου χάριν διατί δεν πρέπει κανείς να ψεύδεται· τρίτον εκείνο που επιβεβαιώνει και διαφωτίζει τας αποδείξεις· λόγου χάριν : διατί τούτο είνε απόδειξις; Τί είνε λοιπόν απόδειξις; τί ακολουθία; τί ανακολουθία; τί είνε αληθεία; τί ψεύδος;
2. Λοιπόν το μεν τρίτον στοιχείον είνε αναγκαίον διά το δεύτερον και το δεύτερον διά το πρώτον το δε αναγκαιότατον και, όπου κανείς πρέπει να αναπαύεται, το πρώτον. Αλλ' ημείς κάμνομεν το αντίστροφον διότι χρονοτριβούμεν εις το τρίτον και ούτω μας απορροφά όλην την φροντίδα· και δεν φροντίζομεν ολότελα διά το πρώτον. Κατ' αυτόν τον τρόπον ψευδόμεθα μεν, το πως αποδεικνύεται όμως, ότι δεν πρέπει να ψευδώμεθα, έχομεν πρόχειρον.
ΝΓ.
Εις πάσαν περίστατιν έχε πρόχειρα τα εξής:
Οδήγησέ με, ώ Ζευ και ώ Πεπρωμένη εσύ,
'ς τον τόπον που μου έχετε ωρισμένον,
αδίστακτα θ' ακολουθώ και αν δεν το θέλω,
θενά γενώ κακός αλλά θ' ακολουθήσω.
Εις την ανάγκην να υποτάσσεται όποιος
γνωρίζει, είνε σοφός των θείων γνώστης.
ΤΕΛΟΣ _________________ "Εάν δεν αφαιρέσεις από την αστική ηγεσία την υπεράσπιση του εθνισμού και την περάσεις στα χέρια της Αριστεράς, είσαι τελείως χαμένος σε οποιοδήποτε επαναστατικό σου παιχνίδι." Μιχάλης "Πάμπλο" Ράπτης.
|
|
Επιστροφή στην κορυφή |
|
|
ΓΙΑΝΝΗΣΜ
Ένταξη: 03 Ιούλ 2006 Δημοσιεύσεις: 463
|
Δημοσιεύθηκε: Τετ Νοέ 28, 2007 1:46 pm Θέμα δημοσίευσης: |
|
|
|
ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑΙ
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ-ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ
Ο Θουκυδίδης (περίπου 460 -397 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας ιστορικός, παγκοσμίως γνωστός για τη συγγραφή της Ιστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου. Πρόκειται για ένα κλασικό ιστορικό έργο, το πρώτο στο είδος του, που αφηγείται τα γεγονότα του πολέμου μεταξύ της Αθήνας και της Σπάρτης (Πελοποννησιακός Πόλεμος, 431 - 404 π.Χ.).
Η ζωή του
Σχεδόν όλα όσα είναι γνωστά για τη ζωή του Θουκυδίδη προέρχονται από τη δική του Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου. Πατέρας του ήταν ο Όλορος, όνομα το οποίο επίσης ανήκε σε πολλούς βασιλείς της Θράκης. Ήταν ιδιοκτήτης χρυσωρυχείων στην παράκτια περιοχή της Θράκης απέναντι από τη Θάσο. Γεννημένος στον Άλιμο, ο Θουκυδίδης είχε συγγενικούς δεσμούς με τον Αθηναίο πολιτικό και στρατηγό Μιλτιάδη και το γιο του Κίμωνα. Η συγγένεια αυτή τον έφερε σε επαφή με τους ανθρώπους που διαμόρφωσαν την ιστορία της περιόδου για την οποία έγραψε.
Ο Θουκυδίδης ήταν περίπου 25-30 ετών στην αρχή του Πελοποννησιακού Πολέμου (431 π.Χ.). Αρρώστησε και ο ίδιος κατά τον λοιμό που έπληξε την Αθήνα μεταξύ 430 και 427 π.Χ. εξοντώνοντας το ένα τέταρτο του πληθυσμού της, μεταξύ αυτών και τον Περικλή.
Το 424 π.Χ. εκλέχθηκε στρατηγός και ανέλαβε τη διοίκηση 7 πλοίων που αγκυροβολούσαν στη Θάσο, πιθανότατα λόγω των διασυνδέσεών του στην περιοχή. Κατά το χειμώνα του 424/3 π.Χ. ο Σπαρτιάτης στρατηγός Βρασίδας επιτέθηκε στην Αμφίπολη, μια παραλιακή πόλη της Μακεδονίας στα ανατολικά της Θάσου, στρατηγικής σημασίας για την Αθηναϊκή Συμμαχία, λόγω της ναυπηγήσιμης ξυλείας που πρόσφερε η περιοχή και επειδή βρισκόταν κοντά στα χρυσορυχεία του Παγγαίου. Ο Αθηναίος διοικητής της Αμφίπολης ζήτησε βοήθεια από το Θουκυδίδη.
Ο Βρασίδας, γνωρίζοντας ότι ο Θουκυδίδης βρισκόταν στη Θάσο και φοβούμενος βοήθεια από τη θάλασσα, έσπευσε να προσφέρει ευνοϊκούς όρους στους κατοίκους της Αμφίπολης για παράδοση, τους οποίους και δέχτηκαν. Έτσι όταν ο Θουκυδίδης έφτασε στην Αμφίπολη, η πόλη ήταν ήδη υπό σπαρτιατικό έλεγχο.
Τα νέα για την απώλεια της Αμφίπολης προκάλεσαν μεγάλη αναστάτωση στην Αθήνα. Σχετικά με την αποτυχία του να σώσει την πόλη, ο Θουκυδίδης αναφέρει:
Ήταν επίσης γραμμένο να εξοριστώ από την πατρίδα μου για είκοσι χρόνια μετά τα γεγονότα της Αμφίπολης και, όντας παρών και με τις δύο πλευρές της διαμάχης και κυρίως με τους Πελοποννήσιους λόγω της εξορίας μου, είχα το χρόνο να παρακολουθώ τις καταστάσεις κάπως αμερόληπτα.
Χρησιμοποιώντας την ιδιότητα του εξόριστου για να ταξιδεύει ελεύθερα ανάμεσα στους Πελοποννήσιους συμμάχους, μπόρεσε να δει τον πόλεμο από την οπτική γωνία και των δύο στρατοπέδων. Πιθανόν να ταξίδεψε και στη Σικελία κατά τη Σικελική Εκστρατεία, καθώς υπάρχουν εξαιρετικά παραδείγματα βαθιάς γνώσης των τοπικών συνθηκών. Σε αυτή τη χρονική περίοδο διεξήγαγε σημαντική έρευνα για την ιστορία του.
Σύμφωνα με τον Παυσανία, κάποιος με το όνομα Οινόβιος κατάφερε να περάσει ένα νόμο που επέτρεπε στο Θουκυδίδη να γυρίσει στην Αθήνα, πιθανόν λίγο μετά την παράδοση της Αθήνας και το τέλος του πολέμου το 404 π.Χ. Ο Παυσανίας συνεχίζει λέγοντας ότι δολοφονήθηκε κατά την επιστροφή του στην Αθήνα. Πολλοί αμφισβητούν αυτή την εκδοχή, θεωρώντας πως υπάρχουν ενδείξεις ότι έζησε μέχρι και το 397 π.Χ.
Πάντως όποια από τις δύο απόψεις και αν ισχύει, το σίγουρο είναι ότι παρόλο που έζησε μετά το τέλος του πολέμου, δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την Ιστορία του. Η αφήγησή του τελειώνει απότομα στο μέσο του έτους 411 π.Χ., υποδηλώνοντας ίσως ότι πέθανε κατά τη διάρκεια της συγγραφής του έργου. Σύμφωνα με κάποια παράδοση αναφέρεται ότι το κείμενό του βρέθηκε να τελειώνει με μία ανολοκλήρωτη πρόταση. Τα λείψανά του επιστράφηκαν στην Αθήνα και ενταφιάστηκαν στον οικογενειακό τάφο του Κίμωνα.
Χαρακτήρας - Επιρροές
Ο Θουκυδίδης πιθανότατα εκπαιδεύτηκε από τους Σοφιστές, δασκάλους και φιλοσόφους της κλασικής Αθήνας. Αυτοί τον παρότρυναν να μη δέχεται τα πράγματα όπως είναι και να αμφισβητεί τις καθιερωμένες αλήθειες, τον δίδαξαν τις τεχνικές που χρησιμοποίησε στη συγγραφή και τον βοήθησαν να αναπτύξει τις ικανότητες εκείνες που χρησιμοποίησε για να προσεγγίσει την αλήθεια.
Ο χαρακτήρας του λέγεται ότι ήταν ψυχρός, μελαγχολικός και απαισιόδοξος. Ο Θουκυδίδης θαύμαζε τον Περικλή και επιδοκίμαζε την εξουσία που είχε στο λαό, παρόλο που απεχθανόταν τους λαϊκιστές δημαγωγούς που τον ακολουθούσαν. Ο Θουκυδίδης δεν ήταν υπέρμαχος της ριζικής δημοκρατίας που προωθούσε ο Περικλής, αλλά πίστευε ότι ήταν αποδεκτή όταν λειτουργούσε υπό την καθοδήγηση ενός ικανού ηγέτη.
Ο ιστορικός Θουκυδίδης
Ο Θουκυδίδης γενικά αναγνωρίζεται ως ένας από τους πρώτους αληθινούς ιστορικούς. Αντίθετα με τον προγενέστερό του Ηρόδοτο (αποκαλούμενος ως «πατέρας της Ιστορίας» από τον Ρωμαίο Κικέρωνα), ο οποίος περιελάμβανε στην ιστορία του φήμες και αναφορές στη μυθολογία και τους θεούς, ο Θουκυδίδης συμβουλευόταν επίμονα και σε μεγάλο βαθμό γραπτά ντοκουμέντα και συνομιλούσε με ανθρώπους που συμμετείχαν ή και πρωταγωνίστησαν στα γεγονότα τα οποία περιέγραφε. Ίσως και να κατέληξε ασυνείδητα σε ορισμένα βεβιασμένα συμπεράσματα, για παράδειγμα σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν ότι υποτίμησε την περσική επιρροή στις εξελίξεις στην Ελλάδα. Μάλιστα εικάζεται ότι την περίοδο του θανάτου του σχεδίαζε να αναθεωρήσει πλήρως το έργο του, συνειδητοποιώντας αυτή την παράβλεψη. Παρόλ’αυτά υπήρξε ο πρώτος ιστορικός που προσπάθησε πραγματικά να είναι πλήρως αντικειμενικός. Με την εισαγωγή της μεθόδου της ιστορικής αιτιότητας (της αναζήτησης των βαθύτερων αιτιών ενός γεγονότος) υπήρξε ο πρώτος που προσέγγισε με επιστημονικό τρόπο την ιστορία.
Η μόνη σημαντική διαφορά μεταξύ του έργου του Θουκυδίδη και ενός σύγχρονου ιστορικού έργου είναι ότι ο Θουκυδίδης συμπεριλαμβάνει στην Ιστορία του μακροσκελείς λόγους πολιτικών προσώπων, οι οποίοι όπως επισημαίνει ο ίδιος, είναι η καλύτερη δυνατή απόδοση, δεδομένων των περιορισμών της μνήμης, των όσων λέχθηκαν (ίσως αυτών που ίδιος πίστευε ότι πρέπει να λέχθηκαν). Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Περικλέους Επιτάφιος (ο λόγος που ο Περικλής εκφώνησε για τους πρώτους νεκρούς του πολέμου), που περιλαμβάνει ένα φλογερό ύμνο στην Αθηναϊκή δημοκρατία. Το παρακάτω απόσπασμα αναφέρεται συχνά σε πολεμικούς επικήδειους, καθώς είναι εξαιρετικό παράδειγμα απόδοσης τιμών στους νεκρούς:
Ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος, καὶ οὐ στηλῶν μόνον ἐν τῇ οἰκεία σημαίνει ἐπιγραφή, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ μὴ προσηκούσῃ ἄγραφος μνήμη παρ’ ἑκάστω τῆς γνώμης μᾶλλον ἢ τοῦ ἔργου ἐνδιαιτᾶται. (2. 43)
(Διότι τάφος των επιφανών ανδρών είναι κάθε τόπος, και δε σώζεται το όνομά τους μόνο σε επιγραφές στην πατρίδα τους, αλλά διατηρείται η ανάμνησή τους και στις ξένες χώρες, πιο πολύ στη μνήμη και στις καρδιές των ανθρώπων παρά στα γραπτά μνημεία και στους τάφους.) (ελεύθερη απόδοση)
Η πατρότητα του Επιταφίου αμφισβητείται, καθώς μεγάλο μέρος της ιστορικής κοινότητας θεωρεί ότι είναι δημιούργημα του Θουκυδίδη και όχι του Περικλή.
Ίσως η επιτομή της έρευνας του Θουκυδίδη πάνω στα βαθύτερα αίτια του πολέμου είναι ο Μηλίων Διάλογος. Πρόκειται για ένα ασυνήθιστο απόσπασμα, καθώς είναι γραμμένο σε μορφή που θυμίζει θεατρικό έργο. Σε αυτό αναδεικνύεται καθαρά ο ιμπεριαλιστικός κυνισμός των Αθηναίων, οι οποίοι αρνούνται το δικαίωμα αυτοδιάθεσης ή ουδετερότητας στους Μηλίους. Πρόκειται για ένα έμμεσο αλλά σαφές σχόλιο σχετικά με την αναγκαιότητα μιας ηθικής βασισμένης στη λογική και όχι στη δύναμη, προκειμένου κάποια στιγμή στο μέλλον να σταματήσουν οι πόλεμοι και η ανθρώπινη εκμετάλλευση. Με άλλα λόγια, ως πραγματική αιτία του πολέμου παρουσιάζεται η άρνηση των Αθηναίων να χρησιμοποιήσουν τη λογική στις σχέσεις τους με τους άλλους ανθρώπους, και η επιμονή τους να επεκτείνουν συνεχώς την ηγεμονία τους βασιζόμενοι στη στρατιωτική και οικονομική τους δύναμη, πράγμα το οποίο οι Πελοποννήσιοι (το αντίπαλο δέος) φυσικά δεν μπορούσαν να ανεχτούν.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Θουκυδίδης δεν εξετάζει την τέχνη, τη λογοτεχνία ή την κοινωνία της εποχής εκείνης, αλλά αυστηρά ό,τι θεωρούσε ότι σχετιζόταν με τον πόλεμο, και αυτό γιατί περιέγραφε ένα συγκεκριμένο γεγονός και όχι μια ιστορική περίοδο. Επίσης άξιο προσοχής είναι ότι είχε συναίσθηση της σπουδαιότητας που θα είχε το έργο του για τις μελλοντικές γενιές, όπως φαίνεται στο παρακάτω απόσπασμα:
Καὶ εἰς μὲν ἀκρόασιν ἴσως τὸ μὴ μυθῶδες αὐτῶν ἀτερπέστερον φανεῖται, ὃσοι δὲ βουλήσονται τῶν τε γενομένων τὸ σαφὲς σκοπεῖν καὶ τῶν μελλόντων ποτὲ αῦθις κατὰ τὸ ἀνθρώπειον τοιούτων καὶ παραπλησίων ἔσεσθαι, ὠφέλιμα κρίνειν αὐτὰ ἀρκούντως ἔξει. Κτῆμα τε ἐς ἀεῖ μᾶλλον ἢ ἀγώνισμα εἰς τὸ παραχρῆμα ἀκούειν ξύγκειται. (1. 22)
(Κατά την ακρόαση ίσως η ιστορία αυτή φανεί λιγότερο διασκεδαστική απ’ότι θα έπρεπε, καθώς δε μοιάζει με παραμύθι. Θα μου είναι όμως αρκετό να την κρίνουν ωφέλιμη εκείνοι, οι οποίοι θέλουν να έχουν μια σαφή εικόνα των όσων έχουν γίνει, ή μια πρόβλεψη των όσων θα γίνουν, με παρόμοιο τρόπο, όπως συνήθως συμβαίνει με την ανθρώπινη ιστορία. Και όντως έχει συντεθεί για να αποτελέσει περισσότερο αιώνιο κτήμα των ανθρώπων παρά για να διαβάζεται σε γιορτές και ρητορικούς αγώνες.) (ελεύθερη απόδοση)
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια _________________ "Εάν δεν αφαιρέσεις από την αστική ηγεσία την υπεράσπιση του εθνισμού και την περάσεις στα χέρια της Αριστεράς, είσαι τελείως χαμένος σε οποιοδήποτε επαναστατικό σου παιχνίδι." Μιχάλης "Πάμπλο" Ράπτης.
|
|
Επιστροφή στην κορυφή |
|
|
ΓΙΑΝΝΗΣΜ
Ένταξη: 03 Ιούλ 2006 Δημοσιεύσεις: 463
|
Δημοσιεύθηκε: Τετ Νοέ 28, 2007 1:54 pm Θέμα δημοσίευσης: |
|
|
|
ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑΙ
Βιβλίον Α'
Μετάφραση Ελ. Βενιζέλου
Αίτια και αφορμαί του πολέμου
Προοίμιον (1-23)
1. Θουκυδίδης, ο Αθηναίος, έγραψε την ιστορίαν του πολέμου μεταξύ των Πελοποννησίων και των Αθηναίων. Την συγγραφήν αυτού ήρχισεν ευθύς εξ αρχής της εκρήξεώς του, διότι προείδεν ότι θ' απέβαινε μεγάλος και περισσότερον αξιομνημόνευτος από κάθε προηγούμενον πόλεμον, και εσυμπέραινε τούτο από το γεγονός ότι αμφότερα τα Κράτη κατήρχοντο εις αυτόν, ενώ ευρίσκοντο εις την ακμήν της παντός είδους στρατιωτικής δυνάμεώς των, και ότι έβλεπε τους λοιπούς Έλληνας είτε τασσόμενους αμέσως, είτε διανοουμένους τουλάχιστον να ταχθούν προς το εν ή το άλλο μέρος. Η κίνησις αυτή ετάραξε τωόντι βαθύτατα την Ελλάδα, και μέρος υπό τους βαρβάρους και σχεδόν τον κόσμον όλον. Τα προγενέστερα γεγονότα και τα έτι παλαιότερα δεν δύνανται να εξακριβωθούν σαφώς, ένεκα της παρόδου πολλού χρόνου. Αλλά από τεκμήρια, τα οποία, ωθών την έρευνάν μου μέχρι του απωτάτου παρελθόντος, κρίνω αξιόπιστα, άγομαι να πιστεύσω ότι δεν υπήρξαν μεγάλα, ούτε υπό πολεμικήν, ούτε υπό άλλην έποψιν.
2.
Αι μεταναστεύσεις
Διότι είναι προφανές ότι η χώρα που καλείται σήμερον Ελλάς δεν ήτο μονίμως κατοικημένη εξ αρχής, αλλ' εγίνοντο εις το παρελθόν συχναί μεταναστεύσεις και οι κάτοικοι χωρίς πολλάς δυσκολίας εγκατέλειπαν τας εστίας των, εξαναγκαζόμενοι εις τούτο από νέους πολυαριθμοτέρους εκάστοτε εποίκους. Καθόσον ούτε το εμπόριον, όπως σήμερον διεξάγεται, υπήρχε τότε, ούτε ασφαλής διά ξηράς ή διά θαλάσσης συγκοινωνία, και καθένας εξεμεταλλεύετο το έδαφος, το οποιον είχε υπό την κατοχήν του, τόσον μόνον όσον ήρκει διά την συντήρησίν του. Ούτε πλούτον έσώρευαν, ούτε την γην εφύτευαν, τόσον μάλλον καθόσον αι εγκαταστάσεις των δεν ήσαν ωχυρωμέναι και ως εκ τούτου εφοβούντο μήπως από στιγμής εις στιγμήν άλλοι επιδρομείς επέλθουν και τους αφαιρέσουν κάθε τι που έχουν. Επειδή, εξ άλλου, επίστευαν ότι οπουδήποτε ημπορούν να εξασφαλίσουν την αναγκαίαν καθημερινήν τροφήν, εμετανάστευαν όχι απροθύμως και δι' αυτό δεν ήσαν ισχυροί ούτε κατά το μέγεθος των πόλεων, ούτε κατά την πολεμικήν γενικώς παρασκευήν. Αλλά τα ευφορώτερα προ πάντων διαμερίσματα υπέκειντο εις διηνεκείς μεταβολάς των κατοίκων - όπως, λόγου χάριν, αι επαρχίαι, αι οποίαι σήμερον ονομάζονται Θεσσαλία και Βοιωτία, και το μεγαλύτερον μέρος της Πελοποννήσου, εκτός της Αρκαδίας, και από την άλλην Ελλάδα τα καλύτερα μέρη. Διότι η ευφορία της γης έφερεν αύξησιν της δυνάμεως ωρισμένων προσώπων, η οποία επροκάλει εμφυλίους σπαραγμούς, από τους οποίους τα διαμερίσματα αυτά εφθείροντο τόσον μάλλον, καθόσον ήσαν περισσότερον εκτεθειμένα εις εξωτερικάς επιδρομάς. Η Αττική, εν πάση περιπτώσει,λόγω του ότι το έδαφός της είναι ισχνόν και πτωχόν, υπήρξεν ανέκαθεν απηλλαγμένη από στάσεις και διά τον λόγον αυτόν διετήρησε πάντοτε τους ιδίους κατοίκους. Και έχομεν εδώ απόδειξιν του ισχυρισμού μου ότι, λόγω της μεταναστεύσεως, τα άλλα μέρη της Ελλάδος δεν ηυξήθησαν εις πληθυσμόν όπως η Αττική. Διότι οι δυνατώτεροι από εκείνους, όσοι, ένεκα εξωτερικών πολέμων ή εσωτερικών στάσεων εξεδιώκοντο από την άλλην Ελλάδα, κατέφευγαν εις τας Αθήνας ως εις τόπον ασφαλή, και, πολιτογραφούμενοι, κατέστησαν την πόλιν, ευθύς από τους παλαιότατους χρόνους, ακόμη πλέον πολυάνθρωπον, εις τρόπον ώστε επειδή η Αττική απέβη ανεπαρκής διά τον πληθυσμόν της πόλεως οι Αθηναίοι απέστειλαν αποικίας εις την Ιωνίαν.
3.
Το όνομα Ελλάς
Την αδυναμίαν, άλλωστε, των παλαιών καιρών μου φαίνεται ότι αποδεικνύει και το γεγονός προ πάντων ότι πριν από τα Τρωικά τίποτε δεν επεχείρησεν από κοινού η Ελλάς. Νομίζω μάλιστα ότι το όνομα αυτό ούτε είχε δοθή ακόμη εις όλην την χώραν, ούτε καν υπήρχε προ του Έλληνος, υιού του Δευκαλίωνος, αλλά τα διάφορα φύλα, και εις μεγαλυτέραν έκτασιν το Πελασγικόν, έδιδαν το όνομά των εις τα υπ' αυτών κατοικούμενα διαμερίσματα. Αλλ' από την εποχήν που ο Έλλην και οι υιοί του απέβησαν ισχυροί εις την Φθιώτιδα, και την βοήθειάν των επεκαλούντο οι κάτοικοι των άλλων πόλεων, τα διάφορα φύλα, συνεπεία της επικοινωνίας αυτής, ωνομάζοντο ήδη επί μάλλον και μάλλον Έλληνες, μολονότι πολύς επέρασε καιρός πριν το όνομα τούτο ημπορέση να επικράτηση γενικώς. Την καλυτέραν απόδειξιν παρέχει ο Όμηρος. Διότι, μολονότι έζησε πολύ ύστερον και από τα Τρωικά, πουθενά δεν ωνόμασε με το όνομα αυτό όλους, ούτε άλλους εκτός εκείνων που ηκολούθησαν τον Αχιλλέα από την Φθιώτιδα, οι οποίοι ήσαν και οι πρώτοι Έλληνες, αλλ' αποκαλεί αυτούς εις τα ποιήματά του γενικώς Δαναούς και Αργείους και Αχαιούς. Ούτε βαρβάρους, άλλωστε, μνημονεύει διά τον λόγον, ως νομίζω, ότι ούτε οι Έλληνες είχαν ακόμη διακριθή διά κοινού αντιθέτου ονόματος. Οπωσδήποτε τα διάφορα ελληνικά φύλα, επί των οποίων το όνομα των Ελλήνων, λόγω κοινότητος της γλώσσης, εξηπλώνετο διαδοχικώς από μίαν περιφέρειαν εις άλλην, έως ότου επεξετάθη ακολούθως επί του συνόλου των, δεν έκαμαν καμμίαν κοινήν επιχείρησιν πριν από τα Τρωικά, ένεκα αδυναμίας και ελλείψεως αμοιβαίας επικοινωνίας. Άλλωστε, και την εκστρατείαν ακόμη κατά της Τροίας τότε μόνον επεχείρησαν από κοινού, όταν είχαν ήδη αποκτήσει αξιόλογον εμπειρίαν της θαλάσσης.
4.
Ο Μίνως και η πειρατεία
Ο Μίνως, εξ όσων κατά παράδοσιν γνωρίζομεν, πρώτος απέκτησε πολεμικόν ναυτικόν, και εκυριάρχησεν επί του μεγαλυτέρου μέρους της θαλάσσης, η οποία ονομάζεται σήμερον Ελληνική. Κατακτήσας τας Κυκλάδας νήσους, ίδρυσεν αποικίας εις τας περισσοτέρας από αυτάς, αφού εξεδίωξε τους Κάρας και εγκατέστησε τους υιούς του ως κυβερνήτας. Ως εκ τούτου και την πειρατείαν φυσικά κατεδίωκεν όσον ημπορούσεν από την θάλασσαν αυτήν, διά να περιέρχωνται εις αυτόν ασφαλέστερον τα εισοδήματα των νήσων.
5. Διότι εις την παλαιάν εποχήν οι Έλληνες, και όσοι από τους βαρβάρους εκατοικούσαν είτε τα ηπειρωτικά παράλια, είτε νήσους, όταν ήρχισαν να επικοινωνούν μεταξύ των συχνότερον δια θαλάσσης, επεδόθησαν εις την πειρατείαν υπό την αρχηγίαν ανδρών εκ των δυνατωτάτων, οι οποίοι ωθούντο εις τούτο και από τον πόθον του προσωπικού κέρδους και από την ανάγκην όπως επαρκούν εις την συντήρησιν των απορωτέρων οπαδών των. Και επιτιθέμενοι κατά πόλεων ατειχίστων και αποτελουμένων από άθροισμα κωμών, τας διήρπαζαν και εντεύθεν επορίζοντο κυρίως τα προς το ζην, διότι το έργον τούτο δεν έφερεν εντροπήν, αλλ' επέσυρε τουναντίον και κάποιαν δόξαν. Τον ισχυρισμόν μου τούτον αποδεικνύει όχι μόνον η μέχρι σήμερον συνεχιζομένη δράσις των κατοίκων της Στερεάς, οι οποίοι σεμνύνονται δια τα πειρατικά των κατορθώματα, αλλά και οι παλαιοί ποιηταί, εις τους στίχους των οποίων απευθύνεται πάντοτε στερεότυπος προς τους καταπλέοντας η ερώτησις εάν είναι πειραταί, καθόσον ούτε οι ερωτώμενοι εθεώρουν το έργον τούτο ανάξιον δια τους εαυτούς των, ούτε οι τυχόν απευθύνοντες την ερώτησιν αυτήν υβριστικήν. Και επί της Στερεάς, άλλωστε, ελήστευαν οι μεν τους δε. Και μέχρι
σήμερον διατηρείται η συνήθεια αυτή της κατά κώμας οικήσεως και της διαρπαγής εις πολλά μέρη της Ελλάδος, όπως εις την χώραν των Οζολών Λοκρών, την Αιτωλίαν, την Ακαρνανίαν και τας παρακειμένας λοιπάς ηπειρωτικάς περιφερείας. Και η συνήθεια προς τούτοις της οπλοφορίας έχει διατηρηθή μεταξύ των πληθυσμών αυτών από την εποχήν της παλαιάς ληστείας.
6. Διότι όλοι οι Έλληνες ωπλοφόρουν λόγω του ότι αι κατά κώμας διεσπαρμένοι εγκαταστάσεις των ήσαν ανοχύρωτοι και αι προς αλλήλους συγκοινωνίαι επισφαλείς και ούτως εσυνήθισαν να διαιτώνται, φέροντες όπλα όπως οι βάρβαροι. Το γεγονός άλλωστε, ότι εις τα διαμερίσματα αυτά της Ελλάδος διατηρείται ακόμη ο τρόπος αυτός της διαίτης, είναι τεκμήριον ότι η συνήθεια αυτή επεκράτει άλλοτε γενικώς. Οι Αθηναίοι, εξ άλλου, υπήρξαν μεταξύ των πρώτων, οι οποίοι, αφού παρήτησαν την οπλοφορίαν, ηκολούθησαν δίαιταν μάλλον αβίαστον και ετράπησαν εις την τρυφηλότητα. Και από τους πλέον ηλικιωμένους μεταξύ των, οι πλούσιοι, ένεκα του αβροδιαίτου αυτών, μόλις εσχάτως έπαυσαν να φορούν λινούς χιτώνας και να συμπλέκουν επί της κεφαλής την κόμην των εις κρώβυλον διά χρυσής πόρπης, εχούσης το σχήμα τέττιγος. Ως εκ τούτου, άλλωστε, και ο ιματισμός αυτός επεκράτησεν επί πολύ μεταξύ των πλέον ηλικιωμένων Ιώνων, λόγω της φυλετικής προς τους Αθηναίους συγγενείας. Εξ άλλου, οι Λακεδαιμόνιοι πρώτοι μετεχειρίσθησαν την απλουστέραν ενδυμασίαν, η οποία σήμερον συνηθίζεται, και συγχρόνως η δίαιτα των ευπορωτέρων αφωμοιώθη γενικώς, όσον ήτο δυνατόν, προς την του κοινού λαού. Πρώτοι ωσαύτως κατά τους αθλητικούς αγώνας, αποβάλλοντες τα ενδύματά των, παρουσιάζοντο γυμνοί και ηλείφοντο με έλαιον. Αλλά παλαιότερον, ακόμη και εις τους Ολυμπιακούς αγώνας, οι αθληταί, όταν ηγωνίζοντο, έφεραν διαζώματα περί τα αιδοία, και η συνήθεια αυτή διετηρείτο μέχρι προ ολίγων ετών και διατηρείται, ακόμη και σήμερον εις μερικούς βαρβάρους και ιδίως Ασιάτας, όπου οι αγωνιζόμενοι δια τα έπαθλα πυγμής και πάλης φέρουν διαζώματα. Αλλά θα ημπορούσε κανείς ν' αποδείξη ότι και πολλάς άλλας συνήθειας είχαν οι παλαιοί Έλληνες, ομοίας με τας συνηθείας των σημερινών βαρβάρων.
7. Από τας πόλεις, εξ άλλου, όσαι συνωκίσθησαν εις μεταγενεστέρους χρόνους, όταν η ναυσιπλοΐα είχεν ήδη γίνει ασφαλεστέρα και συνεπώς είχαν αφθονίαν πλούτου, εκτίζοντο επάνω εις τα παράλια και οι ισθμοί κατελαμβάνοντο και απεχωρίζοντο με τείχος από το επίλοιπον έδαφος, χάριν του εμπορίου και της αμύνης εκάστης πόλεως εναντίον των γειτόνων της. Αλλ' αι παλαιαί πόλεις, ένεκα της πειρατείας, η οποία επί πολύν χρόνον επεκράτησε, συνωκίσθησαν εις μεγαλυτέραν από την θάλασσαν απόστασιν, όπου και διατηρούνται μέχρι σήμερον. Διότι οι πειραταί δεν ελήστευαν μόνον οι μεν τους δε, αλλά και εκείνους, οι οποίοι, χωρίς να είναι ναυτικοί, κατώκουν τα παράλια.
8. Αλλ' ακόμη περισσότερον επεδίδοντο εις την πειρατείαν οι νησιώται Κάρες και Φοίνικες, οι οποίοι είχαν κατοικήσει τας περισσοτέρας από τας νήσους, όπως τεκμαίρεται από το γεγονός ότι, όταν οι Αθηναίοι, διαρκούντος του πολέμου, προέβησαν εις τον καθαρμόν της Δήλου, εσήκωσαν όλους τους νεκρούς και τα φέρετρα όσων είχαν αποθάνει εις την νήσον, περισσότεροι από τους μισούς θαμμένους ευρέθησαν ότι ήσαν Κάρες και ανεγνωρίσθησαν ως τοιούτοι και από το είδος του οπλισμού, ο οποίος είχε συνταφή με αυτούς, και από τον τρόπον της ταφής, ο οποίος και σήμερον συνηθίζεται μεταξύ των. Αλλ' αφότου συνεκροτήθη το πολεμικόν ναυτικόν του Μίνωος, αι δια θαλάσσης συγκοινωνίαι έγιναν ασφαλέστεροι, αφ' ενός μεν διότι οι κακοποιοί των νήσων αυτών εξεδιώχθησαν υπ' αυτού, κατά την εποχήν ακριβώς που προέβη εις εποικισμόν των περισσοτέρων, εξ αλλού δε διότι οι κάτοικοι των παραλίων ήρχισαν ήδη ν' αποκτούν μεγαλυτέρας περιουσίας και να έχουν μονιμωτέραν κατοικίαν, και μερικοί μάλιστα, όπως ήτο φυσικόν δι' ανθρώπους, των οποίων ηύξανε καθημερινώς ο πλούτος, και με τείχη περιέβαλλαν τας πόλεις των. Διότι, ένεκα του γενικού πόθου του κέρδους και οι ασθενέστεροι ηνείχοντο την εξάρτησιν από τους ισχυροτέρους και οι δυνατώτεροι, διαθέτοντες πλούτον, καθίστων υπηκόους των τας υποδεεστέρας πόλεις. Και μόνον βραδύτερον, όταν είχαν ήδη έτι μάλλον προαχθή εις την κατάστασιν αυτήν, εξεστράτευσαν κατά της Τροίας.
9.
Ο Τρωϊκός πόλεμος
Και ο Αγαμέμνων, ως φρονώ, κατώρθωσε να συγκεντρώση την ναυτικήν εκστρατείαν εναντίον της Τροίας, διά τον λόγον ότι υπερείχε κατά την δύναμιν από τους άλλους ηγεμόνας, και όχι τόσον διότι οι μνηστήρες της Ελένης, των οποίων υπήρξεν αρχιστράτηγος, είχαν δεσμευθή με τους όρκους που τους επέβαλεν ο Τυνδάρεως. Και όσοι, άλλωστε, από τους Πελοποννησίους παρέλαβαν από τους προγενεστέρους τας ασφαλεστέρας παραδόσεις διηγούνται ότι ο Πέλοψ απέκτησεν αρχικώς δύναμιν λόγω του μεγάλου πλούτου, με τον οποίον ήλθεν από την Ασίαν εις χώραν, της οποίας ο πληθυσμός ήτο πτωχός, και διά τούτο κατώρθωσε, μολονότι ξένος, να δώση εις αυτήν το όνομά του, και ότι ακόμη καλυτέρα τύχη επερίμενε τους απογόνους του μετά τον θάνατον του εγγονού του Ευρυσθέως, βασιλέως των Μυκηνών, ο οποίος εφονεύθη από τους Ηρακλείδας εις την Αττικήν. Καθόσον, όταν ούτος εξεστράτευσεν εκεί, ενεπιστεύθη την αντιβασιλείαν των Μυκηνών, λόγω συγγενείας, εις τον αδελφόν της μητρός του Ατρέα (ο οποίος κατά την εποχήν εκείνην ήτο εξωρισμένος από τον πατέρα του Πέλοπα διά τον φόνον του Χρυσίππου). Και επειδή ο Ευρυσθεύς δεν επέστρεψε πλέον, ο Ατρεύς, ο οποίος άλλωστε εθεωρείτο ανήρ πλουσιώτατος και είχε κολακεύσει το πλήθος, ανέλαβε την βασιλείαν των Μυκηνών και γενικώς των μερών, επί των οποίων εξετείνετο η αρχή του Ευρυσθέως, συμφώνως άλλωστε με την επιθυμίαν αυτών των Μυκηναίων, οι οποίοι επί πλέον εφοβούντο τους Ηρακλείδας. Και έτσι ο οίκος του Πέλοπος έγινεν ισχυρότερος από τον οίκον του Περσέως. Τα δύο αυτά σκήπτρα αφού ήνωσεν εις χείρας του ο Αγαμέμνων, υιός του Ατρέως, και έγινε συγχρόνως ισχυρότερος από τους άλλους κατά την ναυτικήν δύναμιν, κατώρθωσεν, όπως
εγώ νομίζω, να συγκέντρωση την εκστρατείαν, διότι οι ηγεμόνες τον ηκολούθησαν, όχι κατά χάριν, αλλ' από φόβον. Διότι εις την εκστρατείαν προσήλθεν έχων ο ίδιος τα περισσότερα πλοία και συγχρόνως εφωδίασε με τοιαύτα τους Αρκάδας, εάν η περί τούτου μαρτυρία του Ομήρου πρέπη να ληφθή υπ' όψιν. Και εις τους στίχους, άλλωστε, όπου ομιλεί περί της διαδοχής του σκήπτρου, αναφέρει περί αυτού ο Όμηρος ότι εβασίλευσεν εις πολλάς νήσους καί ολόκληρον το Άργος. Εν τούτοις, εάν δεν είχεν αξιόλογον ναυτικήν δύναμιν, δεν θα ημπορούσε με τον στρατόν της ξηράς να βασιλεύη εις νήσους, εκτός των εγγύς της παραλίας κειμένων, αι οποίαι όμως δεν ημπορούσαν να είναι πολλαί. Και από την εστρατείαν άλλωστε αυτήν πρέπει να εικάζωμεν περί της σημασίας των προγενεστέρων.
10. Το ότι αι Μυκήναι ήσαν μικραί, η κάθε άλλη πόλις του τότε καιρού φαίνεται σήμερον ασήμαντος, δεν είναι αποχρών λόγος όπως αρνηθή κανείς να πιστεύση ότι η κατά της Τροίας εκστρατεία υπήρξεν όσον μεγάλη λέγεται από τους ποιητάς και παριστάνεται από την παράδοσιν. Διότι, εάν η πόλις των Λακεδαιμονίων ήθελεν ερημωθή και δεν απέμεναν παρά οι ναοί και τα θεμέλια των άλλων οικοδομημάτων, οι μεταγενέστεροι, μετά πάροδον πολλού χρόνου, νομίζω, δεν θα επίστευαν ότι η δύναμίς της υπήρξεν ανάλογος προς την φήμην της. Και, εν τούτοις, οι Λακεδαιμόνιοι όχι μόνον εξουσιάζουν αμέσως τα δύο πέμπτα της Πελοποννήσου, αλλά και έχουν την αρχηγίαν του υπολοίπου αυτής και πολλών συμμάχων εκτός αυτής. Εφόσον, εν τούτοις, η πόλις της Σπάρτης ούτε ένα συνοικισμόν απετέλεσε ποτέ, ούτε πολυτελείς ναούς και οικοδομάς έκτισεν, αλλά κατοικείται κατά κώμας, σύμφωνα με την παλαιάν συνήθειαν της Ελλάδος, η δύναμίς της θα εφαίνετο υποδεεστέρα της πραγματικής. Ενώ, εάν η πόλις των Αθηνών επάθαινεν ομοίαν συμφοράν, η δύναμίς της, κρινομένη από την απλήν εξωτερικήν εμφάνισιν, θα εφαίνετο, νομίζω, διπλασία της πραγματικής. Δεν είναι λοιπόν ορθόν να είμεθα δύσπιστοι, ούτε ν' αποβλέπωμεν εις την εξωτερικήν εμφάνισιν των πόλεων μάλλον παρά εις την δύναμίν των, αλλά πρέπει να θεωρούμεν ότι η κατά της Τροίας εκστρατεία υπήρξε μεν μεγαλύτερα από τας προηγουμένας, υπολείπεται όμως των σημερινών, εάν πρέπη να πιστεύσωμεν και εδώ τα ποιήματα του Ομήρου. Διότι, μολονότι είναι φυσικόν να υποθέσωμεν ότι ούτος ως ποιητής μεγαλοποιεί δια της φαντασίας του την εκστρατείαν όμως και πάλιν φαίνεται αυτή υποδεεστέρα. Καθόσον, από τα χίλια διακόσια πλοία, που έλαβαν μέρος εις την εκστρατείαν, περιγράφει τα μεν των Βοιωτών ως έχοντα εκατόν είκοσι άνδρας έκαστον, τα δε του Φιλοκτήτου πενήντα, μνημονεύων ούτως, ως πιστεύω, τα μεγαλύτερα και τα μικρότερα πλοία. Εν πάση περιπτώσει, δεν μνημονεύει άλλου μεγέθους πλοία εις τον κατάλογόν του. Ότι, εξ άλλου, όλοι οι άνδρες του πληρώματος ήσαν κωπηλάται συγχρόνως και μάχιμοι, αναφέρει εν σχέσει προς τα πλοία του Φιλοκτήτου, όταν παριστάνη όλους τους κωπηλάτας ως τοξότας. Επιβάται, εξ άλλου, εκτός των βασιλέων και των κυριωτάτων εκ των εν τέλει, δεν είναι πιθανόν να επέβαιναν εις τα πλοία πολλοί, λόγω ιδίως ότι έμελλαν να διαπλεύσουν το πέλαγος μετά του πολεμικού υλικού εντός πλοίων τα οποία δεν είχαν καν κατάστρωμα, αλλά ήσαν κατεσκευασμένα κατά τον παλαιόν τρόπον, προσομοιάζοντα μάλλον προς τα πειρατικά. Εάν λοιπόν λάβωμεν τον μέσον όρον μεταξύ των μεγαλυτέρων και μικροτέρων πλοίων, οι εκστρατεύοντες δεν φαίνεται να ήσαν πολλοί, λαμβανομένου υπ' όψιν ότι ούτοι προήρχοντο από όλα συγχρόνως τα μέρη της Ελλάδος.
11. Αιτία τούτου ήτο όχι τόσον η ολιγανθρωπία όσον η αχρηματία. Διότι, ένεκα ελλείψεως επαρκών τροφίμων, εξεστράτευσαν με περιωρισμένην δύναμιν στρατού και τόσην μόνον, όσην ήλπιζαν ότι ημπορούσε να διατρέφεται από την χώραν, διαρκούντος του πολέμου. Αφού, άλλωστε, μετά την άφιξίν των ενίκησαν εις την πρώτην μάχην (ότι δε ενίκησαν αποδεικνύεται εκ του ότι εν εναντία περιπτώσει δεν θα ηδύναντο να περιχαρακώσουν το στρατόπεδόν των), ούτε τότε φαίνεται να μετεχειρίσθησαν ολόκληρον την δύναμίν των, αλλ' ένεκα ανεπαρκείας τροφίμων επεδόθησαν εις καλλιέργειαν της Χερσονήσου και εις την διαρπαγήν. Και συνέπεια της διασποράς αυτής των δυνάμεων των ήτο, ότι οι Τρώες ημπόρεσαν ευκολώτερον να παρατείνουν την κατ' αυτών αντίστασίν των επί του ανοικτού πεδίου, επί δέκα όλα έτη, ως γνωστόν, καθόσον ήσαν ισόπαλοι προς τους εκάστοτε υπολειπόμενους επί τόπου. Ενώ εάν ήρχοντο φέροντες άφθονα τρόφιμα και, αντί να επιδίδωνται εις την γεωργίαν και την διαρπαγήν, διεξήγαν τον πόλεμον άνευ διακοπής, θα κατώρθωναν διά της υπεροχής των εις τας εκ παρατάξεως μάχας να κυριεύσουν την Τροίαν, αφού και διεσπαρμένοι όπως ήσαν, και με μέρος μόνον του στρατού των εκάστοτε διαθέσιμον, αντείχαν. Εάν, εξ άλλου, επολιορκούσαν κανονικώς την Τροίαν, στρατοπεδεύοντες προ αυτής, θα την εκυρίευαν ταχύτερον και ακοπώτερον. Αλλ' ένεκα αχρηματίας και τα προ των Τρωικών υπήρξαν ασήμαντα και αυτή, εξ άλλου, η κατά της Τροίας εκστρατεία, μολονότι υπήρξεν ονομαστοτέρα από τας προηγουμένας, αποδεικνύεται εκ των πραγμάτων ότι ήτο υποδεεστέρα της φήμης της και της παραδόσεως, η οποία επικρατεί περί αυτής σήμερον χάρις εις τους ποιητάς.
12.
Αι μετά τα Τρωικά μεταναστεύσεις
Καθόσον και μετά τα Τρωικά ακόμη αι μεταναστεύσεις και νέαι εγκαταστάσεις εξηκολούθησαν εις την Ελλάδα, εις τρόπον ώστε δι' έλλειψιν ησυχίας, δεν ημπόρεσεν αύτη να αναπτυχθή. Τωόντι, η μεγάλη βραδύτης της επιστροφής των Ελλήνων από την Τροίαν είχε προκαλέσει πολλάς πολιτικάς μεταβολάς, καθ' όσον συχναί στάσεις εγίνοντο εις τας πόλεις και όσοι συνεπεία αυτών εξωρίζοντο ίδρυαν νέας τοιαύτας. Και οι σημερινοί Βοιωτοί, εκδιωχθέντες το εξηκοστόν έτος μετά την άλωσιν της Τροίας υπό των Θεσσαλών από την Άρνην, εγκατεστάθησαν εις την χώραν, η οποία σήμερον καλείται Βοιωτία, ενώ πρότερον εκαλείτο Καδμηΐς (μέρος, άλλωστε, αυτών ήτο ήδη εγκατεστημένον από πριν εκεί, και από αυτούς προήρχοντο οι Βοιωτοί που έλαβαν μέρος εις την εκστρατείαν κατά της Τροίας). Και οι Δωριείς με τους Ηρακλείδας κατέλαβαν την Πελοπόννησον το ογδοηκοστόν έτος. Ως εκ τούτου, μόλις μετά παρέλευσιν πολλού καιρού ησύχασεν οριστικώς η Ελλάς και ο πληθυσμός της έπαυσεν υποκείμενος εις βιαίας μετακινήσεις, οπότε και ήρχισε ν' αποστέλλη αποικίας. Και οι μεν Αθηναίοι απώκισαν τας Ιωνικάς πόλεις της Μικράς Ασίας και τας περισσοτέρας νήσους του Αιγαίου πελάγους, οι δε Πελοποννήσιοι το πλείστον της Ιταλίας και Σικελίας και μερικά άλλα μέρη της λοιπής Ελλάδος. Όλαι αυταί άλλωστε αι αποικίαι ιδρύθησαν μετά τα Τρωικά.
13.
Αι ισχυρότεραι ναυτικαί δυνάμεις
Αλλ' εφόσον η Ελλάς εγίνετο ισχυρότερα, και η αύξησις του πλούτου ταχύτερα παρά πριν, εις τας πόλεις, των οποίων αι πρόσοδοι ηύξαναν, εγκαθιδρύοντο ως επί το πλείστον τυραννίδες, ενώ πρότερον ήσαν κληρονομικαί βασιλείαι με περιωρισμένα προνόμια. Και ναυτικά εξήρτυαν οι Έλληνες και εις την θάλασσαν επεδίδοντο περισσότερον. Λέγεται, άλλωστε, ότι οι Κορίνθιοι πρώτοι απεδέχθησαν σχεδόν εξ ολοκλήρου τον σημερινόν τρόπον της κατασκευής των πλοίων και της διοικήσεως του ναυτικού και ότι αι πρώται ελληνικαί τριήρεις εναυπηγήθησαν εις την Κόρινθον. Και φαίνεται ότι ο Αμεινοκλής, Κορίνθιος ναυπηγός, κατεσκεύασε τέσσαρα πολεμικά πλοία διά την Σάμον, όπου μετέβη τριακόσια περίπου έτη προ του τέλους του παρόντος πολέμου. Και η παλαιοτάτη γνωστή ναυμαχία έγινε μεταξύ Κορινθίων και Κερκυραίων διακόσια εξήντα έτη προ της ιδίας χρονολογίας. Διότι η Κόρινθος, κειμένη επί του Ισθμού, ήτο εκ παλαιότατων ήδη χρόνων κέντρον εμπορίου, και καθόσον οι Έλληνες το πάλαι, και οι εντός της Πελοποννήσου και οι εκτός αυτής, επικοινωνούντες προς αλλήλους διά ξηράς μάλλον ή διά θαλάσσης, διήρχοντο διά του εδάφους των Κορινθίων, ο πλούτος της ήτο ανέκαθεν πηγή δυνάμεως, ως αποδεικνύεται από τους παλαιούς ποιητάς, οι οποίοι την πόλιν επωνόμασαν "αφνειόν", ήτοι πλουσίαν. Και όταν η ναυσιπλοΐα έγινε συχνοτέρα μεταξύ των Ελλήνων, οι Κορίνθιοι απέκτησαν τον πολεμικόν στόλον των και κατεδίωκαν την πειρατείαν, παρέχοντες δε κέντρον εμπορίου κατά γην και κατά θάλασσαν, προήγαγαν την πόλιν διά των αυξηθέντων εισοδημάτων της εις μεγάλην δύναμιν. Και oι Ίωνες επίσης απέκτησαν βραδύτερον σημαντικόν στόλον επί Κύρου, του πρώτου βασιλέως των Περσών, και του υιού του Καμβύσου, και πολεμούντες κατά του Κύρου εκυριάρχησαν επί τίνα χρόνον της θαλάσσης, η οποία εκτείνεται πλησίον των ακτών των. Και ο Πολυκράτης, τύραννος της Σάμου επί της εποχής του Καμβύσου, έχων ισχυρόν στόλον, υπέταξε και άλλας από τας νήσους και κυριεύσας την Ρήνειαν την αφιέρωσεν εις τον Δήλιον Απόλλωνα. Ενώ, εξ άλλου, οι Φωκαείς, καθ' ον χρόνον απώκιζαν την Μασσαλίαν, ναυμαχήσαντες προς τους Καρχηδονίους, τους ενίκησαν.
14. Αυτά τωόντι υπήρξαν τα ισχυρότατα ναυτικά της Ελλάδος. Αλλά μολονότι συνεκροτήθησαν κατόπιν από πολλάς γενεάς των Τρωικών, βέβαιον είναι ότι και αυτά ακόμη απετελούντο από πεντηκοντόρους και μακρά πλοία, όπως και τα της εποχής του Τρωικού πολέμου, ολίγας δε μόνον τριήρεις περιελάμβαναν. Ολίγον μόνον προ των Περσικών πολέμων και του θανάτου του Δαρείου, ο οποίος διεδέχθη τον Καμβύσην, οι τύραννοι της Σικελίας και οι Κερκυραίοι απέκτησαν τριήρεις εις σημαντικόν αριθμόν. Και αυτά είναι τα τελευταία προ της εκστρατείας του Ξέρξου αξιόλογα ναυτικά, τα οποία συνεκροτήθησαν εις την Ελλάδα. Διότι οι Αιγινήται και οι Αθηναίοι και κάθε τυχόν άλλη ναυτική δύναμις είχαν ασημάντους στόλους, και τούτους κατά το πλείστον αποτελούμενους από πεντηκοντόρους. Και μόνον βραδύτερον έπεισεν ο Θεμιστοκλής τους Αθηναίους, ενώ ευρίσκοντο ήδη εις πόλεμον προς τους Αιγινήτας και ανεμένετο ο βάρβαρος, να κατασκευάσουν τα πολεμικά πλοία, με τα οποία και εναυμάχησαν εις την Σαλαμίνα. Και τα πλοία άλλωστε αυτά δεν είχαν ακόμη κατάστρωμα καθ' όλον το μήκος των.
15. Τοιαύτα λοιπόν υπήρξαν τα ναυτικά των Ελλήνων και τα παλαιά και τα νεώτερα. Οπωσδήποτε, όσοι έστρεψαν την προσοχήν και δραστηριότητα των εις αυτά, απέκτησαν σημαντικήν δύναμιν, όχι μόνον διά της αυξήσεως των εισοδημάτων των, αλλά και διά της επεκτάσεως της κυριαρχίας των επί άλλων. Διότι, πλέοντες κατά των νήσων, όσαι ιδίως δεν είχαν χώραν επαρκή, ήρχισαν να τας καθυποτάσσουν. Κατά ξηράν, όμως, κανείς πόλεμος δεν έγινε, τοιούτος, τουλάχιστον, από τον οποίον να προέλθη σημαντική αύξησις δυνάμεως, αλλ' όλοι όσοι τυχόν έγιναν, ήσαν πόλεμοι μεταξύ ομόρων, ενώ εκστρατείαι εις ξένας και μακρυνάς χώρας χάριν κατακτήσεως άλλων δεν επεχείρουν οι Έλληνες. Διότι ούτε με τα ισχυρότερα κράτη ετάσσοντο ως υπήκοοι, ούτε, εξ άλλου, ηνώνοντο εθελουσίως ως ίσοι προς κοινήν εκστρατείαν, αλλ' οι πόλεμοί των ήσαν μάλλον πόλεμοι μεμονωμένως διεξαγόμενοι από ένα γείτονα εναντίον του άλλου. Πόλεμος, εις τον οποίον οι λοιποί Έλληνες διαιρεθέντες ετάχθησαν ως σύμμαχοι του ενός η του άλλου, υπήρξε κυρίως ο πόλεμος που έγινε πάλαι ποτέ μεταξύ Χαλκιδέων και Ερετριέων.
16.
Ανάδειξις των Αθηνών και της Σπάρτης
Διάφορα, εν τούτοις, κωλύματα επήλθαν που παρημπόδισαν την ανάπτυξιν των διαφόρων Ελληνικών πόλεων. Και οι Ίωνες είχαν φθάσει εις μεγάλην ακμήν, όταν ο Κύρος και το Περσικόν βασίλειον, αφού κατέλυσαν την αρχήν του Κροίσου και υπέταξαν όλην την εντεύθεν του Άλυος ποταμού μέχρι της θαλάσσης χώραν, εξεστράτευσαν κατ' αυτών και υπεδούλωσαν τας επί της στερεάς Ιωνικάς πόλεις. Και ο Δαρείος βραδύτερον, όταν επεκράτει κατά θάλασσαν διά του φοινικικού στόλου, υπέταξε και τας νήσους.
17. Οι τύραννοι, εξ άλλου, όσοι εκυβέρνων Ελληνικάς πόλεις, αποβλέποντες μόνον εις την προαγωγήν του συμφέροντος των, την προσωπικήν των δηλαδή ασφάλειαν και την μεγέθυνσιν του οίκου των, ηκολούθουν κατά την διοίκησίν των πολιτικήν, αποσκοπούσαν εις την όσον το δυνατόν μεγαλυτέραν εξασφάλισιν των κτήσεων των, και διά τούτο τίποτε το αξιόλογον δεν έγινεν από αυτούς, εκτός ατομικών επιτυχιών εναντίον γειτόνων. Εξαιρώ βέβαια τους τυράννους της Σικελίας, οι όποιοι έφθασαν εις μεγίστην δύναμιν. Ούτως, ένεκα ποικίλων λόγων, η Ελλάς ημποδίζετο επί μακρόν χρόνον να επιχειρήση από κοινού κάτι το αξιόλογον και εκάστη των πόλεων αυτής κατ' ιδίαν ηναγκάζετο να είναι ατολμοτέρα.
18. Επί τέλους, οι τύραννοι των Αθηνών και της άλλης Ελλάδος, το πλείστον της οποίας είχε διατελέσει υπό τυράννους και πριν ακόμη από την πόλιν των Αθηνών, οι περισσότεροι τουλάχιστον από αυτούς, πράγματι δε και οι τελευταίοι, εάν εξαιρέσωμεν τους της Σικελίας, κατελύθησαν υπό των Λακεδαιμονίων. Διότι η Λακεδαίμων, μολονότι, αφού εκτίσθη από τους ήδη κατοικούντας αυτήν Δωριείς, διετέλεσε σπαρασσόμενη από στάσεις περισσότερον καιρόν από κάθε άλλην πόλιν από όσας γνωρίζομεν, όμως επέτυχε να ευνομηθή από παλαιοτάτην εποχήν και διετέλεσεν αείποτε απηλλαγμένη από τυράννους. Διότι επί τετρακόσια ήδη έτη προ του τέλους του παρόντος πολέμου, ίσως και ολίγον περισσότερον χρόνον, οι Λακεδαιμόνιοι διατηρούν το ίδιον πολίτευμα, και αυτός είναι ο λόγος, ένεκα του οποίου έγιναν ισχυροί και ημπόρεσαν να ρυθμίζουν και τα των άλλων πόλεων. Ολίγον χρόνον από την κατάλυσιν των τυράννων εις την Ελλάδα, έγινε και η μάχη του Μαραθώνας μεταξύ Περσών και Αθηναίων. Δέκα άλλωστε έτη μετά την μάχην αυτήν ο βάρβαρος ήλθε πάλιν με τον μεγάλον στρατόν και στόλον του εναντίον της Ελλάδος, διά να την υποδούλωση. Και ενώπιον του επικρεμασθέντος μεγάλου κινδύνου, οι Λακεδαιμόνιοι, λόγω του ότι ήσαν το ισχυρότερον ελληνικόν κράτος, ανέλαβαν την αρχηγίαν των συμπολεμησάντων Ελλήνων, και οι Αθηναίοι, αποφασίσαντες καθ' ον χρόνον επήρχοντο οι Πέρσαι να εγκαταλείψουν την πόλιν και παραλαβόντες τα κινητά των, επεβιβάσθησαν επί των πολεμικών πλοίων και έγιναν ναυτικοί. Και αφού, διά του κοινού αγώνος, απέκρουσαν τους Πέρσας, ολίγον χρόνον ύστερον οι Έλληνες, και όσοι είχαν αποσείσει τον ζυγόν του βασιλέως, και όσοι είχαν λάβει μέρος εις τον κοινόν κατ' αυτού αγώνα, διηρέθησαν, και άλλοι μεν ετάχθησαν με τους Αθηναίους, άλλοι δε με τους Λακεδαιμονίους. Διότι τα δύο αυτά κράτη είχαν αναδειχθή ως τα ισχυρότερα, των μεν Αθηναίων επικρατούντων κατά θάλασσαν, των δε Λακεδαιμονίων κατά ξηράν. Ο εθνικός σύνδεσμος των Ελλήνων διετηρήθη ολίγον μόνον καιρόν, έπειτα όμως περιελθόντες εις διενέξεις οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αθηναίοι επολέμησαν με τους συμμάχους των εναντίον αλλήλων, και από τους άλλους Έλληνας, όσοι τυχόν περιήρχοντο μεταξύ των εις έριδας, ετάσσοντο του λοιπού με τον ένα ή τον άλλον εξ αυτών. Εις τρόπον ώστε, από την εποχήν των Μηδικών συνεχώς, μέχρι του παρόντος πολέμου, άλλοτε μεν συνομολογούντες ειρήνην, άλλοτε δε πολεμούντες, είτε προς αλλήλους είτε προς τους επαναστατούντας από τους συμμάχους των, παρεσκευάσθησαν καλώς διά τα πολεμικά πράγματα και έγιναν εμπειρότεροι εις αυτά, λόγω του ότι εμαθήτευσαν εις την σχολήν των κινδύνων.
19. Και οι μεν Λακεδαιμόνιοι ήσκουν την αρχηγίαν αυτών επί των συμμάχων των, όχι καθιστώντες αυτούς φόρου υποτελείς, αλλά μεριμνώντες μόνον όπως κυβερνώνται κατά πολίτευμα ολιγαρχικόν, προς το αποκλειστικόν της Σπάρτης συμφέρον. Οι Αθηναίοι όμως υπεχρέωσαν με τον καιρόν τας συμμάχους πόλεις, εκτός της Χίου και της Λέσβου, να τους παραδώσουν τα πολεμικά των πλοία, και επέβαλαν την πληρωμήν φόρου και εις όσας δεν επλήρωναν τούτον αρχικώς. Και έτσι τα ιδιαίτερα πολεμικά μέσα των Αθηνών έφθασαν να είναι ανώτερα από την δύναμιν, την οποίαν διέθετεν η ομοσπονδία των κατά την εποχήν της ακμής, όταν διετηρείτο ανόθευτος.
20.
Η μέθοδος της ερεύνης
Εις τοιαύτα λοιπόν κατέληξε συμπεράσματα η έρευνά μου περί των παλαιών, ως προς τα οποία δεν ημπορεί κανείς να δώση πίστιν εις όλας τας υπαρχούσας παραδόσεις. Διότι οι ανθρώποι αποδέχονται εξ ίσου αβασανίστως όσα εξ ακοής μανθάνουν περί των παρελθόντων πραγμάτων, και όταν ακόμη αναφέρωνται εις την ιδικήν των χώραν. Ούτω, λόγου χάριν, οι περισσότεροι από τους Αθηναίους νομίζουν ότι ο Ίππαρχος ήτο πράγματι τύραννος, όταν εφονεύθη από τον Αρμόδιον και τον Αριστογείτονα, και αγνοούν ότι ο μεν Ιππίας, ως πρεσβύτερος των υιών του Πεσιστράτου, ήσκει την αρχήν, ενώ ο Ίππαρχος και ο Θεσσαλός ήσαν απλώς αδελφοί του, και ότι ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων, υποπτεύσαντες κατ' εκείνην την ημέραν και ακριβώς κατά την στιγμήν που επέκειτο η εκτέλεσις του σχεδίου των, ότι κάποιος από τους συνωμότας είχεν ειδοποιήσει τον Ιππίαν, παρήτησαν μεν αυτόν διά τούτο, θέλοντες όμως πριν συλληφθούν να κατορθώσουν κάτι άξιον λόγου, το οποίον να τους αποζημιώση διά τον κίνδυνον που διέτρεχαν, εφόνευσαν τον Ίππαρχον, τον οποίον συνήντησαν πλησίον του Λεωκορείου, ενώ διηυθέτει την Παναθηναϊκήν πομπήν. Υπάρχουν, άλλωστε, και άλλα πολλά γεγονότα, τα οποία δεν ελησμονήθησαν λόγω πολυκαιρίας, αλλ' είναι σύγχρονα, ως προς τα οποία και οι άλλοι Έλληνες διατελούν εις πλάνην, ως λόγου χάριν, ότι οι βασιλείς της Σπάρτης δίδουν έκαστος όχι μίαν, αλλά δύο ψήφους, και ότι οι Λακεδαιμόνιοι έχουν εις τον στρατόν των τον Πιτανάτην λόχον, ο οποίος ουδέποτε πραγματικώς υπήρξε. Τόσον απρόθυμοι είναι οι περισσότεροι ανθρώποι να υποβάλλονται εις κόπον προς αναζήτησιν της αληθείας και τρέπονται μάλλον προς ό,τι ευρίσκουν έτοιμον.
21. Εν τούτοις, δεν θα επλανάτο κανείς, εάν επί τη βάσει των ανωτέρω τεκμηρίων έκρινεν ότι τα του παλαιού καιρού ήσαν κατά μεγάλην προσέγγισιν τοιαύτα, όπως τα εξέθεσα. Ούτε πρέπει να δώση μεγαλυτέραν πίστιν εις τας υπερβολάς της φαντασίας των ποιητών, ούτε εις τας διηγήσεις των χρονογράφων, τας οποίας ούτοι εσύνθεσαν μάλλον διά να ευχαριστήσουν τους ακροατάς των παρά διά να ειπούν την αλήθειαν. Αι διηγήσεις αυταί είναι ανεξέλεγκτοι και κατά το πλείστον περιήλθαν ένεκα της πολυκαιρίας εις την χώραν των μύθων, ώστε να καταστούν απίστευτοι. Προκειμένου, εν τούτοις, περί πραγμάτων τόσον παλαιών, πρέπει να θεωρήση κανείς ότι ταύτα εξηκριβώθησαν αποχρώντως, επί τη βάσει των πλέον αναμφισβήτητων τεκμηρίων. Και μολονότι οι άνθρωποι, εφόσον μεν διεξάγουν ένα πόλεμον, τον θεωρούν ως τον μέγιστον, ενώ όταν τελειώση θαυμάζουν περισσότερον τους παλαιούς, ο Πελοποννησιακός πόλεμος, διά τον κρίνοντα επί τη βάσει αυτών των γεγονότων, θέλει αποδειχθή ότι υπήρξε μεγαλύτερος από όλους τους προηγουμένους.
22. Και ως προς μεν τους λόγους, τους απαγγελθέντας από διαφόρους, είτε κατά τας παραμονάς του πολέμου, είτε κατά την διάρκειαν αυτού, η ακριβής απομνημόνευσις των λεχθέντων ήτο δύσκολος, ή μάλλον αδύνατος, και εις εμέ, δι' όσους ο ίδιος ήκουσα, και εις τους άλλους, όσοι μου ανεκοίνωσαν αυτούς από τα διάφορα μέρη όπου τους ήκουσαν. Διά τούτο τους έγραψα όπως ενόμισα, ότι έκαστος των ρητόρων ηδύνατο να ομιλήση προσφορώτερον προς την εκάστοτε περίστασιν, προσηλούμενος συγχρόνως όσον το δυνατόν περισσότερον εις την γενικήν έννοιαν των πραγματικώς λεχθέντων. Τα γεγονότα, εξ άλλου, του πολέμου έκρινα καθήκον μου να γράψω, όχι λαμβάνων τας πληροφορίας μου από τον πρώτον τυχόντα, ούτε όπως τα εφανταζόμην, αλλ' αφού υπέβαλα εις ακριβέστατον έλεγχον και εκείνα των οποίων υπήρξα αυτόπτης μάρτυς και όσα έμαθα από άλλους. Αλλ' η εξακρίβωσίς των ήτο έργον δύσκολον, διότι οι αυτόπται μάρτυρες των διαφόρων γεγονότων δεν εξέθεταν τα ίδια πράγματα κατά τον ίδιον τρόπον, αλλ' έκαστος αναλόγως της μνήμης του ή της ευνοίας, την οποίαν είχε προς τον ένα η τον άλλον αντίπαλον. Ο αποκλεισμός του μυθώδους από την ιστορίαν μου ίσως την καταστήση ολιγώτερον τερπνήν ως ακρόαμα, θα μου είναι όμως αρκετόν, εάν το έργον μου κρίνουν ωφέλιμον όσοι θελήσουν να έχουν ακριβή αντίληψιν των γεγονότων, όσα έχουν ήδη λάβει χώραν, και εκείνων τα οποία κατά την ανθρωπίνην φύσιν μέλλουν να συμβούν περίπου όμοια. Διότι την ιστορίαν μου έγραψα ως θησαυρόν παντοτεινόν και όχι ως έργον προωρισμένον να υποβληθή εις διαγωνισμόν και ν' αναγνωσθή εις επήκοον των πολλών, διά να λησμονηθή μετ' ολίγον.
23.
Σύγκρισις του Πελοποννησιακού πολέμου προς τους παλαιοτέρους
Η σπουδαιοτέρα πολεμική επιχείρησις των προηγουμένων χρόνων είναι ο Περσικός πόλεμος, και του πολέμου όμως αυτού η έκβασις απεφασίσθη ταχέως με δυο πεζομαχίας και δύο ναυμαχίας. Ενώ ο παρών πόλεμος παρετάθη εις μέγα μήκος και συνωδεύθη από τοιαύτας συμφοράς, ομοίας των οποίων δεν είχε γνωρίσει η Ελλάς εις ίσον διάστημα χρόνου. Ουδέποτε άλλοτε τωόντι τόσαι πόλεις εκυριεύθησαν και ηρημώθησαν, άλλαι μέν από βαρβάρους, άλλαι δε από τους ιδίους τους Έλληνας, που επολέμουν οι μεν κατά των δε. Μερικαί μάλιστα από τας πόλεις αυτάς μετά την άλωσίν των και κατοίκους μετέβαλαν. Ουδέποτε εξορίαι και φόνοι υπήρξαν συχνότεροι, από όσους συνέβησαν είτε ως άμεσος συνέπεια του πολέμου, είτε ως αποτέλεσμα των εμφυλίων σπαραγμών. Και έτσι αι διηγήσεις των παρελθόντων χρόνων, αι οποίαι μας περιήλθαν διά της παραδόσεως, αλλ' εβεβαιούντο σπανίως από γεγονότα, έπαυσαν να είναι απίστευτοι. Διότι και σεισμοί έγιναν μεγάλης εκτάσεως και συγχρόνως εντάσεως ισχυρότατης, και εκλείψεις ηλίου συχνότεραι από τας μνημονευομένας εις το παρελθόν, και ξηρασίαι μεγάλαι εις μερικά μέρη, από τας οποίας προεκλήθησαν λιμοί, και τέλος και η λοιμώδης νόσος, η οποία επροξένησε μεγίστην βλάβην και κατέστρεψε σημαντικόν αριθμόν ανθρώπων. Διότι όλαι αυταί αι συμφοραί ενέσκηψαν συγχρόνως με τον παρόντα πόλεμον, ο οποίος ήρχισεν, αφού οι Αθηναίοι και οι Λακεδαιμόνιοι διέρρηξαν την Τριακονταετή ειρήνην, την οποίαν είχαν συνομολογήσει μετά την άλωσιν της Ευβοίας. Και έγραψα πρώτον τας αίτιας και τας διαφοράς, ένεκα των οποίων διέρρηξαν την ειρήνην, ώστε να μη ευρέθη κανείς εις το μέλλον εις την ανάγκην να εξετάση διά ποίον λόγον οι Έλληνες περιεπλέχθησαν εις τόσον μεγάλον πόλεμον. _________________ "Εάν δεν αφαιρέσεις από την αστική ηγεσία την υπεράσπιση του εθνισμού και την περάσεις στα χέρια της Αριστεράς, είσαι τελείως χαμένος σε οποιοδήποτε επαναστατικό σου παιχνίδι." Μιχάλης "Πάμπλο" Ράπτης.
|
|
Επιστροφή στην κορυφή |
|
|
φιλαλήθης
Ένταξη: 04 Ιούλ 2006 Δημοσιεύσεις: 410 Τόπος: Θεσ/νίκη
|
Δημοσιεύθηκε: Παρ Νοέ 30, 2007 1:27 am Θέμα δημοσίευσης: |
|
|
|
Παράθεση: | ΕΠΙΚΤΗΤΟΥ
ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ
|
Φίλτατε ΓιάννηΜ,
το έχω το "Εγχειρίδιον" του Επίκτητου και από την αρχή το είχα βρει -γενικώς- εξαιρετικά ενδιαφέρον, βαθυστόχαστο και σωστό. Έχει επισημανθεί, βεβαίως, και μία κάποια σχετική συνάφεια μεταξύ της όντως χριστιανικής και της στωικής Ηθικής, που αυτό εκφράζει... _________________ Α.«Μη πεποίθατε επ' άρχοντας, επί υιούς ανθρώπων, οις ουκ έστι σωτηρία» (Ψαλμ.145, 3)
Β."....κλοπή είναι η οπωσδήποτε και οθενδήποτε αποκτηθείσα ιδιοκτησία....": Μέγας Βασίλειος, "Ασκητικά", 34,1-2
|
|
Επιστροφή στην κορυφή |
|
|
ΓΙΑΝΝΗΣΜ
Ένταξη: 03 Ιούλ 2006 Δημοσιεύσεις: 463
|
Δημοσιεύθηκε: Τρι Δεκ 11, 2007 12:47 pm Θέμα δημοσίευσης: |
|
|
|
ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑΙ
Βιβλίον Α'
Μετάφραση Ελ. Βενιζέλου
Αίτια του Πελοποννησιακού πολέμου
Η αληθεστάτη, πραγματικώς, αλλ' ανομολόγητος αιτία υπήρξε, νομίζω, η αυξανομένη δύναμις των Αθηνών, η οποία επτόησε τους Λακεδαιμονίους και τους εξώθησεν εις πόλεμον. Οι λόγοι όμως, τους οποίους τα δύο μέρη επρόβαλαν δημοσία διά την διάρρηξιν της ειρήνης και την έκρηξιν του πολέμου, είναι οι εξής:
Τα Κερκυραϊκά (24-55)
24.
Άρνησις των Κερκυραίων να συνδιαλλάξουν τους ερίζοντας μεταξύ των Επιδαμνίους
Εις τα δεξιά του εισπλέοντος την Αδριατικήν θάλασσαν, ευρίσκεται η πόλις Επίδαμνος, με την οποίαν γειτονεύουν οι Ταυλάντιοι βάρβαροι, έθνος Ιλλυρικόν. Την πόλιν απώκισαν μεν οι Κερκυραίοι, αλλ' ιδρυτής υπήρξεν ο Κορίνθιος Φάλιος, υιός του Ερατοκλείδου, απόγονος του Ηρακλέους, μετακληθείς από την μητρόπολιν, κατά το γνωστόν παλαιόν έθιμον. Εις τον εποικισμόν έλαβαν μέρος και Κορίνθιοι και άλλοι Δωριείς. Με την πάροδον του χρόνου η Επίδαμνος έγινε σημαντική και πολυάνθρωπος. Αλλ' επισυνέβησαν εμφύλιοι σπαραγμοί, διαρκέσαντες, ως λέγεται, πολλά έτη, και συνεπεία πολέμου με τους γείτονας βαρβάρους, οι Επιδάμνιοι εξέπεσαν και εστερήθησαν το μεγαλύτερον μέρος της δυνάμεώς των. Ολίγον τέλος προ του παρόντος πολέμου, ο λαός εξεδίωξε τους ολιγαρχικούς, οι οποίοι, ενωθέντες με τους βαρβάρους, ελήστευαν τους κατοίκους της Επιδάμνου και κατά γην και κατά θάλασσαν. Οι τελευταίοι, εξ άλλου, ευρισκόμενοι εις στενόχωρον θέσιν, απέστειλαν πρέσβεις εις την Κέρκυραν, ως την μητρόπολίν των, παρακαλούντες να μη προσβλέπουν με αδιαφορίαν την καταστροφήν των, αλλά να τους συνδιαλλάξουν με τους εξορίστους και να θέσουν τέρμα εις τον πόλεμον των βαρβάρων. Την παράκλησιν αυτήν υπέβαλαν οι πρέσβεις των, αφού εκάθισαν ως ικέται εις τον ναόν της Ήρας. Οι Κερκυραίοι, εν τούτοις, δεν εισήκουσαν την ικεσίαν, και οι πρέσβεις ανεχώρησαν άπρακτοι.
25.
Απόφασις των Κορινθίων περί επεμβάσεως εις Επίδαμνον
Oι Επιδάμνιοι, εννοήσαντες ότι ουδεμίαν βοήθειαν έπρεπε ν' αναμένουν από την Κέρκυραν, δεν εγνώριζαν πώς ν' αντιμετωπίσουν την περίστασιν, και αποστείλαντες εις τους Δελφούς, ηρώτησαν τον θεόν, εάν έπρεπε να παραδώσουν την πόλιν εις τους Κορινθίους ως οργανωτάς της αποικίας και προσπαθήσουν να επιτύχουν καμμίαν βοήθειαν από αυτούς. Ο θεός απήντησε παραγγέλλων να την παραδώσουν εις τους Κορινθίους και τεθούν υπό την ηγεσίαν των. Συνεπεία τούτου, οι Επιδάμνιοι ήλθαν εις την Κόρινθον, όπου, ανακοινώσαντες την απάντησιν του μαντείου και υπενθυμίσαντες συγχρόνως ότι ο αρχικός ιδρυτής της πόλεως των ήτο Κορίνθιος, παρέδωκαν εις αυτούς την αποικίαν και παρεκάλουν να έλθουν εις βοήθειάν των και να μη προσβλέπουν με αδιαφορίαν την καταστροφήν των. Οι Κορίνθιοι υπεσχέθησαν να βοηθήσουν, εν μέρει μεν χάριν προστασίας των δικαιωμάτων των, διότι εθεώρουν ότι η αποικία ήτο ιδική των εξ ίσου όσον και των Κερκυραίων, εν μέρει δε, διότι εμίσουν τους Κερκυραίους, καθόσον ούτοι, μολονότι άποικοι της Κορίνθου, εφέροντο ανευλαβώς προς την μητρόπολιν. Τωόντι, ούτε κατά τας κοινάς πανηγύρεις απέδιδαν εις αυτήν τας νενομισμένας τιμάς και πρωτοκαθεδρίας, ούτε κατά τας θυσίας ανεγνώριζαν εις τους Κορινθίους το δικαίωμα να λαμβάνουν πρώτοι τας καταρχάς, ως πράττουν αι λοιπαί αποικίαι. Συμπεριεφέροντο τουναντίον περιφρονητικώς προς αυτούς, διότι κατ' εκείνον τον χρόνον, υπό έποψιν μεν της δυνάμεως, την οποίαν δίδει ο πλούτος, ήσαν ίσοι προς τους πλουσιοτέρους Έλληνας, υπό έποψιν δε πολεμικής παρασκευής δυνατώτεροι, ενώ κατά την ναυτικήν δύναμιν εκαυχώντο ενίοτε ότι υπερέχουν και κατά πολύ, λόγω του ότι οι Φαίακες, οι οποίοι ήσαν ονομαστοί διά την ναυτικήν των εμπειρίαν, είχαν κατοικήσει την Κέρκυραν πριν από αυτούς. Διά τον λόγον τούτον, πράγματι, εξηκολούθουν αναπτύσσοντες το ναυτικόν των και ήσαν πραγματικώς ισχυρότατοι, διότι κατά την έναρξιν του πολέμου είχαν εκατόν είκοσι τριήρεις.
26.
Πολιορκία της Επιδάμνου υπό των Κερκυραίων
Έχοντες λοιπόν όλας αυτάς τας αφορμάς παραπόνων, οι Κορίνθιοι έδωσαν ευχαρίστως την ζητηθείσαν βοήθειαν εις την Επίδαμνον, προσκαλέσαντες καθένα που ήθελε να μεταβή εκεί ως άποικος και αποστείλαντες φρουράν, αποτελουμένην από Αμπρακιώτας, Λευκαδίους και Κορινθίους. Η μετάβασις αυτών έγινε διά ξηράς μέχρι της Απολλωνίας, η οποία ήτο αποικία των Κορινθίων, εκ φόβου μήπως οι Κερκυραίοι τους εμποδίσουν μεταβαίνοντας διά θαλάσσης. Οι Κερκυραίοι, εξ άλλου, ως έμαθαν ότι οι άποικοι και η φρουρά είχαν φθάσει εις την Επίδαμνον και ότι η αποικία των είχε παραδοθή εις τους Κορινθίους, εξωργίσθησαν εις άκρον. Αποπλεύσαντες δε αμέσως με είκοσι πέντε πολεμικά πλοία και βραδύτερον με μεγαλυτέραν μοίραν στόλου, απήτησαν απειλητικώς από τους Επιδαμνίους ν' αποπέμψουν την φρουράν και τους αποίκους που έστειλαν οι Κορίνθιοι και να δεχθούν οπίσω τους εξορίστους. Διότι οι τελευταίοι είχαν έλθει εις την Κέρκυραν, και υπενθυμίζοντες τους τάφους των κοινών προγόνων και την κοινήν καταγωγήν, την οποίαν επεκαλούντο, παρεκάλουν τους Κερκυραίους να τους αποκαταστήσουν εις τας εστίας των. Αλλ' επειδή οι Επιδάμνιοι με καμμίαν από τας απαιτήσεις αυτάς δεν συνεμορφώθησαν, οι Κερκυραίοι, παραλαβόντες και τους Ιλλυριούς ως συμμάχους, και ακολουθούμενοι από τους εξορίστους, διά να τους αποκαταστήσουν εις τας εστίας των, εξεστράτευσαν εναντίον των με σαράντα πλοία. Στρατοπεδεύσαντες δε προ της πόλεως, εδημοσίευσαν προκήρυξιν, ότι οι ξένοι και όσοι από τους Επιδαμνίους θέλουν, ημπορούν να απέλθουν χωρίς να πάθουν τίποτε, ειδεμή θα τους μεταχειρισθούν ως εχθρούς. Αλλ' επειδή η ταχθείσα προθεσμία παρήλθεν άπρακτος, οι Κερκυραίοι ήρχισαν την πολιορκίαν της πόλεως, η οποία είναι κτισμένη επάνω εις ισθμόν.
27.
Προετοιμασία των Κορινθίων
Οι Κορίνθιοι, εξ άλλου, άμα ως έμαθαν την πολιορκίαν από αγγελιαφόρους, σταλέντας από την Επίδαμνον, ήρχισαν να ετοιμάζονται όπως εκστρατεύσουν, και συγχρόνως επροκήρυξαν αποικίαν διά την Επίδαμνον, λέγοντες ότι οι νέοι άποικοι θα είχαν τα ίδια εντελώς δικαιώματα με τους παλαιούς, όσοι όμως ήθελαν να λάβουν μέρος εις την αποικίαν, αλλά να μην αναχωρήσουν αμέσως, ημπορούσαν να μείνουν, καταβάλλοντες πενήντα κορινθιακάς δραχμάς έκαστος. Και οι αμέσως απερχόμενοι ήσαν πολλοί, καθώς και oι καταβάλλοντες το χρήμα. Παρεκάλεσαν, εξ άλλου, και τους Μεγαρείς να τους συνοδεύσουν δι' ιδίου στόλου, μήπως τυχόν εμποδιστούν ατό τους Κερκυραίους κατά τον πλουν. Και oι Μεγαρείς ητοιμάζοντο να συμπλεύσουν με οκτώ πλοία και οι Παλείς της Κεφαλληνίας με τέσσερα. Εζήτησαν επίσης την συνδρομην άλλων, εκ των οποίων οι Επιδαύριοι διέθεσαν πέντε πλοία, οι Ερμιονείς εν, οι Τροιζήνιοι δύο, οι Λευκάδιοι δέκα και οι Αμπρακιώται οκτώ. Από τους Θηβαίους και τους Φλειασίους εζήτησαν χρηματικήν επικουρίαν, και από τους Ηλείους, εκτός χρηματικής επικουρίας, και κενά πλοία. Οι ίδιοι, εξ άλλου, οι Κορίνθιοι παρεσκεύαζαν τριάντα πλοία και τρισχιλίους οπλίτας.
28.
Πρεσβεία Κερκυραίων εις Κόρινθον
Όταν οι Κερκυραίοι έμαθαν τας ετοιμασίας αυτάς, παρέλαβαν πρέσβεις των Λακεδαιμονίων και Σικυωνίων και ελθόντες με αυτούς εις την Κόρινθον, απήτουν από αυτούς, καθό ξένους προς την Επίδαμνον, ν' ανακαλέσουν την φρουράν και τους αποίκους που ευρίσκοντο ήδη εντός της πόλεως. Εάν όμως διεκδικούν αυτοί, δικαιώματα επί της Επιδάμνου, εδήλωναν ότι δέχονται να υποβάλουν την διαφοράν των εις την διαιτησίαν οιωνδήποτε πόλεων της Πελοποννήσου, τας οποίας θα ώριζαν και οι δύο εκ συμφώνου, και να κρατήση οριστικώς την αποικίαν εκείνος, εις τον οποίον θα επεδικάζετο. Εδήλωναν ακόμη ότι δέχονται να υποβληθή η διαφορά των εις το μαντείον των Δελφών. Αλλ' εξώρκιζαν αυτούς να μην ωθήσουν τα πράγματα μέχρι πολέμου, ειδεμή και αυτοί, έλεγαν, εξωθούμενοι από τους Κορινθίους, θ' αναγκασθούν μάλλον να συνάψουν νέας φιλίας αντί των σημερινών, χάριν της ιδίας των αμύνης. Οι Κορίνθιοι απήντησαν ότι δέχονται να εξετάσουν την πρότασιν των, εάν οι Κερκυραίοι αποσύρουν από την Επίδαμνον και τον στόλον των και τους βαρβάρους. Πριν όμως γίνη τούτο, δεν είναι ορθόν να διεξάγουν αυτοί δικαστικόν αγώνα, ενώ oι Επιδάμνιοι πολιορκούνται. Οι Κερκυραίοι, εν τούτοις, ανταπήντησαν ότι δέχονται την αντιπρότασιν των Κορινθίοιν, εάν και αυτοί αποσύρουν την φρουράν και τους αποίκους των που ευρίσκοντο ήδη εντός της Επιδάμνου. Αλλ' ότι δέχονται επίσης να συνομολογηθή ανακωχή, επί τη βάσει της τηρήσεως του καθεστώτος, μέχρις εκδόσεως της διαιτητικής αποφάσεως.
29.
Ήττα των Κορινθίων
Oι Κορίνθιοι, εν τούτοις, καμμίαν από τας προτάσεις αυτάς δεν ήθελαν να δεχθούν, αλλ' ευθύς ως ητοιμάσθησαν τα πληρώματα του στόλου και προσήλθαν οι σύμμαχοι, προαπέστειλαν κήρυκα, διά να κηρύξη τον πόλεμον κατά των Κερκυραίων, μεθ' ο απέπλευσαν διευρυνόμενοι προς την Επίδαμνον, με στόλον αποτελούμενον από εβδομήντα πέντε πλοία και δύο χιλιάδας οπλίτας, διά ν' αρχίσουν τας εχθροπραξίας κατά των Κερκυραίων. Αρχηγοί του μεν στόλου ήσαν ο Αριστεύς, υιός του Πελλίχου, ο Καλλικράτης, υιός του Καλλίου, και ο Τιμάνωρ, υιός του Τιμάνθους, του δε πεζικού ο Αρχέτιμος, υιός του Ευρυτίμου, και ο Ισαρχίδας, υιός του Ισάρχου. Όταν έφθασαν εις το Άκτιον, κείμενον εις την περιφέρειαν του Ανακτορίου, κατά την είσοδον του Αμπρακικού κόλπου, όπου εγείρεται ο περιώνυμος ναός του Απόλλωνος, οι Κερκυραίοι απέστειλαν δι' ελαφρού σκάφους κήρυκα, όπως απαγόρευση εις αυτούς να πλεύσουν εναντίον των, και συγχρόνως ήρχισαν επιβιβάζοντες τα πληρώματα, αφού προηγουμένως εδυνάμωσαν διά νέων ζυγών τα παλαιά πλοία, όπως τα καταστήσουν πλεύσιμα, και ενήργησαν τας αναγκαίας επί των λοιπών επισκευάς. Και επειδή και ο κήρυξ επιστρέψας δεν έφερε καμμιάν απάντησιν ειρηνικήν εκ μέρους των Κορινθίων, και τα πλοία του στόλου, ογδοήντα τον αριθμόν, είχαν συμπληρώσει τα πληρώματα των (διότι σαράντα άλλα επολιόρκουν την Επίδαμνον), εξέπλευσαν προς συνάντησιν του εχθρού και ταχθέντες εις τάξιν μάχης εναυμάχησαν, και νικήσαντες κατά κράτος, κατέστρεψαν δέκα πέντε πλοία των Κορινθίων. Την ιδίαν ημέραν συνέπεσε και οι πολιορκούντες την Επίδαμνον Κερκυραίοι ν' αναγκάσουν αυτήν εις παράδοσιν, υπό τον όρον ότι οι μεν νέοι άποικοι θα πωληθούν ως δούλοι, oι δε Κορίνθιοι θα κρατηθούν εις τας φυλακάς μέχρις ότου αποφασισθή η περαιτέρω τύχη των.
30. Μετά την ναυμαχίαν, οι Κερκυραίοι έστησαν τρόπαιον εις την Λευκίμνην, ακρωτήριον της Κερκύρας, και τους μεν άλλους αιχμαλώτους εφόνευσαν, τους Κορινθίους όμως εκράτησαν φυλακισμένους. Όταν οι Κορίνθιοι και οι σύμμαχοί των ανεχώρησαν μετά την ήτταν των, επιστρέφοντες με τα πλοία των εις τα ίδια, οι Κερκυραίοι έμειναν του λοιπού κύριοι όλου του Ιονίου πελάγους, και πλεύσαντες εις την Λευκάδα, αποικίαν των Κορινθίων, εδενδροτόμησαν μέρος της γης, εμπρήσαντες και την Κυλλήνην, επίνειον των Ηλείων, διότι είχε χορηγήσει πλοία και χρήματα εις τους Κορινθίους. Και το μεγαλύτερον άλλωστε διάστημα του θέρους αυτού μετά την ναυμαχίαν εκυριάρχουν της θαλάσσης εκείνης, και ενεργούντες επιδρομάς διά του στόλου, ελαφυραγώγουν τους συμμάχους των Κορινθίων, μέχρις ότου, ότε ήδη το θέρος είχε προχωρήσει πολύ, οι Κορίνθιοι, βλέποντες ότι οι σύμμαχοί των υπέφεραν, έστειλαν στόλον και στρατόν και εστρατοπέδευσαν εις το Άκτιον και περί το Χειμέριον της Θεσπρωτίδος, προς προστασίαν και της Λευκάδος και των αλλων πόλεων όσαι ήσαν φιλικαί προς αυτούς. Ο στόλος αντιθέτως και ο στρατός των Κερκυραίων εστρατοπέδευσαν εις την Λευκίμνην. Κανείς όμως από τους δύο δεν προέβαινεν εις επίθεσιν κατά του άλλου, αλλ' αφού έμειναν αντιμέτωποι, κατά την υπολειπομένην διάρκειαν του θέρους, επέστρεψαν εις τα ίδια και οι μεν και οι δε, όταν ήδη είχεν επέλθει ο χειμών.
31.
Πρέσβεις της Κορίνθου και της Κερκύρας εις Αθήνας
Επί δύο ολόκληρα έτη μετά την ναυμαχίαν, οι Κορίνθιοι, εξηρεθισμένοι από την πορείαν του πολέμου προς τους Κερκυραίους, εναυπήγουν πλοία, παρασκευάζοντες ισχυρότατον στόλον, και εναυτολόγουν από την ιδίαν Πελοπόννησον και από την άλλην Ελλάδα ερέτας, τους οποίους προσείλκυαν διά του μισθού. Οι Κερκυραίοι, εξ άλλου, μανθάνοντες τας προετοιμασίες αυτάς, εφοβήθησαν, και επειδή δεν ήσαν σύμμαχοι με κανέν από τα Ελληνικά κράτη, και δεν είχαν καταταχθή εις την ομοσπονδίαν ούτε των Αθηναίων, ούτε των Λακεδαιμονίων, απεφάσισαν να υπάγουν προς τους Αθηναίους, διά να επιδιώξουν να γίνουν σύμμαχοι των και επιτύχουν, αν ημπορέσουν, επικουρίαν από αυτούς. Αλλά και οι Κορίνθιοι, όταν έμαθαν το πράγμα, απέστειλαν και αυτοί πρέσβεις εις τας Αθήνας, εκ φόβου μήπως η προσθήκη του Αθηναϊκού ναυτικού εις το Κερκυραϊκόν εμποδίση αυτούς να τερματίσουν ικανοποιητικώς τον πόλεμον. Συγκληθείσης εκτάκτου συνελεύσεως του λαού, εξέθεσαν ενώπιον αυτής ο εις μετά τον άλλον τ' αντίθετα επιχειρήματά των. Και οι μεν Κερκυραίοι ωμίλησαν ως εξής περίπου:
32.
Λόγοι των Κερκυραίων Πρέσβεων
"Άνδρες Αθηναίοι, όσοι, όπως ημείς τώρα, προσέρχονται διά να ζητήσουν την βοήθειαν των αλλων, προς τους οποίους ούτε διά προηγουμένης συμμαχίας συνδέονται, ούτε σημαντικός υπηρεσίας ποτέ επρόσφεραν, ορθόν είναι κατά πρώτον λόγον να τους πείσουν, εάν ημπορούν, ότι η παροχή της ζητούμενης συνδρομής είναι συμφέρουσα δι' αυτούς, η τουλάχιστον ότι δεν είναι επιζήμια, και δεύτερον ότι η ευγνωμοσύνη των θα είναι διαρκής. Εάν δε ούτε το εν, ούτε το άλλο αποδείξουν, πρέπει να μην οργίζωνται, εάν αποτύχουν. Οι Κερκυραίοι, ως εκ τούτου, μας απέστειλαν, διότι πιστεύουν ότι, ζητούντες την συμμαχίαν σας, είναι συγχρόνως εις θέσιν να σας δώσουν εγγυήσεις ως προς τα δυο αυτά σημεία. Συμβαίνει, εν τούτοις, η μέχρι τούδε πολιτική μας να είναι και ασυμβίβαστος με την αίτησιν που σας υποβάλλομεν σήμερον και ασύμφορος συγχρόνως δι' ημάς υπό τας παρούσας περιστάσεις. Διότι, ενώ κανενός ποτέ δεν ηθελήσαμεν εις το παρελθόν να γίνωμεν σύμμαχοι, ερχόμεθα σήμερον να ζητήσωμεν την συμμαχίαν άλλων, και συγχρόνως, ένεκα της πολιτικής μας αυτής, ανελάβαμεν μεμονωμένοι τον παρόντα πόλεμον προς τους Κορινθίους. Και δι' αυτό, ό,τι πριν εθεωρείτο σύνεσις εκ μέρους μας, το να μη περιπλεκώμεθα δηλαδή εις ξένας συμμαχίας και εκτιθέμενα ούτως εις κινδύνους, οι οποίοι είναι συνέπεια της πολιτικής άλλων, κατήντησεν ήδη φανερά ασυνεσία και πηγή αδυναμίας. Είναι αληθές ότι κατά την ναυμαχίαν, η οποία έλαβε χώραν, απεκρούσαμεν τους Κορινθίους μόνοι, χωρίς την βοήθειαν αλλων. Τώρα όμως που είναι έτοιμοι να μας επιτεθούν με ακόμη μεγαλυτέρας στρατιωτικάς δυνάμεις, τας οποίας έχουν συγκεντρώσει από την Πελοπόννησον και την άλλην Ελλάδα, βλέπομεν ότι είμεθα ανίσχυροι ν' αντισταθώμεν επιτυχώς με μόνας τας ιδικάς μας δυνάμεις, και ότι, εξ άλλου, θα κινδυνεύσωμεν τον έσχατον κίνδυνον, εάν περιέλθωμεν υπό την εξουσίαν των. Ευρισκόμεθα επομένως εις την ανάγκην να ζητήσωμεν βοήθειαν και από σας και από κάθε άλλον, και πρέπει να θεωρηθώμεν άξιοι συγγνώμης, εάν, όχι από χαμέρπειαν, αλλά μάλλον διότι αναγνωρίζομεν την πλάνην μας, ενεργούμεν αδιστάκτως κατά τρόπον αντίθετον προς την προηγουμένην πολιτικήν της απομονώσεως.
33. "Η αποδοχή της αιτήσεώς μας κατά την στιγμήν αυτήν είναι δι' εσάς ευκαιρία, όπως πολλαπλήν πορισθήτε ωφέλειαν. Πρώτον, διότι θα παράσχετε την συνδρομήν σας εις αδικούμενους και όχι εις αδικούντας, έπειτα δε, διότι παρέχοντες την συμμαχίαν σας προς ανθρώπους, των οποίων τα ζωτικά συμφέροντα ευρίσκονται εις κίνδυνον, θ' αποταμιεύσετε εις τας καρδίας μας, με όλην τη δυνατήν ασφάλειαν, θησαυρόν αιωνίας ευγνωμοσύνης, και τέλος, διότι έχομεν στόλον μεγαλύτερον από κάθε άλλον, εκτός του ιδικού σας. Και σκεφθήτε πόσον σπανία είναι η ευτυχία αυτή, η οποία προς μεγάλην λύπην των εχθρών σας ασφαλίζει εις σας τούτο, ότι η δύναμις εκείνη, την συμμαχίαν της οποίας θα εκρίνατε αξίαν πολλών χρημάτων και μεγάλης ευγνωμοσύνης, προσέρχεται σήμερον απρόσκλητος, προσφερομένη χωρίς κινδύνους και δαπάνας ιδικάς σας, ασφαλίζουσα συγχρόνως την εκτίμησιν των πολλών διά την γενναιοφροσύνην σας, την ευγνωμοσύνην εκείνων, τους οποίους θα βοηθήσετε, και την αύξησιν της ιδικής σας δυνάμεως. Εις πολύ ολίγους, τωόντι, ανθρώπους έτυχε να προσφερθούν καθ' όλον το παρελθόν τόσα πολλά πλεονεκτήματα συγχρόνως. Ολίγοι, εξ άλλου, έχοντες ανάγκην συμμαχίας, προσέρχονται προσφέροντες εις εκείνους, από τους οποίους την ζητούν, ασφάλειαν και τιμήν ίσην προς εκείνην, την οποίαν πρόκειται να λάβουν από αυτούς οι ίδιοι. Αλλ' εάν κανείς από σας νομίζη ότι ο πόλεμος, που θα μας δώση την ευκαιρίαν να φανώμεν χρήσιμοι, δεν θα γίνη, πλανάται, και δεν αντιλαμβάνεται ότι οι Λακεδαιμόνιοι επιθυμούν τον πόλεμον, διότι φοβούνται την αύξησιν της δυνάμεώς σας, και ότι οι Κορίνθιοι, οι οποίοι είναι εχθροί σας, όχι μόνον ασκούν μεγάλην επιρροήν επ' αυτών, αλλά και προπαρασκευάζουν την εναντίον σας επίθεσιν, ζητούντες να καταβάλουν ημάς προηγουμένως. Διότι δεν θέλουν, ωθούμενοι από το κοινόν ημών μίσος εναντίον των, να τους αντιμετωπίσωμεν ηνωμένοι, μήτε να τρέξουν τον κίνδυνον, πριν ημείς ενωθώμεν, να αποτύχουν εις τον διπλούν αυτών σκοπόν, να βλάψουν δηλαδή ημάς, να ενισχυθούν δε οι ίδιοι. Καθήκον αντιθέτως έχομεν να λάβωμεν την πρωτοβουλίαν, ημείς μεν προσφέροντες, σεις δε δεχόμενοι την συμμαχίαν, και να τους προλάβωμεν μάλλον εις τα σχέδια των παρά να ματαιώσωμεν αυτά εκ των υστέρων.
34. "Αλλ' εάν ισχυρίζωνται ότι δεν είναι δίκαιον να δέχεσθε σεις τους ιδικούς των αποίκους, οφείλουν να μάθουν ότι κάθε αποικία τιμά την μητρόπολιν, εάν αυτή την μεταχειρίζεται καλώς, αδικουμένη όμως, αποξενούται από αυτήν. Διότι οι άποικοι απομακρύνονται από το πάτριον έδαφος, όχι διά να είναι δούλοι εκείνων που μένουν οπίσω, αλλά διά να είναι ίσοι με αυτούς. Ότι, άλλωστε, είχαν άδικον είναι προφανές. Διότι, ενώ επροτείναμεν εις αυτούς διαιτησίαν διά το ζήτημα της Επιδάμνου, ηθέλησαν να επιδιώξουν την ικανοποίησιν των αιτιάσεών των διά πολέμου μάλλον παρά δι' αμερόληπτου διαδικασίας. Και η συμπεριφορά των προς ημάς, οι οποίοι συνδεόμεθα με αυτούς διά της κοινής καταγωγής, ας χρησιμεύση διά σας ως κάποια προειδοποίησις, ώστε, εάν μεν επιδιώξουν να σας παραπλανήσουν, να μη παρασυρθήτε από αυτούς, εάν δε ζητήσουν φανερά την συνδρομήν σας, να τους την αρνηθήτε. Καθόσον εκείνος εξασφαλίσει αποτελεσματικώτερον την ησυχίαν του, ο οποίος σπανιώτατα λαμβάνει αφορμήν να μεταβληθή, διότι εχαρίσθη προς τους αντιπάλους του.
35. "Ούτε, άλλωστε, θα διαρρήξετε την συνθήκην της ειρήνης προς τους Λακεδαιμονίους, εάν δεχθήτε ημάς, οι οποίοι δεν είμεθα σύμμαχοι ούτε του ενός, ούτε του άλλου. Διότι η συνθήκη ορίζει ότι αι Ελληνικαί πόλεις, όσαι είναι έξω από την συμμαχίαν, ημπορούν να προσέλθουν κατ' αρέσκειαν προς το εν ή το άλλο μέρος. Και θα ήτο τερατώδες, εάν αυτοί μεν ημπορούν να καταρτίζουν τα πληρώματα του στόλου των και από τους συμμάχους των και από την άλλην Ελλάδα και προ πάντων από τους ιδικούς σας υπηκόους, ημάς δε να εμποδίζουν όχι μόνον από την συμμαχίαν αυτήν, εις την οποίαν έκαστος δύναται να προσέλθη ελευθέρως, αλλά και από την βοήθειαν εξ οιουδήποτε άλλου μέρους, και έπειτα να χαρακτηρίζουν ως έγκλημα, εάν πεισθήτε ν' αποδεχθήτε την αίτησίν μας. Πολύ ευλογωτέρας αιτίας παραπόνων θα έχωμεν ημείς, εάν δεν πεισθήτε να την αποδεχθήτε. Διότι ημάς μεν θ' αποκρούσετε, ενώ κινδυνεύομεν και δεν είμεθα εχθροί σας, αυτούς όμως όχι μόνον δεν θα εμποδίσετε, ενώ και εχθροί σας είναι και πρώτοι επιτίθενται, αλλά και θα επιτρέψετε εις αυτούς να προσλάβουν από την επικράτειάν σας νέαν δύναμιν. Τούτο όμως δεν είναι δίκαιον, αλλά πρέπει ή και αυτούς να εμποδίσετε από του να στρατολογούν μισθοφόρους από την επικράτειάν σας ή και εις ημάς να στείλετε βοήθειαν καθ' οιονδήποτε τρόπον εγκρίνετε. Το καλύτερον μάλιστα θα είναι να μας δεχθήτε και μας βοηθήσετε φανερά ως συμμάχους. Καθώς άλλωστε εξ αρχής εδηλώσαμεν, πολλά είναι τα πλεονεκτήματα, τα οποία σας εξασφαλίζει η προσφορά μας, και το σπουδαιότερον όλων ότι οι αντίπαλοί μας είναι αντίπαλοί σας- το οποίον είναι η καλύτερα εγγύησις της πίστεως ενός συμμάχου- και ότι οι αντίπαλοι αυτοί είναι όχι ασθενείς, αλλ' ικανοί να βλάψουν εκείνους πού αποσπώνται απ' αυτούς, διά να προσέλθουν εις άλλους. Και όταν σας προσφέρεται η συμμαχία ναυτικού και όχι ηπειρωτικού κράτους, ο προσεταιρισμός ή η αποξένωσίς του δεν είναι πράγμα αδιάφορον. Τουναντίον συμφέρον έχετε, προ πάντων μεν, εάν ημπορήτε, να μη επιτρέπετε εις άλλους να έχουν στόλον, ειδεμή να έχετε φίλον εκείνον, ο οποίος είναι ισχυρότατος κατά την ναυτικήν δύναμιν.
36. "Αλλ' εάν κανείς αναγνωρίζη μεν ότι όσα υποστηρίζομεν είναι συμφέροντα, φοβείται όμως μήπως η αποδοχή της προτάσεώς μας γίνη αφορμή πολέμου, οφείλει να μάθη ότι εκείνο που προκαλεί τον φόβον του, ενισχυόμενον από δύναμιν, θα εμπνεύση μεγαλύτερον φόβον εις τους αντιπάλους του, ενώ το θάρρος του (Σ.Μ.: ήτοι η πίστις του εις το ασφαλές της ειρήνης), εάν τον εξωθεί εις απόκρουσιν της συμμαχίας μας, επειδη θα ήτο ανίσχυρον, θα επροκάλει ολιγώτερον φόβον εις τους εχθρούς σας, οι οποίοι είναι ισχυροί. Και συγχρόνως πρέπει να μη λησμονή ότι την στιγμήν αυτήν σκέπτεται περί του συμφέροντος των ιδίων των Αθηνών περισσότερον παρά της Κερκύρας, και ότι δεν προνοεί περί του συμφέροντός των κατά τον καλύτερον τρόπον, όταν, από υπερβολικήν προσήλωσιν προς το άμεσον παρόν, ενδοιάζη να ασφάλιση υπέρ αυτών, δια τον επικείμενον και σχεδόν παρόντα πόλεμον, χώραν, της οποίας η φιλία ή η έχθρα συνεπάγεται σπουδαιοτάτας συνεπείας. Διότι η Κέρκυρα κείται προσφορώτατα διά την ακτοπλοϊκήν μετάβασιν εις Ιταλίαν και Σικελίαν, διά να είναι εις θέσιν και να παρεμπόδιση την εκείθεν αποστολήν ναυτικής επικουρίας προς τους Πελοποννησίους και να συνοδεύση διά προπομπής την εντεύθεν αποστολήν στόλου προς τα εκεί, και πολλά άλλα παρέχει πλεονεκτήματα, Συγκεφαλαιώνοντες το σύνολον και τα καθέκαστα των επιχειρημάτων, ένεκα των οποίων δεν πρέπει να μας εγκαταλείψετε, λέγομεν ότι τρεις υπάρχουν στόλοι άξιοι λόγου εις την Ελλάδα, ο ιδικός σας, ο ιδικός μας και ο των Κορινθίων. Αλλ' εάν επιτρέψετε να μας υποτάξουν προηγουμένως οι Κορίνθιοι και να ενωθούν τοιουτοτρόπως οι δυο εκ τούτων, θα έχετε ν' αγωνισθήτε κατά θάλασσαν εναντίον των Κερκυραίων συγχρόνως και των Πελοποννησίων, ενώ, εάν μας δεχθήτε ως συμμάχους, θα δυνηθήτε ν' αγωνισθήτε εναντίον των με τον στόλον σας ενισχυμένον διά του ιδικού μας". Και οι μεν Κερκυραίοι ωμίλησαν ούτω, οι δε Κορίνθιοι ως εξής:
37.
Λόγοι των Κορινθίων Πρέσβεων
"Εφόσον οι Κερκυραίοι εδώ ωμίλησαν όχι μόνον περί της παραδοχής των εις την συμμαχίαν σας, αλλά και περί του ότι η ενέργειά μας είναι άδικος και ο εναντίον των πόλεμος αδικαιολόγητος, αναγκαίον είναι, όπως και ημείς θίξωμεν προηγουμένως και τα δύο αυτά σημεία, και τότε μόνον προβώμεν εις την περαιτέρω ανάπτυξιν του λόγου μας, ώστε και την αξίωσίν μας να γνωρίσετε εκ των προτέρων ασφαλέστερον, και την αίτησιν, την οποίαν αυτοί εδώ σας υποβάλλουν, απορρίψετε, κατόπιν πλήρους γνώσεως του ζητήματος. Ισχυρίζονται, τωόντι, ότι από σύνεσιν δεν εδέχθησαν την συμμαχίαν κανενός μέχρι τούδε. Η πολιτική των, εν τούτοις, δεν ενεπνέετο από ελατήρια ευγενή, αλλά επεδίωκε σκοπούς κακοβούλους. Διότι δεν ήθελαν να έχουν κανένα ούτε σύμμαχον, ούτε μάρτυρα των εγκλημάτων των, ούτε να εντροπιάζωνται ζητούντες την βοήθειάν του δι' αυτά. Η αυτάρκης, άλλωστε, θέσις της πόλεώς των επιτρέπει εις αυτούς να γίνωνται ευκολώτερον οι ίδιοι δικασταί των εναντίον άλλων αδικημάτων των, παρά αν ούτοι ωρίζοντο διά συνθηκών. Καθ' όσον, σπανίως καταπλέοντες αυτοί εις ξένας ακτάς, δέχονται τους άλλους καταπλέοντας εξ ανάγκης συχνά εις τας ιδικάς των. Και υπό τας περιστάσεις αυτάς την ευπρόσωπον αποφυγήν συμμαχιών περιβάλλονται ως προσωπίδα, όχι πράγματι διά να μη παρασύρωνται από άλλους εις διάπραξιν αδικημάτων, αλλά διά να διαπράττουν αυτοί τοιαύτα άνευ της συμπράξεως αλλων, και επομένως να ασκούν μεν βίαν οσάκις είναι ισχυροί, να πλουτούν δε αθεμίτως οσάκις ημπορούν να μην ανακαλυφθούν, και να μένουν χαλκοπρόσωποι οσάκις κατορθώσουν να νοσφισθούν κάτι τι. Μολονότι, εάν ήσαν πραγματικώς έντιμοι ανθρώποι, όπως ισχυρίζονται, όσον ολιγώτερον ευπρόσβλητοι είναι εκ μέρους άλλων τόσον φανερώτερον θα ημπορούσαν να καταδείξουν τα ευγενή των ελατήρια, διά της προθύμου προσφυγής εις διαιτησίαν.
38. "Αλλ' ούτε προς τους άλλους, ούτε προς ημάς δεικνύονται τοιούτοι, αλλ' ενώ είναι άποικοί μας, απέκοψαν ανέκαθεν κάθε προς ημάς δεσμόν και ήδη διεξάγουν εναντίον μας πόλεμον, λέγοντες ότι δεν εστάλησαν ως άποικοι, διά να τους μεταχειριζώμεθα κακώς. Αλλά και ημείς ισχυριζόμενα ότι δεν τους εστείλαμεν, διά να περιφρονούμεθα από αυτούς, αλλά διά να είμεθα ηγέται των και απολαμβάνωμεν τον νενομισμένον σεβασμόν. Αι άλλαι τουλάχιστον αποικίαι μας τιμούν και μας δεικνύουν εξαιρετικήν στοργήν. Και είναι φανερόν ότι, εάν αρέσκωμεν εις τους περισσοτέρους, δεν υπάρχει εύλογος αιτία, διά την οποίαν ν' απαρέσκωμεν εις αυτούς μόνους, ούτε θα διεξήγαμεν τον ασυνήθη τούτον πόλεμον μητροπόλεως εναντίον αποικίας, εάν και ο τρόπος, κατά τον οποίον ηδικήθημεν, δεν ήτο απαραδειγμάτιστος. Επεβάλλετο, άλλωστε, εις αυτούς, και εάν ακόμη ημείς είχαμεν άδικον, να δειχθούν ενδοτικοί απέναντι της οργής μας, οπότε θα ήτο αισχρόν δι' ημάς να μεταχειρισθώμεν βίαν απέναντι της μετριοπαθείας των. Αντί τούτου, ωθούμενοι από την αλαζονείαν και την δύναμιν του πλούτου των, και κατά πολλούς άλλους τρόπους μας έχουν αδικήσει και την Επίδαμνον, η οποία είναι ιδική μας, εφόσον μεν υπέφερε, δεν επρόβαλλαν καμμιάν επ' αυτής αξίωσιν, ευθύς όμως ως ημείς απήλθαμεν εις βοήθειάν της, την κατέλαβαν διά της βίας και εξακολουθούν να την κατέχουν.
39. "Ισχυρίζονται, αληθώς, ότι επρότειναν προηγουμένως να λυθή η διαφορά διά της δικαστικής οδού. Αλλά τοιαύτη πρότασις έχει αξίαν όταν γίνεται όχι εκ του ασφαλούς από εκείνον που κατέχει ήδη θέσιν πλεονεκτικήν, αλλ' από εκείνον, ο όποιος πριν προσφύγη εις τα όπλα, θέτει τον εαυτόν του εις ίσην θέσιν με τον αντίπαλόν του, συνδυάζων τους λόγους προς τα έργα. Αυτοί όμως την εύσχημον πρότασιν της διαιτησίας διετύπωσαν, όχι πριν αρχίσουν την πολιορκίαν της Επιδάμνου, αλλ' αφού ενόησαν ότι δεν θ' ανεχθώμεν ημείς τούτο. Και μη αρκούμενοι εις το κακόν, το οποίον οι ίδιοι διέπραξαν εκεί, έρχονται εδώ αξιούντες από σας να γίνετε όχι κυρίως σύμμαχοι, αλλά συνεργοί των αδικημάτων των, και να τους δεχθήτε, ενώ είναι ήδη εχθροί μας. Καθήκον, εν τούτοις, είχαν να προσχωρήσουν εις την συμμαχίαν σας τότε που ήσαν εις πλήρη ασφάλειαν, και όχι τώρα πού ημείς μεν είμεθα θύματα της αδικίας των, αυτοί δε κινδυνεύουν, και που σεις, χωρίς να πορισθήτε πρωτύτερα καμμιάν ωφέλειαν από την δύναμιν των, θα παράσχετε εις αυτούς τώρα την βοήθειάν σας, και ενώ δεν ελάβατε μέρος εις τα εγκλήματα των, θα θεωρηθήτε από ημάς εξ ίσου υπεύθυνοι δι' αυτά. Μόνο εάν εξ αρχής σας καθιστών κοινωνούς της δυνάμεώς των θα ημπορούσαν να σας έχουν κοινωνούς και των συνεπειών των πράξεων των.
40. "Σαφώς κατεδείχθη λοιπόν και ότι προσερχόμενοι ενώπιον σας έχοντες βασίμους αιτιάσεις και ότι οι Κερκυραίοι είναι βίαιοι και πλεονέκται. Υπολείπεται ήδη να μάθετε ότι δεν ημπορείτε να τους δεχθήτε δικαίως εις την συμμαχίαν σας. Τωόντι, αν και ορίζει η συνθήκη ότι κάθε πόλις μη εγγεγραμμένη εις αυτήν δικαιούται να προσέλθη κατά βούλησιν εις την συμμαχίαν του ενός ή του άλλου μέρους, η διάταξις αυτή δεν εφαρμόζεται εις εκείνους, οι οποίοι προσέρχονται με σκοπόν να βλάψουν άλλους, αλλ' εις εκείνον μόνον, ο οποίος, χωρίς να παραβιάζη προηγουμένας προς άλλον υποχρεώσεις του, έχει ανάγκην να εξασφαλισθή κατά κινδύνου, και ο οποίος δεν πρόκειται να φέρη εις τους νέους φίλους του, υποτιθεμένου ότι ούτοι σωφρονούν, πόλεμον αντί ειρήνης. Πράγμα, το οποίον ακριβώς θα επαθαίνατε σεις τώρα, εάν δεν πεισθήτε εις τους λόγους μας. Διότι δεν θα εγίνεσθε μόνον σύμμαχοι αυτών, αλλά, διαρρηγνύοντες την μεταξύ μας συνθήκην ειρήνης, θα εγίνεσθε συγχρόνως εχθροί μας. Καθόσον, εάν ταχθήτε με το μέρος των, εξ ανάγκης και ημείς θ' αντιμετωπίσωμεν και αυτούς και σας αδιακρίτως. Μολονότι ορθόν είναι προ πάντων μεν να μη λάβετε το μέρος ούτε του ενός, ούτε του άλλου, ειδεμή, τουναντίον να βαδίσετε από κοινού με ημάς εναντίον αυτών (αφού προς μεν τους Κορινθίους τουλάχιστον συνδέεσθε διά συνθήκης ειρήνης, ενώ με τους Κερκυραίους ούτε ανακωχήν ποτέ συνήψατε), και να μη καθιερώσετε το ποοηγούμενον της παραδοχής ως συμμάχων εκείνων που αποστατούν από άλλους. Διότι και ημείς κατά την επανάστασιν των Σαμίων όχι μόνον δεν εψηφίσαμεν εναντίον σας, όταν οι άλλοι Πελοποννήσιοι εδιχάσθησαν επί του ζητήματος, αν έπρεπε να δοθή βοήθεια εις τους επαναστάτας, αλλά και απροκαλύπτως υπεστηρίξαμεν αντιθέτως ότι έκαστος δικαιούται να τιμωρή ο ίδιος τους συμμάχους του. Αλλ' εάν δεχθήτε και βοηθήσετε τους αδικούντας, θέλει ασφαλώς καταδειχθή ότι όχι ολιγώτεροι από τους συμμάχους σας θέλουν προσέλθει προς ημάς, και το προηγούμενον που θα καθιερώσετε θ' αποβή εις ιδικήν σας μάλλον βλάβην, παρά εις ιδικήν μας.
41. "Αυτά είναι τα επί του δικαίου στηριζόμενα επιχειρήματα, τα οποία έχομεν απέναντι σας, και είναι αρκετά, κατά τα κρατούντα μεταξύ Ελλήνων. Αλλ' έχομεν να διατυπώσωμεν και μίαν παραίνεσιν και αξίωσιν στηριζομένην επί προηγουμένης χάριτος, την οποίαν ισχυριζόμεθα ότι πρέπει να μας αποδώσετε σήμερον, εφόσον ούτε εχθροί είμεθα, ώστε να βλάπτη ο εις τον άλλον, ούτε πάλιν φίλοι, ώστε ν' αντιταχθή ότι μεταξύ φίλων χάριτες είναι φυσικαί και δεν συνεπάγονται υποχρέωσιν αποδόσεως. Διότι, όταν κάποτε, προ των Περσικών πολέμων, ελάβατε ανάγκην πλοίων πολεμικών, διά τον πόλεμον κατά των Αιγινητών, εδανείσθητε είκοσι τοιαύτα από τους Κορινθίους. Και η υπηρεσία αυτή σας έδωσε την νίκην κατά των Αιγινητών, όπως και η άλλη, όταν ημποδίσαμεν τους Πελοποννησίους να βοηθήσουν τους Σαμίους, σας επέτρεψε να τιμωρήσετε τους τελευταίους αυτούς. Και αι δύο αύται υπηρεσίαι παρεσχέθησαν εις περιστάσεις τοιαύτας, κατά τας οποίας οι ανθρώποι, επιτιθέμενοι κατά των εχθρών των, είναι αδιάφοροι διά κάθε άλλο εκτός της νίκης. Διότι φίλον μεν θεωρούν τον βοηθούντα αυτούς, και αν έτυχε πριν να είναι εχθρός, πολέμιον δε τον εναντιωθέντα, και αν έτυχε να είναι φίλος, αφού και τα ατομικά των συμφέροντα παραμελούν, ένεκα του επικρατούντος πυρετού της πάλης.
42. "Τας υπηρεσίας αυτάς ενθυμούμενοι (και οι νεώτεροι από σας ας μάθουν αυτά από τους πρεσβυτέρους), πρέπει ν' αναγνωρίσετε ότι καθήκον έχετε ν' ανταποδώσετε τα ίσα και μη νομίσετε ότι όσα μεν λέγομεν είναι δίκαια, άλλα δε εν περιπτώσει πολέμου είναι τα συμφέροντα. Διότι η ασφαλεστέρα οδός προς το συμφέρον είναι η οδός του δικαίου, και ο μέλλων πόλεμος, με τον οποίον σας φοβίζουν οι Κερκυραίοι, και ζητούν να σας εξωθήσουν εις αδικίαν, είναι άδηλον εάν ποτέ επέλθη. Ούτε αξίζει, παρασυρόμενοι από την προσδοκίαν μέλλοντος πολέμου, να επισύρετε την από τούδε φανεράν και όχι μέλλουσαν έχθραν των Κορινθίων. Η φρόνησις τουναντίον υπαγορεύει να μετριάσετε μάλλον την υφισταμένην ήδη ένεκα των Μεγαρέων δυσπιστίαν. Διότι η τελευταία χάρις, και αν είναι μικροτέρα, ημπορεί, παρεχομένη εις την κατάλληλον ώραν, να κάμη να λησμονηθούν προγενέστεροι μεγαλύτεραι αιτιάσεις. Ούτε πρέπει να παρασυρθήτε από το ότι σας προσφέρουν μεγάλην ναυτικήν συμμαχίαν. Διότι ασφαλεστέρα είναι η δύναμις εκείνου, ο οποίος δεν αδικεί τους ομοίους του, παρά εκείνου, ο οποίος, παρασυρόμενος από ό,τι λάμπει προς στιγμήν, αποκτά αθέμιτα κέρδη, συνεπαγόμενα κινδύνους.
43. "Ημείς, άλλωστε, περιελθόντες εις την περίπτωσιν, περί της οποίας ωμιλήσαμεν εις την Λακεδαίμονα, όταν δημοσία υπεστηρίξαμεν ότι έκαστος δικαιούται να τιμωρή ο ίδιος τους συμμάχους του, έχομεν την δικαίαν σήμερον απαίτησιν να επιτύχωμεν το ίδιον από σας, εις τρόπον ώστε σεις που ωφελήθητε από την ψήφον μας να μη μας βλάψετε διά της ιδικής σας. Οφείλετε τουναντίον να μας ανταποδώσετε τα ίσα, πειθόμενοι ότι η παρούσα περίστασις είναι από εκείνας, κατά τας οποίας ο βοηθών είναι κάλλιστος φίλος και ο αντιτιθέμενος χείριστος εχθρός. Ζητούμεν από σας, όπως ούτε ως συμμάχους δεχθήτε τους Κερκυραίους εδώ, εναντίον της γνώμης μας, ούτε τους βοηθήσετε αδικούντας. Και αν ακολουθήσετε την πολιτικήν αυτήν, όχι μόνον θα ενεργήσετε κατά τον προσήκοντα τρόπον, αλλά και θ' αποφασίσετε σύμφωνα με τα καλώς εννοούμενα συμφέροντά σας".
44.
Αμυντική συμμαχία μεταξύ Αθηναίων και Κερκυραίων
Κατ' αυτόν τον τρόπον ομίλησαν οι Κορίνθιοι. Οι Αθηναίοι, αφού ήκουσαν και τα δύο μέρη και συνεκρότησαν δύο συνεδριάσεις της συνελεύσεως του λαού, κατά μεν την πρώτην έρρεπαν μάλλον εις αποδοχήν των λόγων των Κορινθίων, αλλά κατά την συνεδρίασιν της επιούσης μετέβαλαν γνώμην. Και δεν απεφάσισαν μεν την σύναψιν επιθετικής και αμυντικής συμμαχίας μετά των Κερκυραίων, καθόσον εις τοιαύτην περίστασιν, εάν ούτοι εζήτουν από αυτούς να λάβουν μέρος εις εκστρατείαν κατά της Κορίνθου, θα διερρηγνύετο η μετά των Πελοποννησίων Τριακονταετής συνθήκη, συνωμολόγησαν όμως αμυντικήν συμμαχίαν, όπως βοηθήσουν αμοιβαίως, προς υπεράσπισιν του εδάφους των, εις περίστασιν που άλλος ήθελεν επιτεθή κατά της Κερκύρας ή των Αθηνών, ή των συμμάχων του ενός ή του άλλου. Διότι εθεώρουν τον πόλεμον προς τους Πελοποννησίους ως εις κάθε περίπτωσιν αναπόφευκτον, και διά τούτο ήθελαν να μη εγκαταλείψουν εις χείρας των Κορινθίων την Κέρκυραν, η οποία είχεν ισχυρόν στόλον, αλλά να επιτείνουν όσον το δυνατόν την σύγκρουσιν των μεν προς τους δε, ώστε εάν αναγκασθούν να περιέλθουν εις πόλεμον προς τους Κορινθίους και τας άλλας ναυτικάς πόλεις να εύρουν αυτάς εξησθενημένας. Εφαίνετο, άλλωστε, συγχρόνως εις αυτούς ότι η Κέρκυρα κείται προσφορώτατα διά την ακτοπλοϊκήν μετάβασιν εις Σικελίαν και Ιταλίαν.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ... _________________ "Εάν δεν αφαιρέσεις από την αστική ηγεσία την υπεράσπιση του εθνισμού και την περάσεις στα χέρια της Αριστεράς, είσαι τελείως χαμένος σε οποιοδήποτε επαναστατικό σου παιχνίδι." Μιχάλης "Πάμπλο" Ράπτης.
|
|
Επιστροφή στην κορυφή |
|
|
|
Μπορείτε να δημοσιεύσετε νέο Θέμα σ' αυτή τη Δ.Συζήτηση Μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης Δεν μπορείτε να επεξεργασθείτε τις δημοσιεύσεις σας σ' αυτή τη Δ.Συζήτηση Δεν μπορείτε να διαγράψετε τις δημοσιεύσεις σας σ' αυτή τη Δ.Συζήτηση Δεν έχετε δικαίωμα ψήφου στα δημοψηφίσματα αυτής της Δ.Συζήτησης
Όλες οι Ώρες είναι GMT + 2 Ώρες |
|
|
|
|